Δύο συλλογές διηγημάτων γραμμένες με απόσταση τριάντα χρόνων, αλλά με τους ίδιους χαρακτήρες. Όλοι στην Σμύρνη. Στο πρώτο βιβλίο, «Χρυσός, Λιβάνι & Σμύρνη» (εκδ. Ίκαρος, α’ έκδοση: 2017, επανέκδοση: 2024), τους βρίσκουμε εκεί, εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή του ’22, με τους λιγοστούς χριστιανούς να σεργιανάνε ακόμα στο «Και» και τα ρωμαίικα σπίτια αγέρωχα να θυμίζουν την ιστορική όψη μιας προκυμαίας, συνώνυμης με τον ανθρώπινο πόνο και τον ξεριζωμό. Οι χαρακτήρες επιστρέφουν τριάντα χρόνια αργότερα στο «Είναι μια Θάλασσα» (εκδ. Ίκαρος, 2024), αναζητώντας ακόμα εκείνη την πρωταρχική θάλασσα – πατρίδα που αγκαλιάζει και παρηγορεί, ενώ τα πράγματα αλλάζουν άρδην.
Από την αρχή της ανάγνωσης, τα μάτια, η ψυχή και το μυαλό του αναγνώστη, κατακλύζονται από θάλασσα. Γιατί, στα διηγήματα και των δυο συλλογών η θάλασσα είναι πανταχού παρούσα. Τη βλέπεις, τη μυρίζεις, αισθάνεσαι την αρμύρα της πάνω στο δέρμα σου, σε συνεπαίρνει στα κύματα και στη νηνεμία της, στις εναλλαγές των χρωμάτων και της υφής της. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε θάλασσα στη γη, αλλά για το Αιγαίο Πέλαγος εκεί, στα πολύπαθα τουρκικά παράλια της Σμύρνης. Η κοινή μας θάλασσα που φέρει εντός της τον πόνο και την απελπισία του ξεριζωμού των Ρωμιών κατοίκων της από το 1922, μαζί με τους πρότερους φωτεινούς καιρούς της άνθησης της αγαπημένης πόλης.
Οι ήρωες των διηγημάτων της Ιφιγένειας, οι ίδιοι και στα δυο βιβλία, δεν βρίσκονται στα χρόνια του ξεριζωμού, αλλά βιώνουν την Σμύρνη από το 1990 και μετά με καταγωγή από εκεί ή και όχι. Παρακολουθώντας τις αλλαγές στη ζωή τους, τις αναζητήσεις και τις αγωνίες τους, συγκινούν και επαναφέρουν μνήμες είτε από τις αφηγήσεις των δικών μας προσφύγων είτε από ιστορικά ή λογοτεχνικά βιβλία. Γιατί η λογοτεχνία είναι το αντίδοτο της λήθης.
Η συγγραφέας, έχοντας ζήσει στη Σμύρνη για κάποια χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του 1990, απορρόφησε τον χαρακτήρα και τις ριζικές αλλαγές του τόπου, δίχως στιγμή να ξεχνά τα γεγονότα που ισοπέδωσαν το αλλοτινό της πρόσωπο. Πλέκει τις ιστορίες της με καμβά το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης, με τις μνήμες και τα τραύματα από το ’22 να εμπλέκονται διαρκώς και να επηρεάζουν το σήμερα. Οι ιδιωτικές ιστορίες απλών ανθρώπων παρασύρονται από τη δίνη της Ιστορίας και το πέρασμα του Χρόνου και προχωράνε στο μέλλον. Το ίδιο και η Σμύρνη που δεν θυμίζει πλέον σε τίποτε την Σμύρνη του παρελθόντος. Μόνον η θάλασσα παραμένει ατόφια από τα γυρίσματα των καιρών.
Ο Φοίβος, όταν επιστρέφει εκεί μετά από απουσία τριάντα χρόνων, διαπιστώνει : «Η προκυμαία της απόγνωσης και της προσφυγιάς δεν υπήρχε πια. Ο χωροταξικός νεωτερισμός των Τούρκων θέλησε να σβήσει από τη συνείδηση των κατοίκων την ιστορική μνήμη της πόλης».
Στο «Χρυσός, Λιβάνι & Σμύρνη» βρίσκουμε ακόμη στην πόλη κτίρια και ανθρώπους που μαρτυρούν την ιστορία της. Στο «Είναι μια θάλασσα», όμως, ενώ συναντάμε τους ήρωες από το πρώτο βιβλίο, η ίδια η Σμύρνη έχει πλέον μεταμορφωθεί εντελώς από το πέρασμα του Χρόνου, τις πολιτικές σκοπιμότητες και την λαίλαπα του τουρισμού.
Τα διηγήματα, προσεγγίζουν τις ιστορίες των ηρώων τους αλλά και την Ιστορία με τρυφερότητα και ενσυναίσθηση, σε μια προσπάθεια ν’ αρθρωθεί το παρελθόν εκ νέου, με το αγωνιώδες ερώτημα αν εντέλει σώζεται όλο αυτό το παρελθόν που μάθαμε από τους προγόνους μας ή χάνεται οριστικά με τον θάνατο της γενιάς τους, περνώντας ως καταγραφή και μόνο στα ιστορικά βιβλία;
Αλήθεια μένει κάτι ή ο Χρόνος τα ισοπεδώνει όλα;
Η Ιωάννα, η Έλσα, η Ευτυχία, ο Μιχαήλ Άγγελος, η Συμπέλ, η Πολίτισσα, η Ιφιγένεια της Εφέσου και ο Φοίβος της Σμύρνης των βιβλίων της Θεοδώρου, ενώνονται με τα αόρατα νήματα των αναμνήσεων από την Σμύρνη όπου βρέθηκαν να ζήσουν ή και κατάγονται. Οι ζωές, κάποιων από αυτούς μπλέκονται η μια με την άλλη, απομακρύνονται και ενώνονται ξανά. Η Σμύρνη είναι πάντα μέσα τους, ό,τι κι αν κάνουν όπου κι αν βρεθούν. Την κρατάει ζωντανή η θάλασσα, μάρτυρας στο διηνεκές των δινών μα και των όμορφων στιγμών τους.
Η Ιφιγένεια Θεοδώρου παρά τη γλαφυρή, αέρινη γραφή της, κοιτάζει κατάματα τα πράγματα και αντιστέκεται. Εμμένει να χτίζει μέλλον, πατώντας στα ατελείωτα Ηλύσια Πεδία του παρελθόντος. Προχωράει αποφασιστικά συμπεριλαμβάνοντας τα τραύματα της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης.
«Τα μαλλιά της μύριζαν θάλασσα. Πρόλαβα και της ψιθύρισα: «Θα μείνω εγώ… να ακούω τις ψυχές τους». Μου φάνηκε ότι ένιωσε ανακούφιση».