«Γεμάτο πεντακάθαρη ποίηση»
(«Διάθλαση», σ. 29)

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του με τίτλο, «δεκαεννιά ΒΙΝΙΕΤΕΣ για τη ΓΛΩΣΣΑ και τη ΣΙΩΠΗ», ένα καλαίσθητο βιβλίο των εκδόσεων ΑΩ, (2024, ISBN: 9786185845254), καταβυθίζεται στη γλώσσα ως κώδικα επικοινωνίας και εργαλείο έκφρασης, ποιητικής δημιουργίας, κατανόησης του κόσμου και αυτογνωσίας εστιάζοντας από τη μια στο λόγο και τις λέξεις και από την άλλη στη σιωπή, την οποία φαίνεται να προσλαμβάνει όχι μόνο ως εν δυνάμει γλώσσα αλλά και ως αναπόσπαστο στοιχείο της, κυρίως δε ως πηγή που την ενέχει αλλά και την υποδέχεται μετά την τελική σίγαση. Άλλωστε στη σιωπή ενυπάρχει μαζί με το άρρητο, το άφατο, τη γαλήνη και το γενεσιουργό τίποτα, ο λόγος πριν τον λόγο, οι προενοιολογικές έννοιες, ο εσωτερικός λόγος αλλά και η γλώσσα του σώματος και των νευμάτων.
Ο τίτλος δίνει το στίγμα της συλλογής, καθώς ο ποιητής επιχειρεί να ορίσει και να αποδώσει τις έννοιες, τους στοχασμούς και τις θεάσεις του μέσα από λεπτεπίλεπτα τεχνουργημένες εικαστικές αναπαραστάσεις, χρησιμοποιώντας παράλληλα τη λέξη “βινιέτα” και με την έννοια του κάδρου.
Η συλλογή αποτελείται συνολικά από 19 βινιέτες των οποίων η λατινική αρίθμηση από το I ως το XIX συνοδεύει τον τίτλο της καθεμιάς και είναι χωρισμένη σε δύο ενότητες. Στην πρώτη με τίτλο: «Η γλώσσα και οι λέξεις» αποτελούμενη από δέκα επτά βινιέτες, λες και επιλέγει συνειρμικά κάποιες λέξεις για να μιλήσει γι’ αυτές και ορίζοντάς τες να εκφράσει μέσω αυτών την έννοια και το πεδίο της γλώσσας.
Στη δεύτερη με τίτλο «Η γλώσσα κι η σιωπή» με τη βινιέτα «Η γλώσσα» αποτελούμενη από σύνθεση εννιά αποσπασμάτων πραγματεύεται τις δυο έννοιες τη λειτουργικότητα και τις αλληλεπιδράσεις τους, ενώ με τη βινιέτα « Η σιωπή» σκιαγραφεί μεταφορικά τη σιωπή παρομοιάζοντάς την με διεργασίες πριν και μετά τη ζωή και την ερωτική εμπειρία και ταυτίζοντάς την με τη σίγαση μετά την έλευση του θανάτου.
Στην πρώτη βινιέτα της συλλογής με τίτλο «Λεξικό» ο ποιητής ανιχνεύει και πραγματεύεται ποιητικό τω τρόπω την έννοια και τη λειτουργία της “λέξης”, όπου διατυπώνει σαν αφορισμό την παραδοχή πως «ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που ορίζουν, οι ίδιες λέξεις αναιρούνˑ», μιλά για τα δάκρυα που διηθούνται στη λέμφο και τα νεφρά του ποιήματος στη γέννηση των λέξεων. Εκφράζει το ψυχικό τίμημα που ενέχει η ποιητική γραφή, λέγοντας πως οι λέξεις που έγραψε διακρίνονται από το αίμα τους και οι λέξεις που πίνει από τους ατμούς τους, μιλά για την ποίηση του βρεφικού ψευδίσματος, αποκαλεί τις λέξεις «πορθμεία ρευστών, αντηχήσεις της ύπαρξης και μηχανολογικές μελέτες ηλεκτροδότησης συσκευών ελέγχου. Φθορά· μα και πλακούντες και έξυπνα βλαστοκύτταρα». Αξίζει να παρατεθεί ολόκληρη η 1η βινιέτα καθώς αποτελεί μια μικρή ποιητική πραγματεία της λέξης:
Ιere vignette ΛΕΞΙΚΟ
«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που ορίζουν, οι ίδιες λέξεις αναιρούνˑ κι είναι το
νόημα μια μεταβατική διάσταση που περιέχει το ένα και το
τρία ακέραια και συμμιγή. Κι είναι το νόημα μια σπουδή από
τουλίπες σε κρυσταλλικό ανθόχωμα.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ όταν σχίζονται γεννούν τσουκνίδες, υδράγκαθα και
ρόζους χιονιού. Κι από τις γέννες αυτές όλα τα δάκρυα διηθού-
νται στη λέμφο ενός ποιήματος και στους νεφρούς του»
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που έγραψα κι οι λέξεις που πίνω, διακρίνονται· οι μεν απ’ το αίμα τους, οι δε από τους ατμούς. Και των βρεφών το ψεύδισμα αυτό είναι: ένα αιμορραγικό μεθύσι με γάλα μητρικό. Και κάθε γουλιά είναι ένα ακόμα ποίημα.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ υπήρξαν: πορθμεία ρευστών, αντηχήσεις της ύπαρξης και μηχανολογικές μελέτες ηλεκτροδότησης συσκευών ελέγχου. Φθορά· μα και πλακούντες και έξυπνα βλαστοκύτταρα και κάποιες νύχτες ιν βίτρο συνεύρεσης με βουλγαρικά αυγά. (Κι ένα σκυλάδικο δίχως σκύλους γεμάτο λεμόνια, και χλωρίνη σπέρματος.)
