Χαρτογράφηση (εκδ. Θράκα, 2024) επιγράφεται η πρώτη εμφάνιση στην ποίηση της Γεωργίας Τσουκαλοχωρίτη, με την ίδια να ιχνηλατεί, να καταγράφει και να ερμηνεύει σημεία της μέχρι τώρα πορείας της στη ζωή με σαφείς αναφορές στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που τη γαλούχησε. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα είκοσι ποιήματα της συλλογής – κατανεμημένα σε τέσσερις διακριτές ενότητες που φέρουν η καθεμιά ως τίτλο ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – συνέχει το προσωπικό βίωμα συνυφασμένο όμως πάντοτε με τον χώρο στον οποίο συντελέστηκε. Ο χώρος αυτός είναι, πρωτίστως, η οικογένεια και η μικρή κοινωνία της επαρχίας, καθώς εκεί η ποιήτρια πέρασε, όπως φαίνεται, τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Στο πλαίσιο του χωριού ανδρώθηκε (το ρήμα δεν είναι τυχαίο καθώς είναι εμφανής στην ποίησή της ο τρόπος με τον οποίο παγιώνονται οι σχέσεις ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες) και υπό το πρίσμα αυτού βλέπει τον κόσμο, τώρα πια από μια χρονική και συναισθηματικά ψύχραιμη απόσταση. Αν θέλουμε να δούμε από κοντά τα βασικά συστατικά στοιχεία του ποιητικού της λόγου θα δώσουμε αναγκαστικά ιδιαίτερη προσοχή αφενός στις έννοιες του σώματος και του τραύματος και αφετέρου στην καταλυτική παρουσία του χρόνου ως μηχανισμού που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, τη μνήμη με τη λήθη. Θα φωτίσουμε ορισμένα σημεία της ποιητικής της Τσουκαλοχωρίτη, ώστε να καταστούν οι παραπάνω διαπιστώσεις περισσότερο εύληπτες.
Αρχικά, το ποιητικό υποκείμενο έμφυτα γέρνει προς το φως σε μια προσπάθεια απεγκλωβισμού και ανεξαρτητοποίησης απέναντι σε ό,τι το κρατά δέσμιο και με το βλέμμα, συγχρόνως, στραμμένο στην αρχή, στην παιδική ηλικία, στις ρίζες. Παρόλο που δηλώνει ότι έχει ξεχάσει ή ότι δε θυμάται πια, φαίνεται μέσα από τις εκφραστικές επιλογές που υιοθετεί να διατηρεί τη μνήμη ως κόρη οφθαλμού, προκειμένου να μπορέσει να την υπερβεί και να ξεφύγει απ’ αυτήν. Ο ποιητικός λόγος επανέρχεται συχνά στην έννοια της κληρονομικότητας επιχειρώντας να χαρτογραφήσει το σώμα αλλά και να δείξει τις συνθήκες, τους όρους με τους οποίους διαμορφώθηκε αυτή η συγκεκριμένη κληρονομικότητα, η οποία στην περίπτωση του ποιητικού υποκειμένου αφορά σε κακώσεις της σπονδυλικής στήλης. Απόλυτα ενδεικτικό το ποίημα «Κακώσεις της παιδικής ηλικίας» (σ. 10):
Η ράχη της
μαμάς είναι ο χάρτης του
χωραφιού μας. Για κάθε
πέτρα που της έλεγε ο παππούς να
μετακινήσει όταν ήταν έξι, ένας
σπόνδυλός της άλλαζε θέση. Ελιόδεντρα
φύτρωσαν στα κόκκαλά της, αγριόχορτα
πύκνωσαν γύρω από τους μύες της. Όταν
κάποτε κολυμπούσα στη μήτρα, φύτρωσαν
αγριόχορτα πάνω μου – κι ας προσπάθησε να
με κρύψει.
Τώρα
η ρίζα του νεύρου της εξασθενεί.
Η ρίζα της ελιάς δυναμώνει.
Εγώ μαθαίνω να ξεχορταριάζω.
Κι ο παππούς
κοιτάζοντας το χωράφι
τη ρωτάει πώς τη λένε.
Η ποιήτρια μιλά για εκείνες τις πρώτες πληγές που άνοιξαν σε μια τρυφερή ηλικία, ακόμα όμως χαίνουν. Πληγές που σχημάτισαν η απώλεια και η αντιμετώπισή της από την οικογένεια και οι παραδοσιακές-εθιμοτυπικές πρακτικές, οι δοξασίες ή και οι προκαταλήψεις ακόμα, που διαπερνούν την αντίληψη των κατοίκων μιας επαρχιακής πόλης, ενός μικρού χωριού. Η ποιήτρια, εν ολίγοις, συζητά το πώς συγκεκριμένα βιώματα φαντάζουν στα μάτια ενός μικρού παιδιού και πώς αυτά διαπλάθουν την ιδιοσυγκρασία του. Έτσι, συγκροτεί μια δική της καμουφλαρισμένη σημειολογία με αναφορές σε αλλοτινούς καιρούς, σε πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, σε γεγονότα του παρελθόντος. Όταν ο ποιητικός λόγος απεκδύεται αυτής της σημειολογίας, συνήθως προς την ολοκλήρωση – κορύφωση του ποιήματος, τότε είναι που η γύμνια του (τόσο του λόγου όσο και του περιεχομένου του) φανερώνει την αλήθεια.
