Μπαίνοντας στη θάλασσα (εκδ. Μετρονόμος, 2024) επιγράφεται η πρώτη ποιητική συλλογή της Νάντιας Σαμαρά, η οποία σε τριάντα έξι ποιητικές καταγραφές παρουσιάζει στον αναγνώστη τα βήματα μιας πορείας για την είσοδο στη θάλασσα, τα βήματα μιας μαθητείας. Το ταξίδι προϋποθέτει τη θάλασσα. Έτσι η θάλασσα συμβολίζει τη γνώση, η οποία προ(σ)καλεί τον άνθρωπο να την ανακαλύψει μέσα από ένα ταξίδι στη μνήμη, στις εμπειρίες, στα συναισθήματα, στα γεγονότα, στις αντιθέσεις. Ειδικά αυτές οι τελευταίες διατρέχουν και σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν την ανά χείρας ποιητική συλλογή. Μέσα από τις αντιθέσεις η ποιήτρια επιχειρεί να δείξει στον αναγνώστη τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του νομίσματος της ζωής, και να αποφασίσει ποια από τις δυο επιλέγει η ίδια. Η ποίησή της έχει υπαρξιακό και ερωτικό προσανατολισμό και η γραφή λειτουργεί για την ίδια ως τρόπος για να αποχαιρετήσει τα παλιά και να καλωσορίσει τα καινούργια, ό,τι έρχεται στη ζωή της, καλό ή κακό. Με την ποίηση χαρτογραφεί το «είναι» της και το κάθε ποίημα θεωρείται λειτουργικό μονάχα αν κατορθώνει να τής δώσει μια σαφή κατεύθυνση για το ποιο θα πρέπει να είναι το επόμενό της βήμα. Η ποιητική φωνή μοιάζει να προσπαθεί να ετικετοποιήσει και να ταξινομήσει τα συναισθήματά της και να αποφύγει ενδεχόμενες εσωτερικές συγκρούσεις, ακόμα κι αν γνωρίζει πολύ καλά ότι η σύγκρουση προκύπτει από τις αναπόφευκτες αντιθέσεις.
Αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς.
Δεν πρόλαβα να κλάψω χθες το βράδυ.
Είχα κανονίσει κάτι δουλειές μέσα στα όνειρα
κι έγιναν παράσιτα στον δρόμο.
Καθυστερήσεις απροσδόκητες
αποκέντρωσαν τα Θέλω και μεσολάβησαν βίαια τα
Πρέπει.
Σμήνος σκέψεων συσσωρεύτηκε.
Μαινάδες μ’ επισκέφθηκαν και με κατέκτησαν.
Αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς.
Δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τη Συνήθεια.
(«Παράσιτα», σ. 9)
Ο έρωτας είναι λαίμαργος, βουλιμικός και η μνήμη δεν μπορεί να τον ξεγράψει, όσο κι αν το προσπαθεί. Ίσως γι’ αυτό η ποιητική φωνή επιμένει σε γράμματα ανεπίδοτα με παραλήπτη τον εραστή του μέλλοντος. Ίσως γι’ αυτό αδειάζει χώρο στο σπίτι της και στην καρδιά της, για να τον καλωσορίσει. Μέχρι που η πραγματικότητα γειώνει τα όνειρα, οι αντιδράσεις συμβιβάζονται και η ατέρμονη αναμονή μεγεθύνεται. Ανήσυχη η ποιητική φωνή δρα, νιώθει, μεταμορφώνεται, ζει αποτινάσσοντας τον φόβο από τη σκέψη και αναπνέοντας στο κενό ανάμεσα στις λέξεις.
Είμαστε δυο σταγόνες νερό
φτιαγμένοι από την ίδια βροχή που συγκρούεται
με δύναμη στο έδαφος,
τόση που δημιουργεί θόρυβο
εκκωφαντικό στα περίτεχνα αυτιά μου,
τα μικροσκοπικά.
Έχουμε την ίδια σύσταση, μοιάζουμε
και δεν το ξέρεις.
Έχω μπερδευτεί σ’ αυτό το συνονθύλευμα λέξεων
και τον αέρα προσπαθώ να ξεδιαλύνω,
αυτόν που βρίσκεται ανάμεσα.
(«Συνονθύλευμα», σ. 24)
Αναπνέει δυνατά καταφάσκοντας στη ζωή μέσα από μια διελκυστίνδα αντιθετικών συναισθημάτων/ενεργειών, αντιθετικών ρημάτων (αποφεύγεις/προτιμώ, κρύβεσαι/είμαι, φοβάσαι/θέλω), όπου το αγαπώμενο πρόσωπο εκφράζει ό,τι δεν επιλέγει η ποιητική φωνή και σηματοδοτεί τις ουσιαστικές διαφορές τους («Φοβάσαι/Θέλω», σ. 17). Και έτσι όπως η τελευταία επιθυμεί και νιώθει δυνατά, ο έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι ζωή και τέχνη, τόσο ισχυρός που δεν ξορκίζει τον θάνατο μα τον αποδυναμώνει («Ετεροπροσωπία», σ. 18). Για την ποιητική φωνή ο έρωτας είναι η πηγή έμπνευσης των πάντων («Μόνο για τον έρωτα μπορώ να μιλήσω», σ. 19) και, συγχρόνως, είναι πηγή οδύνης με τη φλόγα του να καίει και να ξηραίνει τις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι συνθήκες για την ευόδωσή του ίσως ήταν κατάλληλες «σε μιαν άλλη ζωή» (σ. 26).
