…Τι μπορεί να κάνει κανείς, σκέφτεται, τίποτε απολύτως.
Η απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης είναι αναπόφευκτο κομμάτι του γήρατος, κι αν τυχόν δεν ξεχνάς να ανεβάσεις το φερμουάρ σου, τότε ίσως γυρίζεις όλο το σπίτι ψάχνοντας για τα γυαλιά σου ενώ τα κρατάς στο χέρι σου ή κατεβαίνεις στο ισόγειο για να κάνεις μια δυο δουλίτσες, να πάρεις ένα βιβλίο από το καθιστικό και να βάλεις να πιεις ένα ποτήρι χυμό στην κουζίνα κι ύστερα γυρνάς στον επάνω όροφο με το βιβλίο αλλά όχι με το χυμό ή με το χυμό αλλά όχι με το βιβλίο ή αλλιώς με κανένα από τα δύο, επειδή ένα τρίτο πράγμα στο ισόγειο σου απέσπασε την προσοχή και ανέβηκες πάλι επάνω με άδεια χέρια, έχοντας ξεχάσει γιατί κατέβηκες αρχικά στο ισόγειο. Οχι ότι δεν έκανε τέτοιου είδους πράγματα όταν ήταν νέος ή ότι δεν ξεχνούσε το όνομα της τάδε ηθοποιού ή του δείνα συγγραφέα ή ότι δεν σβηνόταν τελείως από τη μνήμη του το όνομα του υπουργού Εμπορίου, αλλά, όσο περισσότερο μεγαλώνεις, τόσο πιο συχνά σου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, και, όταν αρχίσουν να σου συμβαίνουν τόσο συχνά, ώστε μετά βίας ξέρεις πού βρίσκεσαι πλέον και δεν μπορείς πια να παρακολουθείς τις κινήσεις σου στο παρόν, τότε είσαι χαμένος, ζωντανός ακόμη, αλλά χαμένος. Κάποτε το έλεγαν μαλάκυνση. Τώρα ο όρος είναι άνοια, μα με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ο Μπαουμγκάρτνερ γνωρίζει ότι, έστω κι αν πρόκειται να καταλήξει εκεί, εξακολουθεί να έχει πολύ δρόμο μπροστά του…
Paul Auster
από το βιβλίο του Μπαουμγκάρτνερ
εκδ. Μεταίχμιο, 2024
μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη

