[στο ψυχιατρείο]
Μια μέρα, στο διάστημα που ο Λευτέρης νοσηλευόταν και πάλι, παρατήρησε μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα στα πλάγια του κεντρικού κτιρίου που έφτανε ως την οροφή. Δεν ξέρει τι τον έκανε να την ανεβεί. Στάθηκε αρκετή ώρα στο ίδιο σημείο κοιτάζοντας γύρω του. Ιδωμένη από εκεί ψηλά, η κλίμακα και μαζί με αυτήν οι συσχετισμοί άλλαζαν εντελώς. Μέσα στην πρωινή πάχνη, ο ήλιος μόλις που περνούσε ανάμεσα από τα πανύψηλα δέντρα, οι περισσότερες αχτίδες διαλύονταν πριν φτάσουν στο χώμα. Όλο αυτό το βαθύ πράσινο σε τύλιγε με έναν περίεργο τρόπο. Ανάμεσα στα αγριόχορτα και στους θάμνους πρόβαλλαν εδώ κι εκεί κυκλάμινα και κάτι μικρά κίτρινα λουλούδια που δεν ήξερε το όνομά τους.
Υπέροχο τοπίο, μελαγχολικό σαν θάνατος, είχε σκεφτεί και ένιωσε πως θα μπορούσε να κάνει ατέλειωτους περιπάτους μέσα στο πευκόδασος που εκτεινόταν ολόγυρα, να χαθεί σχεδόν στα αμέτρητα μονοπάτια που ξεκινούσαν, έσβηναν απότομα γιατί τα κατάπινε η άγρια βλάστηση ή διακλαδίζονταν με δυο τρεις κεντρικές αλέες. Κανείς όμως από τους τροφίμους δεν απομακρυνόταν πολύ, πρόσεξε. Όλοι διέγραφαν ομόκεντρους κύκλους γύρω από το κεντρικό οίκημα ή απλώς στέκονταν εκεί κοντά. Κάποιοι κοίταζαν την πύλη εισόδου στο βάθος, άλλοι προσπαθούσαν να αποσπάσουν ένα τσιγάρο από τους λιγοστούς επισκέπτες επαναλαμβάνοντας το αίτημά τους σαν ρεφρέν τραγουδιού. Αν εξαιρέσεις αυτό, σχεδόν κανείς δεν μιλούσε σε κανέναν. Δεν θα μπορούσες να ονομάσεις διάλογο τις επιβεβλημένες ερωτοαποκρίσεις με το νοσηλευτικό προσωπικό και τους γιατρούς, και αυτή η πλήρης απουσία ανάγκης ή επιθυμίας έκανε τη σιωπή βαριά, σε κατάπινε και ήταν αδύνατο να την αποτινάξεις από πάνω σου, ακόμα κι αφού είχαν περάσει ώρες μετά το επισκεπτήριο.
Ούτε οι επισκέπτες αντάλλασσαν μεταξύ τους καμιά κουβέντα, όπως και ο ίδιος, φρόντιζαν με κάθε τρόπο να μην διασταυρώνονται καν τα βλέμματά τους. Μαζί με τους τροφίμους, άθροιζαν επισκέψεις και νοσηλείες. Μετωπικά φωτισμένοι μπροστά σ’ ένα σκούρο φόντο, θα έδειχναν σαν το αρνητικό μιας λήψης. Με μισόκλειστα μάτια τούς κοίταζε από ψηλά αναζητώντας ένα σχέδιο, κάτι συνεκτικό που στις φωτογραφίες του θα αναπτυσσόταν σαν μοτίβο και θα διαπότιζε το τοπίο με κάποιου είδους νόημα. Κάτι που θα αιχμαλώτιζε το απροσπέλαστο εκείνων των προσώπων, τη φοβερή απουσία που ανέδιδαν όλες αυτές οι παρουσίες. Κάτι που θα τον διαφώτιζε για τον τρόπο που οι άνθρωποι καταλάμβαναν αυτόν τον χώρο και διαλέγονταν μαζί του στο διηνεκές.
Σε ποιον μιλούσε άραγε εκείνος ο αδύνατος σαν στέκα άντρας που βάδιζε πάνω κάτω ξερνώντας έναν χείμαρρο λέξεων; Πώς συνδεόταν με την κοπέλα που σχεδόν δεν ξεχώριζε από την αυλακωμένη επιφάνεια του πεύκου πάνω στο οποίο έγερνε; Δάκρυα κυλούσαν ακατάπαυστα στο πρόσωπό της, άστραφταν στον ήλιο όπως το ρετσίνι, το σώμα, παραδομένο, έμοιαζε να επιστρέφει σε μια προγενέστερη οργανική μορφή, εκείνη όμως δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Πιο πέρα, αριστερά, ο τοίχος δημιουργούσε σ’ ένα σημείο μια κοιλότητα, μια μικρή εσοχή, όπου άλλοτε πιθανόν να βρισκόταν κάποιο διακοσμητικό στοιχείο, μια ανθοστήλη, ένα γλυπτό, μια μαρμάρινη βάση με προτομή. Τώρα τον χώρο καταλάμβανε ένας ηλικιωμένος άντρας. Καθόταν στο χώμα ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο και άφηνε τον ήλιο να πέφτει πάνω του, κυριολεκτικά να τον λούζει. Αναζητούσε άραγε ένα πλαίσιο, κάτι που να τον περικλείει; Προσπαθούσε να καταλαγιάσει μέσα του εκείνη την εσωτερική παγωνιά που τίποτα δεν μπορεί να ζεστάνει ή, αντίθετα, επιζητούσε το κενό για να αναδείξει το υπάρχον και τα βλέμματα να εστιάσουν στην παρουσία του, διαγράφοντας όλα τα άλλα, όπως σε μια αίθουσα μουσείου όπου οι επισκέπτες προσηλώνονται στο διάσημο αριστούργημα; Παγώνοντας λίγο πάνω του, το φως τον εξύψωνε άραγε σε πρωταγωνιστή μιας ζωής που ολοένα γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλά του; Σε ποιον εγκλεισμό βρισκόταν τώρα; Στον πρώτο; Στον δεύτερο; Στον δέκατο; Πώς αποτυπώνεται αυτό; Για ποιο εγώ μιλάμε; Το καθένα από αυτά τα άτομα σε ποιο βαθμό είναι ο εαυτός του; Η μόνο βεβαιότητα είναι άραγε το σώμα; αναρωτιόταν παρατηρώντας τους για ώρα.
Ένας άλλος ολοένα κοίταζε πίσω του ενώ σάλια έτρεχαν διαρκώς στο πιγούνι του. Από τι προσπαθούσε να ξεφύγει; Από όλα εκείνα τα μάτια που τον παρατηρούσαν διαρκώς; Που ερμήνευαν την κάθε του κίνηση, ακόμα και την επιλογή της ακινησίας; Το αν είχε όρεξη ή όχι; Αν συναναστρεφόταν άλλους, αν μιλούσε και πόσο συχνά; Πώς θα κατηγοριοποιούνταν η δική του περίπτωση αν κάποιος παρατηρούσε και κατέγραφε ένα εικοσιτετράωρο της ζωής του; αναρωτήθηκε.
Από κει ψηλά που βρισκόταν, κοίταζε τον καταπράσινο αυτό κήπο με τον ψηλό περίβολο, μια Εδέμ από την ανάποδη – ασήμαντη παρένθεση σε σχέση με την πόλη, εξωθημένη στις παρυφές της ιστορίας. Το μέσα αντιμαχόταν διαρκώς το έξω – μια διαρκής υπόμνηση της ευθραυστότητας των ορίων, της αυθαιρεσίας του περιβόλου, της συλλογικής ευθύνης.
* Θερμές ευχαριστίες στη Λίλα Κονομάρα για την άδεια της δημοσίευσης. Το κείμενο στο πρωτότυπο είναι ενιαίο, οι παράγραφοι διαμορφώθηκαν κατά την πληκτρολόγηση προς διευκόλυνση της ανάγνωσης.