Ο Πολ Οστερ, δυστυχώς, φέτος το καλοκαίρι έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 77 ετών, νικημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα. Ενας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς, που έγινε πολύ γνωστός με την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» δεν ανήκει πια στον κόσμο των εν ζωή λογοτεχνών. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε το κύκνειο άσμα του συγγραφέα με τον τίτλο «Μπαουμγκάρτνερ» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρό σε αριθμό σελίδων σε σύγκριση με άλλα βιβλία του, όπως το ογκώδες «4321», επέλεξε όμως ο ίδιος πιο μικρό συγγραφικό χώρο για το τελευταίο του βιβλίο. Ισως γιατί δεν τον ενδιέφερε τόσο πολύ η ανάλυση αυτή τη φορά όσο η σύνοψη, η ανακεφαλαίωαη μιας ολόκληρης ζωής, το καταστάλαγμα των εμπειριών που αφήνει εντέλει πάνω μας αυτός ο κόσμος.
Ο ήρωας που πλάθει αυτή τη φορά ο συγγραφέας, ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ, φαίνεται πως είναι πολύ κοντά στον ίδιο -την εποχή που έγραφε το βιβλίο- και ηλικιακά και διανοητικά και ιδεολογικά. Αντικομφορμιστής, ιδεολόγος και πολιτικά ευαίσθητος ο ίδιος, πλάθει αντίστοιχα τον ήρωά του. Φαίνεται μάλιστα πως του δανείζει και στοιχεία της δικής του προσωπικής ζωής, χωρίς να γίνεται ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα αλλά σίγουρα σε σημαντικό βαθμό αυτοαναφορικό.
Η υπόθεση είναι απλή. Ο Μπαουμγκάρτνερ είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, συγγραφέας, 71 ετών που ζει μόνος έπειτα από το θάνατο της γυναίκας του Αννυ που σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα στη θάλασσα πριν εννέα χρόνια. Βαθιά σημαδεμένος από τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του, προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του και να προσαρμοστεί στις συνθήκες μετά το θάνατο εκείνης, καθώς νιώθει ταυτόχρονα το χρόνο να κυλά πολύ γρήγορα εις βάρος του.
Η αφήγηση ξεκινά με την περιγραφή μιας ασήμαντης μέρας της ζωής του Σάι, μια μέρα που είχε ένα μικρό, επίσης ασήμαντο ατύχημα, έκαψε τα χέρια του με ένα καυτό κατσαρολάκι επειδή δεν σκέφτηκε να πάρει μια πετσέτα. Το γεγονός αυτό περιγράφεται σε μια διαστολή χρόνου δίνοντας την ευκαιρία στο συγγραφέα να περιγράψει την καθημερινότητα του ήρωά του και τις μικρές δυσκολίες που περνά καθώς μέρα με τη μέρα γερνάει. Οι μακροσκελείς προτάσεις, εξάλλου, πιστές στο μεταμοντέρνο ύφος της γραφής του και η διαστολή του χρόνου αποτελούν αγαπημένη επιλογή του συγγραφέα.
Ο χρόνος στην τρίτη ηλικία φαίνεται πως απασχολεί το συγγραφέα, καθώς ο ήρωας βλέπει τη ζωή να περνάει από μπροστά του βιαστική, και με μια οπτική γωνία που μάλλον βρίσκεται κοντά στην έξοδο. Με χιούμορ, ωστόσο, αντιμετωπίζει τα μικροπροβλήματα της ηλικίας «Η απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης είναι αναπόφευκτο κομμάτι του γήρατος, κι αν τυχόν δεν ξεχνάς να ανεβάσεις το φερμουάρ σου, τότε ίσως γυρίζεις όλο το σπίτι ψάχνοντας για τα γυαλιά σου ενώ τα κρατάς στο χέρι σου».
Η καθημερινότητα και το παρόν του ήρωα είναι η μία πλευρά της αφήγησης, καθώς η άλλη λοξοδρομεί προς το παρελθόν.