Αυτή η αλλαγή των συνθηκών ή και των συγκυριών διακρίνει και τα υπαρξιακά ποιήματα της Σαμαρά, όπου και πάλι υπάρχει ερωτική συσχέτιση, εντούτοις οι παρατηρήσεις αφορούν σε όλο το φάσμα των διαπροσωπικών σχέσεων. Η ποιήτρια συζητά για την αλαζονεία, την ανιδιοτέλεια, τον εγωισμό, τη φιλία, την αγάπη μετατοπίζοντας χρονικά τη στιγμή, οπότε θορυβωδώς θα γεννώνται τα όνειρα και τότε όλα θα ʼναι πιο φωτεινά, ευοίωνα («Αμφιλαφή», σ. 30-31). Ο λόγος για τον οποίο η ποιήτρια επιλέγει να τοποθετήσει στο μέλλον την ιδανική ζωή είναι διττός. Από τη μία συμβαίνει επειδή αποχαιρετά το παρελθόν το συνυφασμένο με την παιδικότητα και την αθωότητά της, και από την άλλη επειδή αποφαίνεται πως δεν έχουμε προγραμματιστεί για την ευτυχία,/ μας πηγαίνει καλύτερα η θλίψη («Θλίψη», σ. 33). Ένας ισχυρισμός που νομοτελειακά μετατοπίζει την ευτυχία σε μια άλλη ζωή μεταφυσικά. Αντιθέτως, η ζωή που αυτή τη στιγμή βιώνεται μοιάζει να πορεύεται αναπότρεπτα, ενδεχομένως και ανεπίτρεπτα, με μοναδικό οδηγό της τον θάνατο με την ποιήτρια να καταφεύγει στις λέξεις και στην ανατροπή που αυτές κυοφορούν.
Δεν έχεις πεθάνει ακόμα.
Αλλά εγώ ήδη γράφω τον επικήδειό σου.
Βραχείες λέξεις, εξομολογητικές
άκρως ερωτικές.
Ακούς;
Άθελά σου οδεύεις προς τον θάνατο.
Τίποτα δεν σε κρατάει εδώ, σ’ αυτό το σημείο,
που λαχταράς απεγνωσμένα.
Γράφω για να ξεπηδήσουν οι λέξεις
από το χαρτί, να δονήσουν το Είναι σου.
Άλλωστε, είναι ο επικήδειός σου.
Είναι το άλμα προς τη ζωή;
(«Ακούς;», σ. 34)
Η προσέγγιση του «είναι», της πεμπτουσίας, δηλαδή, της ψυχής ανοίγει τον δρόμο για μια συζήτηση με τον εαυτό, ο οποίος γίνεται κι αυτός παραλήπτης ανεπίδοτων γραμμάτων. Η ποιητική φωνή εκπλήσσεται αντιμετωπίζοντας τον εαυτό της μοχθώντας να ψαύσει – μέσω του μεταφορικού λόγου – τα σημεία εκείνα που τον στοιχειοθετούν. Διαπιστώνει τον αυτοεγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος επαναλαμβανόμενα κινείται μέσα στη δική του γυάλα («Το χρυσόψαρο», σ. 38), ενώ, παράλληλα, ξορκίζει την πραγματικότητα με όνειρα ανοίκεια, μαγικά και εν τέλει εξωφρενικά και απολύτως ιδεατά («Κάτι εξωφρενικό», σ. 39).
Σε μια εποχή, λοιπόν, που μοιάζει ακατάλληλη για αγάπη, η ποιήτρια διατρανώνει πως η αγάπη κάνει τη ζωή σπουδαία και με αθώα αφέλεια εξαπατάται εν γνώσει της από τα ύπουλα αρώματα των λουλουδιών («Τα λουλούδια», σ. 40). Διερωτάται αν βρίσκεται στον σωστό δρόμο («Ο ταχυδρόμος», σ. 41) και απολαμβάνει στωικά τις καθημερινές μικρές μεγάλες «απολαύσεις» (σ. 42-43) αποκωδικοποιώντας όσα συνιστούν επιτυχία για την ίδια («Στον εαυτό μου», σ. 45). Η Νάντια Σαμαρά μάς καλεί («Έως ότου», σ. 14) να μπούμε κι εμείς στη θάλασσα που ξεπλένει και λυτρώνει, που ξεβράζει και πληγώνει, που άλλοτε σκληραίνει και κελυφώνει τους ανθρώπους και άλλοτε τους νανουρίζει και τους γαληνεύει, που άλλοτε τους τρομάζει και άλλοτε τους ενθαρρύνει. Όποια κι αν είναι η έκβαση, πρέπει κανείς να βουτήξει, για να τη μάθει‧ αρκεί να παίρνει πάντα μαζί του την αγάπη.