Η ποιήτρια χώνει τα χέρια της στο χώμα, σκάβει, προκειμένου να βρει την αλήθεια, προκειμένου να βρει τη γενεσιουργό αιτία πίσω από κάθε σύμπτωμα, πληγή και πόνο που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Και η αιτία αυτή δεν είναι μονάχα θέμα γονιδιακό αλλά κατά βάση θέμα κοινωνικό, το οποίο οι περισσότεροι και πιο παλιοί κάτοικοι ενός χωριού, σαν αυτό που την ανέθρεψε, την προσπερνούν, τη θεωρούν δικαιολογημένη, φυσιολογική και παγιωμένη.
Σ’ αυτήν την αναζήτησή της η ποιήτρια αποδίδει μεγάλη έμφαση στο αίμα και τον χρόνο, στον οποίο αναφερθήκαμε ακροθιγώς έως τώρα. Το κοινό αίμα κοινά πονάει, γράφει στο ποίημα «Η Αμαζόνα» (σ. 22). Το ψωμί στο αίμα. Το αίμα στο ψωμί, γράφει στο «Ξόρκι» (σ. 27), όπου για να γίνει μια κοπέλα γυναίκα πρέπει να θυσιάσει, να αποχωριστεί, να πονέσει, να δώσει. Το αίμα μέσα στο χώμα. Το χώμα μέσα στο αίμα, γράφει στην «Ουλή» (σ. 28), για να κρύψει μια ουλή από ένα πέσιμο παιδικό (τι πιο συνηθισμένο;), η οποία έστω ξεθωριασμένη επιμένει να δίνει τα διαπιστευτήριά της λίγο πριν το γάμο εκείνου του κοριτσιού που κάποτε έπεσε από μια λεμονιά. Το αίμα είναι σημάδι, φορέας μνήμης κοινός από γενιά σε γενιά και από τη μια ηλικία σε μια άλλη. Από την άλλη, ο χρόνος κουβαλά κι εκείνος τα δικά του θραυσματικά σημάδια με τη νοσταλγία για όσα δεν μπορέσαμε να γίνουμε να μας βαραίνει. Όταν η ποιητική φωνή διαλέγεται με το πέρασμα του χρόνου, συνήθως διαλέγεται και με ένα άλλο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Το γάλα» (σ. 36):
Αύριο θα έχουμε πια γεράσει.
Ατάραχος θα κάθεσαι εσύ
σ’ αυτήν την καρέκλα την κουνιστή
και τα ρολόγια θα έχουν χαλάσει.
Όλο με πλήξη θα ξηλώνω εγώ
τα κασκόλ για να πλέξω καινούρια.
Θα πλένω σκουριασμένα παντζούρια
κι η μνήμη θα τελειώνει εδώ.
Το γάλα πότε λήγει; θα ρωτάς
Πρόπερσι, θα απαντάω, όλο ξεχνάς.
Έχουμε ακόμα καιρό, μην μουρμουράς.
Έτσι, κουτσαίνοντας κοφτά, με μπαστούνια μεγάλα
στης Λήθης την πόρτα θα φτάσουμε
ζητιανεύοντας λίγο φρέσκο γάλα.
Η ποιητική φωνή διερωτάται για το τι της επιφυλάσσει η μοίρα, τι της επιφυλάσσει ο χρόνος. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ποίημα «Νέκυια» (σ. 37-38), όπου το ποιητικό υποκείμενο πραγματοποιεί μια ονειρική κατάβαση στον Κάτω Κόσμο, η Τσουκαλοχωρίτη χρησιμοποιεί ανατρεπτικά ως σύμβολο, για να μιλήσει για το μέλλον, την Άτροπο, την πιο αδίστακτη από τις Μοίρες που αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο, το άτεγκτο και χωρίς δισταγμό κόβει με τα ψαλίδια της τη ζωή των ανθρώπων. Τη σκληρότητα του χρόνου επιτείνει η μοναξιά που μας συντροφεύει τόσο στον ερχομό όσο και στο φευγιό μας από τον κόσμο. Αυτή είναι που φοβάται η ποιήτρια και ίσως αυτή να θέλει να ξορκίσει με τους στίχους της.