Ο Σάι ξετυλίγει αποσπασματικά το κουβάρι της ζωής του, διαβάζοντας το γραπτά της αγαπημένης του γυναίκας. Μνήμες αναδύονται ατόφιες και ζωντανές, από τότε που ήταν νέος και ερωτευμένος μαζί της, την εποχή του ΄68 στην Αμερική -εποχή που μοιάζει να έχει επηρεάσει σημαντικά την όλη σκέψη του συγγραφέα- αλλά και πιο μακρινές αναμνήσεις, ακόμα και παιδικές ξεφυτρώνουν αδιάκοπα. Τι είναι αυτό που κατασταλάζει στη μνήμη τελικά και τι είναι αυτό που χάνεται για πάντα αναρωτιέται ο Σάι, καθώς προσπαθεί «να διερευνήσει γιατί κάποιες φευγαλέες, τυχαίες στιγμές παραμένουν στη μνήμη, ενώ άλλες, θεωρητικά σημαντικές στιγμές χάνονται για πάντα». Από τι συντίθεται τελικά η μνήμη; Ποια είναι τα σπαράγματα, τα κομμάτια εκείνα που επιλέγει να κρατήσει για πάντα και ποια εκείνα που πετά;
Η απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης σε αντιδιαστολή με τη μακροπρόθεσμη μνήμη που παραμένει εξαιρετική διαυγής στην τρίτη ηλικία δημιουργούν δυο πόλους αντίθεσης πάνω στους οποίους ουσιαστικά ο συγγραφέας στήνει ένα παιχνίδι που του δίνει την ευκαιρία να χτίσει την πλοκή του και να περιγράψει τον ήρωα μέσα στο εύρος της ζωής του, από την παιδική του ηλικία, την ενηλικίωση, μέχρι το παρόν του και την αναμέτρησή του με το μέλλον.
Πολλά άλλα θέματα, όμως, πέρα από τη μνήμη, απασχολούν το συγγραφέα σε τούτο το βιβλίο.
Ο πόνος της απώλειας των αγαπημένων μας προσώπων τον συνταράσσει. Η ζωή αλλάζει όψη μετά από μια απώλεια. Ο σύντροφος που φεύγει μοιάζει να αφήνει μια ανεπούλωτη πληγή. Είναι όμως νόμος της φύσης, καθώς φαίνεται, ο κάθε άνθρωπος να έχει το δικό του χρόνο θανάτου. «Αλλά, στον βαθμό που είμαι ικανός να κατανοήσω όσα περνάω αυτή τη στιγμή, μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν λυπάμαι τον εαυτό μου και δεν βουλιάζω στον αυτοοικτιρμό ούτε ωρύομαι βάζοντάς τα με τον Θεό. Δεν λέω: Γιατί σ΄εμένα; Γιατί όχι σε μένα; Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Πεθαίνουν νέοι, πεθαίνουν γέροι, πεθαίνουν στα πενήντα οκτώ. Μου λείπει. Αυτό είναι όλο».
Η αγάπη και η συντροφικότητα και όλα όσα αυτά περικλείουν θεωρεί πως είναι σπουδαία για τη ζωή του ανθρώπου. Το πρότυπο του συγγραφέα είναι ένα ζευγάρι που ζει ο ένας για τον άλλο, μια έννοια της συντροφικότητας όχι τόσο συνηθισμένη στη δύσκολη για τις ανθρώπινες σχέσεις εποχή. Σε μια ανακεφαλαίωση ζωής, καθώς ο χρόνος περνά, η αγάπη φαίνεται να είναι η πιο ισχυρή βάση για να χτίσει κάποιος τη ζωή του.
«Ο άνθρωπος δεν έχει ζωή αν δεν συνδέεται με άλλους ανθρώπους και, αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να συνδέεσαι με ένα άλλο άτομο, να συνδέεσαι σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτό το άλλο άτομο να είναι για σένα τόσο σημαντικό όσο είσαι εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου, τότε η ζωή γίνεται κάτι παραπάνω από εφικτή, γίνεται καλή».
Τέλος, και αυτή τη φορά επίσης ο συγγραφέας δεν θα λοξοδρομήσει από το πάθος του να αναδείξει το τυχαίο που λειτουργεί σαρωτικά στις ζωές των ανθρώπων. Ο αιφνίδιος θάνατος της γυναίκας του σε ατύχημα στη θάλασσα βασανίζει τον ήρωα, βασανίζει όμως ακόμη περισσότερο το συγγραφέα. Αυτή η σχεδόν εμμονική σχέση που έχει αναπτύξει ο συγγραφέας στη διάρκεια της μυθιστορηματικής του πορείας με το τυχαίο, τη σύμπτωση ή τη μοίρα δεν τον εγκαταλείπει απ’ ό,τι φαίνεται μέχρις εσχάτων, καθώς μάλιστα αυτή τη φορά φαίνεται πως παίζει και τον καταλυτικό ρόλο στο τελευταίο κεφάλαιο της δικής του προσωπικής ζωής.