
Ποιο το κόστος για τον επιζώντα μιας τραγωδίας; Μπορούν το πέρασμα του χρόνου και η ρουτίνα της καθημερινότητας να λειάνουν τις βαθιές πληγές ή ακόμη και να τις επουλώσουν; Και εντέλει, πώς ζει ο επιζών;
Δεν θ’ αργήσω τιτλοφορείται το τελευταίο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2024 από τις εκδόσεις Πόλις, στο οποίο η συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα του τραύματος ενός επιζώντος από την ποδοσφαιρική τραγωδία στο στάδιο Χίλσμπορο του Σέφιλντ στην Μεγάλη Βρετανία, το 1989, είκοσι χρόνια μετά το συμβάν που είχε συγκλονίσει την χώρα. Η Πέτσα με το μυθιστόρημά της φέρνει στο φως τις συνέπειες που έχουν υποστεί εκείνοι που λόγω κάποιων συγκυριών βγήκαν ζωντανοί από μια ιδιάζουσα και εκτεταμένη τραγωδία και τους οποίους εμείς οι από έξω, συχνά, αντιμετωπίζουμε ως τυχερούς. Το μυθιστόρημα μας ωθεί να αναρωτηθούμε εάν όντως η ροή της ζωής με τις καθημερινές απαιτήσεις της, μαζί με το κύλισμα του χρόνου, μπορούν να επιφέρουν τελικά την ίαση; Μας βάζει στη διαδικασία να κοιτάξουμε κατάματα τις πιθανές σκληρές ψυχικές συνέπειες που μπορεί να κατατρώνε σαν βουβό σαράκι τον επιζώντα, ενώ όλοι εμείς οι υπόλοιποι αποφεύγουμε ή και έχουμε ξεχάσει πλέον την τραγωδία.
«Θέλω να θυμάμαι, και ξεχνάω, θέλω να ξεχνάω, και θυμάμαι, δεν θέλω ούτε να ξεχνάω ούτε να θυμάμαι, δεν θέλω τίποτα. Δεν μπορώ τίποτα. Δεν έχω πια δυνάμεις…»
Η αφήγηση της ιστορίας είναι χαμηλόφωνη, χωρίς δραματικές εξάρσεις και επίθετα με συναισθηματική επιβολή. Εντούτοις, με την πρώτη κιόλας πρόταση «Δεν θ’ αργήσω», ο αναγνώστης μπαίνει σε θέση αναμονής προτού ανακαλύψει τι έρπει κάτω από τις περιγραφές της οικογενειακής και εργασιακής καθημερινότητας του αφηγητή. Ο αποστασιοποιημένος τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στη ζωή του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του περνάει έντονο το συναίσθημα πως περισσότερο την βλέπει παρά την ζει. Μοιάζει να κινείται μηχανικά, να κοπιάζει να συμπεριλάβει τον εαυτό του στο ίδιο το ιδιωτικό του κάδρο. Δείχνει παραιτημένος, ουσιαστικά αδιάφορος και ως προς την δουλειά του ακόμη, ένα μαγαζί με φωτογραφικά υλικά που το άνοιξε με πρωτοβουλία και στήριξη της γυναίκας του και το οποίο φθίνει, όπως και ο ίδιος, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια να αναχαιτίσει τη φθορά.
Στην εξέλιξη της ιστορίας, που μοιάζει να μην εξελίσσεται, σταδιακά προστίθενται και τα φιλικά πρόσωπα του περιβάλλοντος του αφηγητή χωρίς όνομα, τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται από την εποχή της ποδοσφαιρικής τραγωδίας και πριν από αυτήν. Όλοι φαίνεται ότι από τότε και μετά έχουν προσπαθήσει να συγκροτήσουν τη ζωή τους σε νέα βάση και μοιάζει να τα έχουν καταφέρει. Όμως:
«… Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σε ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατέτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. «Another me» γι’ αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα…»
Η συγγραφέας πλέκει στιβαρά την πλοκή της με βάσει τα ιστορικά στοιχεία της τραγωδίας, αλλά και γνωρίζοντας εξίσου καλά τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες της Μεγάλης Βρετανίας όπου εξελίσσεται. Κινείται με άνεση μέσα σε αυτά και πείθει για τα όσα λέει. Γυρίζει σε μνήμες και σκηνές του παρελθόντος, επανέρχεται στο παρόν, εμφανίζει το αόρατο νήμα σύνδεσης με το σήμερα του τίποτα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνεπικουρεί στην αμεσότητα της μετάδοσης, με το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος όπου ο αφηγητής απευθύνεται πλέον στον χαμένο του φίλο, να αποκαλύπτει το εύρος της συναισθηματικής οδύνης και του ανοιχτού τραύματος.
Εκείνη την ανοιξιάτικη λαμπερή μέρα της 15ης Απριλίου 1989 που το στάδιο Χίλσμπορο άνοιγε τις πύλες του για να υποδεχτεί τους οπαδούς της Λίβερπουλ και της Νότινγχαμ Φόρεστ για τον ημιτελικό του κυπέλλου Αγγλίας, τίποτε δεν προμήνυε τα όσα θα επακολουθούσαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο αφηγητής με τα φιλαράκια του, παθιασμένοι οπαδοί και ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές και οι ίδιοι. Εκείνο το ματς όμως, γρήγορα μετατράπηκε σε ραντεβού θανάτου για 96 φιλάθλους, ενώ άλλοι 740 ήταν τραυματίες. Είκοσι χρόνια μετά ο αφηγητής – επιζών δεν έχει ξεχάσει το παραμικρό από εκείνη τη ζοφερή μέρα, ούτε βέβαια και τους στοίχους από το τραγούδι του Πήτερ Γκάμπριελ Solsbury Hill που τότε τους ενέπνεε και που αναφέρεται συχνά στο βιβλίο, εντείνοντας το δράμα με διακριτική ευαισθησία.
Η μνήμη που κουβαλάει αργά και σταθερά τον διαλύει.
Στο Δεν θ’ αργήσω η Βασιλική Πέτσα επιτυγχάνει σελίδα στη σελίδα να αναδείξει το διαρκές μαρτύριο που μπορεί να περνούν σιωπηλά όσοι βίωσαν μια τραγωδία και πώς ουσιαστικά είναι και αυτοί θύματα όπως και οι νεκροί.
Ένα μυθιστόρημα που εμμέσως πλην σαφώς, υπενθυμίζει αντίστοιχες τραγωδίες και τις τυχόν αντίστοιχες βουβές παράπλευρες παρενέργειες και στη χώρα μας. Ένα μυθιστόρημα βαθιάς ευαισθητοποίησης.
I’ve come to take you home, όπου κι αν αυτό είναι.
* Στο μυθιστόρημα, αναφέρονται συχνά στοίχοι από το τραγούδι του Πήτερ Γκάμπριελ Solsbury Hill, το οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε στο YouTube: