“Δευτέρα παρουσία” της Τζούλιας Γκανάσου
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου
Τζούλια Γκανάσου

Τόπος του μυθιστορήματος μια πόλη που βομβαρδίζεται. Μια σύγχρονη πόλη. Η Όλγα και η Άννα, γιαγιά και εγγονή, πιθανότατα οι μόνες επιζήσασες από την οικογένειά τους, καθισμένες στο ρημαγμένο σαλόνι βιώνουν το ανελέητο σφυροκόπημα των βομβαρδισμών που, πλέον, τις κυκλώνει απειλητικά. Το σπίτι δεν αποτελεί πια καταφύγιο, αλλά τον επικείμενο τάφο τους.

Η έφηβη, ανήλικη ακόμη, Άννα πιέζει ασφυκτικά την γιαγιά της, που δεν κινεί πλέον τα πόδια της, να φύγουν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθούν. Μην διαθέτοντας άλλο τρόπο μεταφοράς της Όλγας, η Άννα ανεβάζει στη ράχη της τη γιαγιά της που τυλίγει τα «χέρια-ζυμάρια-απαλούς κισσούς» γύρω από το λαιμό της εγγονής της και έτσι, ως ένα διττό σώμα (παλιό και νέο ένα) αποτολμούν την έξοδό τους στους δρόμους της πόλης όπου ο πόλεμος έχει ήδη ισοπεδώσει με τον πλέον φρικιαστικό τρόπο τις άψυχες υποδομές, ενώ παράλληλα οι κάτοικοί της έχουν εξαχρειωθεί. Το διττό σώμα έρχεται άμεσα αντιμέτωπο με τον παραλογισμό, τον εκτροχιασμό των ενστίκτων με την κάθε λογής απρόβλεπτη συμπεριφορά που προκαλεί ο πόλεμος, συνειδητοποιώντας πως τίποτε το «πολιτισμένο» δεν δύναται να υφίσταται στη δίνη του. Στην πορεία για την σωτηρία, γιαγιά και εγγονή θα πρέπει να ξεπεράσουν εμπόδια πέρα από κάθε φαντασία και κυρίως τους ίδιους τους εαυτούς τους που θα δοκιμαστούν σε όλα τα επίπεδα, με άγνωστο εάν σε αυτή την τιτάνια προσπάθεια θα καταφέρουν να κρατήσουν την ανθρωπιά τους.

Από την πρώτη σελίδα της Δευτέρας παρουσίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2024), η συγγραφέας Τζούλια Γκανάσου, βουτάει τον αναγνώστη στο σκηνικό του πολέμου με εναργή τρόπο. Βλέπουμε τις καταστροφές από τους βομβαρδισμούς, περπατάμε μέσα στα ερείπια και τη σκόνη των κτιρίων που καταρρέουν, μυρίζουμε το αίμα και τον θάνατο σε κάθε βήμα, ερχόμενοι πρόσωπο με πρόσωπο με τη βία που ξεσπάει μαζικά και προέρχεται από την απόγνωση που προκαλούν οι συνθήκες του πολέμου. Βιώνουμε την αγωνία της Άννας και της Όλγας να επιβιώσουν.

Η Γκανάσου, σύμφωνα με όσα αναφέρει πριν ακόμη από την αρχή του μυθιστορήματος, χρησιμοποιεί πραγματικά γεγονότα από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους βομβαρδισμούς κατοικημένων πόλεων στη Λωρίδα της Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη, για να στήσει την μυθοπλασία της που μας καθιστά αναπολόγητους για τα όσα συμβαίνουν σε κάθε σύγχρονο πόλεμο, τοποθετώντας τα χέρια μας επί των τύπων των ήλων.

Η πλοκή, η οποία εκτυλίσσεται σε τρία μέρη, στο δεύτερο μέρος φέρνει στο προσκήνιο το μείζον θέμα της εκμετάλλευσης του φόβου και της απογύμνωσης των ανθρώπων από καθετί σταθερό από στυγνούς επιχειρηματίες που δεν διστάζουν να τους χρησιμοποιούν ως πράγματα με στόχο τον πλουτισμό τους. Εδώ, βάσει πραγματικών στοιχείων που παρατίθενται στο βιβλίο, το διττό σώμα, η Άννα και η Όλγα, θα εισχωρήσουν στο προστατευμένο από τον πόλεμο περιβάλλον μιας εταιρίας Παρένθετων Μητέρων που ευδοκιμεί ανεμπόδιστη μέσα στη συνθήκη του πολέμου. Οι γυναίκες είναι απλά και μόνο σώματα αναπαραγωγής αλλά και πειραμάτων, προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι παραγγελίες βρεφών από το εξωτερικό. Ζούνε κατ’ ουσίαν ως κατάδικες με μόνη παροχή την επιβίωση από τον πόλεμο που μαίνεται στη χώρα τους. Ποικίλοι οι προβληματισμοί που προκύπτουν από αυτή τη συνθήκη: ηθικοί, ανθρωπιστικοί αλλά και ανησυχητικοί ως προς τις δυνατότητες που δύναται να προσφέρει η εξέλιξη της ιατρικής, μια και στα χέρια των ανθρώπων μπορεί να μετατραπεί σε όπλο επιβολής και επιβουλής, στην περίπτωση δε αυτή κατά των γυναικών και της ίδιας της δημιουργίας νέας ζωής.

Η Γκανάσου, παρ’ όλο που πλέκει ένα πιστευτό δυστοπικό περιβάλλον, με γλώσσα δομημένη και χειριζόμενη προς εξυπηρέτηση της αφήγησής της, επιτρέπει να υποφώσκουν στα γραφόμενά της και οι τρυφερές και λεπτές συνιστώσες που ενυπάρχουν στο ανθρώπινο είδος. Κρατάει μια φλόγα αναμμένη.

Αυτή η αισιόδοξη πλευρά μέσα στον ζόφο και τον άκρατο κυνισμό της πραγματικότητας του βιβλίου αναδεικνύεται σαφώς στο τρίτο μέρος του, κατά την δύσβατη πορεία της απόπειρας εξόδου κάποιων γυναικών της εταιρίας,  μαζί με το διττό σώμα. Εκεί, οι γυναίκες που χρησιμοποιούνταν ως αναπαραγωγικές μηχανές της ζωής θα επιχειρήσουν, με όποιο κόστος, να διεκδικήσουν εκ νέου τη ζωή τους σε μια άλλη χώρα «που δεν θα σε διώχνει, σε μια άλλη χώρα που δεν θα σε πληγώνει».

Το Δευτέρα Παρουσία (διττό και το νόημα του τίτλου: η επέλαση του Αρμαγεδδόνα και η αναγέννηση από τα ερείπια) εγείρει τα καυτά ζητήματα του πολέμου, της σύγχρονης εκμετάλλευσςη των γυναικών, αλλά και της εξαχρείωσης του ανθρώπου, ταυτόχρονα με την εγγενή δυναμική της ζωής να αντιστέκεται και να δοκιμάζει ξανά και ξανά την διέξοδο προς την ελπίδα, με όπλο την ισχύ εν τη ενώσει.

Περισσοτερα αρθρα