(«Λεξικό» σ. 11).
Πρόκειται για πυκνή πεζόμορφη ποιητική γραφή, άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη, που χαρακτηρίζεται από αφαιρετικό και υπαινικτικό λόγο, ρυθμό και μελωδικότητα, πρωτότυπες μεταφορές και πλούσιο διακείμενο, όπου ο ποιητής μέσα από “παράδοξους” συγκερασμούς καθημερινών λέξεων, επιστημονικών όρων και νεολογισμών συνθέτει τις ευφάνταστες και εύηχες μεταφορές του και αρθρώνει υπαρξιακό στοχασμό αγγίζοντας την νοητική και συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη. Οι λέξεις του ποιητή προκαλούν ξάφνιασμα και συγκίνηση. Φέρνουν στο νου αυτό που είπε ο Μπόρχες: «Ξέρω σίγουρα ότι νιώθουμε την ομορφιά ενός ποιήματος πριν καν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το νόημά του»[1].
Ο ποιητής με τις βινιέτες του, μιλώντας για τη γλώσσα και τη σιωπή, αναφερόμενος στην μνήμη, στην αρετή του χρόνου και των χρωμάτων, και όχι μόνο, στην ουσία πραγματεύεται τα ανθρώπινα, μιλά για την υπαρξιακή αγωνία, για τη ζωή και το θάνατο. Όπως πχ στο ακόλουθο απόσπασμα όπου ακυρώνει ψευδαισθήσεις και άμυνες που γεννούν το άγχος θανάτου και η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης:
«Δεν γλυκαίνει ο θάνατος κι ας
τον σιροπιάζουμε. Αφήστε τη ζάχαρη στην άκρη.»
(«Φαρμακολογία», σ. 21).
Παράλληλα, στη «Διάθλαση» τελειώνει με την προσδοκία του φωτός παραπέμποντας στην αναζήτηση πραγμάτωσης και είσπραξης νοήματος στην ομορφιά και τη λάμψη, μπρος στο πεπερασμένο της ύπαρξης:
«Λέω, οι ζωές μας είναι φλόγες που ριγούν καθώς φυσάει ετού-
τος ο αέρας, κι αυτές οι φλόγες είναι πουλιά, ζεστά κορμιά και
τόξα τεντωμένα. Φτάνει η ανάσα τους να βρει τη διάθλαση
του νερού, των πάγων, των νεφών και της αντάρας. Φτάνει
η ζωή μας να προκύπτει από το φως που ελευθερώνουμε.»
(«Διάθλαση», σ. 30).
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Λουκόπουλος με τις «δεκαεννιά ΒΙΝΙΕΤΣ για τη ΓΛΩΣΣΑ και τη ΣΙΩΠΗ» καταδεικνύει τη σημαντικότητα της χρήσης του ποιητικού λόγου ως καταφυγή και αντίσταση στην υπαρξιακή αγωνία, αναδεικνύοντας τη δημιουργία των λέξεων μέσα από τη σιωπή που προϋπάρχει, ενέχει τον λόγο και έπεται αυτού. Πρόκειται για βαθιά υπαρξιακή και στοχαστική ποίηση που προάγει τον λόγο εγείροντας τη συγκίνηση και τον ανστοχασμό του αναγνώστη.
[1] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου, μετάφραση: Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σ. 107.


