Εκεί που ο χρόνος μετασχηματίζεται και καταργείται (για το βιβλίο «Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά» της Ευαγγελίας Τάτση)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Ευαγγελία Τάτση

«Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος/ ίσως κι οι δύο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα,/ κι ο μέλλων χρόνος είναι μέσα στον περασμένο χρόνο» γράφει ο Τ. Σ. Έλιοτ και αυτή, η τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση μοιάζει να εφορμήθηκε από τα λόγια του.

Η συλλογή Όλα θα γίνουν με τα μάτια ανοιχτά είναι ένας μετεωρισμός στον χρόνο και ένας διάλογος μαζί του, μια συνομιλία που ανακεφαλαιώνει και συνοψίζει τα παρελθοντικά γεγονότα, ενώ αποβλέπει στα μελλοντικά με την ελπίδα ενός θαύματος. Συχνά παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν στη συλλογή, καθώς περικλείονται το ένα μέσα στο άλλο· έτσι, τα όρια της χρονικής ροής θολώνουν και είναι μέσα από αυτό το θόλωμα που αναδύεται καθετί ενδιαφέρον.

Το ποιητικό υποκείμενο είναι μια γυναίκα «μικρή, μικρότερη/ μέσα στη φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται», όπως μας συστήνεται στο εναρκτήριο ποίημα. Μεγάλωσε «σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια», το έχτισαν έτσι διπλό οι γονείς της για να έχουν «ένα σπίτι για να ζήσουν κι ένα για να θυμούνται». Και με αυτό το ποίημα «[Το σπίτι]» έχουμε ήδη μπει στην ενότητα «Του παρελθόντος», την πρώτη της συλλογής. Η αλληγορία του διπλού σπιτιού βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει λίγο τον τρόπο  με τον οποίο το παρελθόν μπορεί να συνυπάρχει μέσα στο παρόν σαν ένα επίπεδό του ή ίσως σαν μια αλλιώτικη κατοπτρική κοιλότητα που προσδιορίζει το σύνολο του χρόνου όπως αυτός νιώθεται.

Το ποίημα με το σπίτι ακολουθούν δύο ακόμη ποιήματα που προσδιορίζουν ένα σκηνικό εργατικής οικογένειας στη δεκαετία του 1970 – ο προσδιορισμός προέρχεται από την ταύτισή μου με αντίστοιχες προσωπικές εμπειρίες. Βοήθησε και η αναφορά, στο τρίτο ποίημα, στον Στράτο Διονυσίου, τον οποίο άκουγαν ευλαβικά οι γονείς μου και η φωνή του – έτσι όπως ηχούσε από το ραδιόφωνο ή το κασετόφωνο – σχηματίζει έναν από τους απόηχους των παιδικών μου χρόνων.

Ακολουθεί στη συλλογή η ενότητα «Των αφαιρέσεων». Στη ροή του χρόνου, όπου το παρόν μπαίνει μέσα στο παρελθόν και τα δύο συνυπάρχουν μέσα στο μέλλον, αυτό που μπορεί ενδεχομένως να υπάρξει πραγματικά είναι μια αφαίρεση. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να εντοπίσει αυτή την αφαίρεση στις λέξεις: «Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε μέσα σε κάθε λέξη./ Η λέξη των μονολόγων μας», γράφει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της ενότητας. Αυτή η λέξη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ιδιωτικής μας διαλέκτου «που όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε», λέει. Για να συνεχίσει στο επόμενο ποίημα «Από τις λέξεις, μόνο η δύναμη που χτυπούν τα φτερά τους/ και μόνο το γενναίο πέταγμά τους./ Μια αναμονή της κάθετης πτώσης τους». Ένα παράδειγμα αυτής της πτώσης – που, σε μια κυκλοτερή κίνηση, παράγει πτήση υψιπετή – δίδεται στο τέλος της ενότητας «Των αφαιρέσεων»:

Λίγο πριν το τέλος αυτής της παράστασης, λέω σ’ αγαπώ
ενώ θα ήθελα να σ’ αγαπώ
με τον τρόπο που σε σκέφτομαι.
Τότε γίνομαι η μηχανή
που κουβαλά τα από μηχανής άλογα.
Με κοιτάζουν με το ένα μάτι τους.
Με το ένα μάτι μου τα κοιτάζω.

Τότε γράφονται τα ποιήματα.

Ακολουθεί στη συλλογή η α’ ενότητα με τις «Εικασίες». Ο κόσμος μας είναι ένα συμπίλημα από συμφωνημένες κοινωνικές αλλά και προσωπικές εικασίες και ερμηνείες, στις οποίες αποδίδουμε καθολική ισχύ, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν. Η ηλικία είναι μια τέτοια εικασία. Η ποιήτρια διατείνεται: «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία/ και ζει σ’ αυτήν όλη του τη ζωή. […] Εγώ γεννήθηκα πενήντα δύο χρονών./ Το κατάλαβα το πρωινό των γενεθλίων μου». Η απόσταση είναι μια άλλη εικασία. Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα χώριζαν το ποιητικό υποκείμενο από κάποιους αγρότες που διαμαρτύρονταν. «Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα./ Μάλλον εκεί ήταν ο επόμενος κόσμος/ που μετρούσε αλλιώς το φύλο μου/ κι αλλιώς τα σαράντα εννιά μου κιλά./ Αλλιώς τα είκοσι χρόνια μου./ Μόνο είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα/ δεν είναι μακριά σκέφτηκα./ Είναι κάπου που μπορείς να πας», γράφει. Την απόσταση όμως πραγματεύεται και το επόμενο, ονειρικό ποίημα που λαμβάνει χώρα σε ένα τρένο: το ποιητικό υποκείμενο μιλάει «διαρκώς με κάποιον άγνωστο ταξιδιώτη/ για όλα τα σπίτια που έζησ[ε], χωρίς να π[ει] λέξη./ […] Μιλούσ[ε] κι όπως μιλούσ[ε]/ είπ[ε] τα πάντα που δεν έχ[ει] ζήσει/ με κάθε λεπτομέρεια./ Όπως μιλούσ[ε], κάπου αλλού είχα[ν]ε γεννηθεί».

Αυτή η αίσθηση του είναι και του συγχρόνως δεν-είναι διαπερνά ολόκληρη τη συλλογή. Ο κόσμος γίνεται μια νεφελώδης κβαντική κατάσταση όπου όλα είναι δυνατό να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν ή και να συνυπάρξουν – ταυτόχρονα. Τα όρια ανάμεσα στα πράγματα θαμπώνουν και σβήνουν, κάθε εναλλακτική προβάλλει το ίδιο πιθανή: «Γύρισα από τη δουλειά σαν να γύρισα από δυο πολέμους/ έναν που κέρδισα κι άλλον έναν που έχασα/ κι από δυο ζωές, μια που έζησα και άλλη μια που δεν θα ζήσω ποτέ/ Γύρισα σπίτι με δυο εαυτούς». Το ποίημα «Πράσινο», πάλι, ξεκινά υποβλητικά: «Καθοδικός φωτισμός./ Μια συγγενής βαρύτητα με βουλιάζει/ στο βάθος του πράσινου τοίχου» για να κάνει κατόπιν αναφορά στα «πράσινα που υπάρχουν» και στα «πράσινα που δεν υπάρχουν» ώστε να καταλήξει: «αργά πρασινίζω κι εκτείνομαι/ απ’ αυτό που υπάρχει/ σε κείνο που δεν υπάρχει».

Κι ο έρωτας όμως είναι άλλη μια εικασία. Στο ποίημα «[Ορφικό]», διαβάζουμε: «Για να σ’ ερωτευτώ/ έγραψα ένα ποίημα μαύρο δάσος […] Μα να σε βρω ποτέ μου δεν κατάφερα/ με καταβρόχθισε τ΄ αχόρταγο το ποίημα./ Μέσα στον Άδη του ξανά το ίδιο ποίημα/ και ξανά να γράφω». Όμως και στο ποίημα «Γεννημένοι την ίδια μέρα», οι καταληκτικοί στίχοι είναι ενδεικτικοί: «Μια μια εκτρέπω τις αισθήσεις μου/ για να φτάσω εκεί που το άγνωστο δεν είναι άγνωστο/ Λέξη λέξη τον χτίζω τον εραστή/ που θα με πυροβολήσει». Τέλος, μια εικασία είναι και τα θαύματα. Στο ποίημα «Φλαμέγκο» γίνεται λόγος γι’ αυτά: «δίπλα σε γκρεμισμένα κάστρα/ στα ερείπια των πόλεων/ εκεί που σώπασε ο θόρυβος ζουν τα θαύματα/ Εκεί που οι ανάσες στέγνωσαν ζουν τα θαύματα».

Και μετά τις αφαιρέσεις και τις εικασίες, φτάνουμε στα ποιήματα «Του παρόντος», της επόμενης δηλαδή ενότητας. Είναι η ενότητα που έχει το εντονότερο πολιτικό πρόσημο. Από το πρώτο κιόλας ποίημα βλέπουμε να σύρεται μια γραμμή ανάμεσα στον κομμουνισμό που επιτρέπει, σύμφωνα με τα λόγια της ποιήτριας, «μία μόνο ιδιοκτησία/ στη δική μας λύπη» και τον καπιταλισμό που «αν το σκεφτείς/ ο καπιταλισμός/ είναι η λύπη των άλλων». Τα δύο επόμενα ποιήματα μιλούν για το δυστύχημα στα Τέμπη. Η ποιήτρια δεν μασάει τα λόγια της: «θέλω να γράψω/ κάτι φθαρτό και βρόμικο/ για συμβάσεις και μίζες/ για υπουργούς/ για εταιρικά στελέχη/ και κρατικές επιδοτήσεις/ για το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα». Το ποίημα κλείνει με ένα συγκλονιστικό τετράστιχο που δείχνει την ταύτιση όλων των Ελλήνων με τους συγγενείς των θυμάτων:

Αλλά θέλω να γράψω
κάτι πιο μοναχικό
της μοναξιάς των συγγενών των θυμάτων.

Πιο μοναχικό της μοναξιάς του πληθυντικού μας.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο θάνατος, η εγκατάλειψη, η λύπη και η μοναξιά είναι τα βασικά θέματα της ενότητας «Του παρόντος», θέματα που περιγράφουν ένα ατυχές παρόν βυθισμένο σε κάποιου είδους σκοτάδι.

Ακολουθεί η ενότητα με τις δεύτερες «Εικασίες», οι οποίες επανέρχονται στη θεματική του έρωτα. Αντιγράφω στίχους από ένα ποίημα που μου θύμισε τον Τάσο Λειβαδίτη: «οι άνθρωποι μυρίζουν τον πόλεμο/ κι ανοίγουν τότε όλες τις πόρτες τους στον έρωτα/ […] γιατί οι άνθρωποι/ -κι οι πιο συνετοί άνθρωπε, είπε- προτιμούν/ αυτόν που με τ’ όνομά τους θα τους φωνάξει/ προτού τους αφανίσει».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την ενότητα παρουσιάζει το ποίημα «[Εκ του μηδενός]», το οποίο είναι γραμμένο σε υψηλό ύφος, σαν εκείνο της Αγίας Γραφής: «και τότε ήταν η αρχή που ήταν πάντα αρχή/ κι έγινε πρωί κι έγινε βράδυ». Σε αυτό το ποίημα συναντάμε ξανά την έννοια του καμπυλωμένου χρόνου: η νύχτα, για παράδειγμα, γίνεται πάλι νύχτα αλλά και το αντίθετό της, ενώ συναντάμε και τα ρο, όχι του έρωτα όπως στον Ελύτη, αλλά του ονείρου. Το επόμενο ποίημα συγκρατεί ένα άλλο γράμμα, το «[Βήτα]»: «βήτα όπως το βήμα του κόσμου» και με αφορμή αυτό η ιστορία τίθεται σε αέναη κίνηση, ενώ τα βαγόνια περιέχουν απελπισμένους και τα βάσανα κατατρύχουν τον κόσμο, όμως πάντα έρχονται οι βάρκες της σωτηρίας, το βάθος έχει το δικό του βασίλειο, η προσδοκία τη δική της βιολογία και βήτα είναι «βλάστηση και βροχή». Αλλά και Βαγγελιώ, το όνομα με το οποίο φωνάζει την ποιήτρια κάποιος βόρειος άνεμος… Θυμίζω ότι είμαστε στην ενότητα «Εικασίες β’» και βλέπουμε ότι οι εικασίες ουσιαστικά παρεμβάλλονται ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, γεγονός που αποτελεί μια φιλοσοφική θέση της ποιήτριας απέναντι στο αίνιγμα της ύπαρξης.

Γιατί η επόμενη ενότητα επιγράφεται «Του μέλλοντος». Στο εναρκτήριο ποίημά της, που ξεκινά με μια τρυφερή εικόνα στη θάλασσα, μετασχηματίζει στη συνέχεια αυτή την τελευταία σε κάτι απειλητικό που «χωρά πολλά πτώματα» – η αναφορά είναι στους μετανάστες που χάνουν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαπλεύσουν το Αιγαίο, ενώ όσοι τα καταφέρνουν να φτάσουν στην πατρίδα μας, τους αρπάζουν σμήνη πουλιά και τους σώζουν «από τους μπάτσους και από μας», όπως λέει η ποιήτρια. Με τη θάλασσα καταγίνεται και το επόμενο ποίημα: στην αμμουδιά της φτάνει το κοριτσάκι με τα σπίρτα από το ομότιτλο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν· εκεί, μια κυματική φωνή της μιλά: «Άναψε όλα τα ποιήματα που μάζεψες στην ποδιά σου./ Ένα ένα, αργά ώσπου να κοιμίσεις τη θάλασσα». Αλλά και στο επόμενο ποίημα, που σχηματίζει ενότητα με αυτό, από τη θάλασσα σηκώνει τα μάτια της η γυναίκα που είναι το ποιητικό υποκείμενο για να αντικρίσει τις ανεμογεννήτριες κατά μήκος της κορυφογραμμής απέναντι. Την μπλε ομαλότητα αυτόχρημα αντικαθιστούν οι 120 κόκκινοι σταυροί τους – ένα νεκροταφείο. Έπονται ένα ποίημα για τα ερείπια του παρελθόντος που κατοικούν το μέλλον και μια σειρά τριών ποιημάτων με τίτλο «[Τα όνειρα]». Η ενότητα κλείνει με το ποίημα «[Το  νόημα των πραγμάτων]» και τους στίχους:

μια μεγάλη αθόρυβη καρδιά
ίδια για ένα και για άλλα σώματα
είναι αυτό που δεν υπάρχει

μέσα στο άδειο βάζο.

Η συλλογή της Ευαγγελίας έχει μια αλχημιστική επίδραση όχι μόνο στον χρόνο αλλά και στην ίδια την ύπαρξη, τα οποία μεταμορφώνει και μετασχηματίζει κατά βούληση. Τον κβαντικό όπως ήδη περιέγραψα χαρακτήρα της συλλογής υπογραμμίζει και το εναρκτήριο ποίημα της επόμενης ενότητας που επιγράφεται «Αέναη δυνατότητα». Το επίθετο «αέναη» εδώ παραπέμπει σε κάτι που υπερσκελίζει κάθε χρονικό ορισμό και περιορισμό, ουσιαστικά καταργεί τις χρονικότητες και τους χρονισμούς. Στο εναρκτήριο λοιπόν ποίημα διαβάζουμε τους στίχους:

Είμαι η απόφαση
δεν είμαι η απόφαση.
Είναι κάτι άλλο μετά.

Μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Με αυτούς τους στίχους, η ποιήτρια μιλά και για μια άλλη διάσταση του χρόνου: την υποκειμενικότητα. Ο χρόνος δεν κυλά μόνο αντικειμενικά, με βάση τα ρολόγια, τους δείκτες και τα ημερολόγια. Κυλά πρωτίστως υποκειμενικά, όπως νιώθεται. Προχωράμε στο ποίημα «[Της βροχής]» όπου διαβάζουμε: «Αν άκουγα τις σταγόνες της βροχής/ θα είχα κοιμηθεί./ Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά», όπως είναι και ο τίτλος της συλλογής, δηλαδή με πλήρη επίγνωση, μια επίγνωση παροντική που θα επιτρέψει ίσως στο ποιητικό υποκείμενο να συμφιλιωθεί με το παρόν και να προετοιμαστεί για το μέλλον. Μια επίγνωση ειδική που εξακολουθεί να αντιστρατεύεται την ομαλή ροή του χρόνου. Συνεχίζω την ανάγνωση: «Το τελευταίο υγρό μέσα μου πονάει σαν ανάμνηση που την αγγίζεις./ Τα σύννεφα έχουν κατέβει πολύ χαμηλά και κρύβουν τα κεφάλια των παιδιών μου./ Φοβάμαι μήπως τα πατήσω». Και εδώ βλέπουμε το άγχος της ύπαρξης, όπως κατακυριεύει τον άνθρωπο.

Τη συλλογή κλείνει το «Επιμύθιο», μια ενότητα δύο ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα είναι αυτοσαρκαστικό: «Ξέρω πως έγραψα ένα σπουδαίο ποίημα» ξεκινάει και περιγράφει το ρεύμα που φύσηξε από τις άκρες των δαχτύλων της, όταν ξεκίνησε να το γράφει, τις χιονονιφάδες που έβγαζε η ανάσα της, το λεπτό στρώμα χιόνι που σκέπασε τα σεντόνια, τους μικρούς παγοκρυστάλλους που κρεμάστηκαν στα βλέφαρά της στο τέλος της ανάγνωσης. Μα όταν κλήθηκε να το διαβάσει «σε μια μεγάλη αίθουσα που κλιματίζεται», ο κλιματισμός τη νίκησε κατά κράτος, όπως λέει – τίποτε από το ρεύμα που περιείχε το ποίημα δεν διασώθηκε. Το δεύτερο ποίημα του «Επιμυθίου» θα το παραθέσω ολόκληρο, πριν όμως το διαβάσετε, θέλω να εξηγήσω τον τελευταίο του στίχο, όπως τον κατάλαβα: το χρώμα που λείπει είμαστε εμείς που φεύγουμε από τη ζωή και χανόμαστε όπως οι σκιές – όλα τα υπόλοιπα χρώματα όμως μένουν και η ζωή συνεχίζεται. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας γλιστρούν στη λήθη – μετά τα εγγόνια μας θα είμαστε απλώς ένα όνομα σε ένα γενεαλογικό δέντρο, αν είμαστε κι αυτό. Δεν είμαστε τελικά παρά μια απαλή ριπή του ανέμου σε ένα σύμπαν που ολοένα διαστέλλεται, καταργώντας πρακτικά την έννοια του χρόνου:

Το τέλος είναι μια απροσδιόριστη λέξη
γιατί το τέλος έχει σχεδόν πάντα προηγηθεί
ή γιατί με ακολουθεί ή γιατί δεν υπάρχει

κι ας το καρφώνω σαν καρφί στην παλάμη μου

αν υπήρχε,
η παλάμη μου θα πονούσε σαν να μην ήταν τέλος
αν δεν πονούσε θα ήταν νεογέννητη
και το καρφί ο λώρος.
Το τέλος είναι τόσο κόκκινο όσο μπλε

και τόσο μαύρο όσο η απουσία μου.

Από το τέλος είμαι το χρώμα που λείπει.

Περισσοτερα αρθρα