“Αθόρυβοι κύκλοι” της Ντίνας Γεωργαντοπούλου
Κατερίνα Τσιτσεκλή
Ντίνα Γεωργαντοπούλου

Η Ντίνα Γεωργαντοπούλου, στην τελευταία της συλλογή με τίτλο Αθόρυβοι κύκλοι (εκδόσεις Βακχικόν 2024), μιλάει για τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και μέσα από την παραμυθία της ποίησης ψάχνει να βρει έναν τρόπο ίασης για την καρδιά. Οι αθόρυβοι κύκλοι της συμβολίζουν τις ώρες του εικοσιτετραώρου, το χρόνο που κυλά, την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά μας μέσα στους δρόμους και τα τσιμεντένια κτίρια της πόλης, τα δικά μας σύγχρονα τείχη, αλλά και τις σκέψεις που ανακυκλώνονται και ολοένα επιστρέφουν στο γεγονός που μας πονάει, ότι ζούμε κάτω από τη σκιά της μοναξιάς. Όλα τα αγαθά του κόσμου αδυνατούν να χορτάσουν την ανάγκη της ψυχής για συντροφικότητα και αγάπη.

ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ

Ζούμε εντός των τειχών υπό διαρκή επίβλεψη.
Ο ήχος της σιωπής σιωπά,
ήσυχος ησυχασμός το σύννεφο στο κεφάλι μας.
Καιρός αίθριος μετά φόβου προσεχών καταιγίδων,
χωροταξία στην ύπαρξη,
χωροαταξία στην σκέψη.
Νομάδες στίχων-στιγμών
υπακούμε στην πίστη της γέννησης,
–Λόλα, να πάρε ένα μήλο–
συναίνεση της τροφής
που χορταίνει αχυρανθρώπους
και χρυσό χάρισμα από τη διδακτέα ύλη.
Εμείς ζούμε με τους τίτλους του παρελθόντος.
Ποιος θα νιώσει τις λέξεις σου;
Ποιος θα διαβάσει τα μάτια σου;

Ποιος θα αισθανθεί την αγάπη σου;

Αθόρυβοι κύκλοι σαν τη σκέψη που έχει την ικανότητα να διαπερνά την τεμαχισμένη πραγματικότητά μας και να πετάει μακριά στο παρελθόν και στο μέλλον, να χάνεται σε βιβλία και να ενώνεται με τη σκέψη των άλλων. Η ποιήτρια ατενίζει από ψηλά τον κόσμο στην ολότητά του και κάποτε τον ανασυστήνει ολόκληρο μέσα της σαν αποκάλυψη,  αντιλαμβάνεται το νόημά του, τη συνέχειά του. Και αν αυτό που σήμερα βιώνουμε είναι η πραγματικότητα σαν επιφάνεια, το βάθος που αναρριγεί μέσα της είναι το παρελθόν.

Σε μια εποχή που είναι προσανατολισμένη στο να ικανοποιεί τις καταναλωτικές μας ανάγκες, αλλά αφήνει διψασμένη την ψυχή, η  σκέψη της στρέφεται στους καταραμένους ποιητές που, πολύ πριν το ξημέρωμα του 20ου αιώνα, διέκριναν τα άνθη του κακού που θα θέριευαν μες στην ψυχή του ανθρώπου, τροφοδοτημένα από  τις καινούργιες συνθήκες ζωής που έφερνε η νέα εποχή και είδαν τα σημάδια της απληστίας που θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στις καταστάσεις του μέλλοντος.

Η ποιήτρια νιώθει μια  ψυχική σύνδεση μαζί τους, εμπνέεται από το ανήσυχο πνεύμα τους, την ασυμβίβαστη ζωή τους, την ηθική στάση τους, την απόλυτη αφοσίωσή τους στην ποίηση, τη διαφοροποίησή τους από τους κύκλους των ποιητών του καιρού τους. Οι ατίθασες σκέψεις τους συναντούν τις δικές της ατίθασες σκέψεις, τα ατίθασα μαλλιά τους θυμίζουν τα δικά της ατίθασα μαλλιά, τα επαναστατημένα συναισθήματά τους μιλούν στην ψυχή της. Η μοναξιά που ένιωσε ο Μπωντλαίρ μέσα στο πλήθος, όταν περιπλανιόταν στους δρόμους του Παρισιού στα «Μικρά ποιήματα σε πεζό», περιγράφει τη μοναξιά και την απομόνωση του ανθρώπου στις σύγχρονες πόλεις, αλλά και τα τείχη που υψώνονται μες στις καρδιές, ακόμα και μεταξύ των ανθρώπων που αγαπιούνται.

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Καταραμένοι ποιητές,
αφήσατε τις θλιμμένες στιγμές σας
στα μαλλιά μου·
να χτενίζομαι και κόμποι
να γίνονται οι στίχοι,
σάρκα μία με το χτενάκι.
Κι εγώ στεγνή, κατάστεγνη
με τα’ αχυρένια μου μολύβια,
άγκυρα να’ χω ρίξει στο χαρτί

οδυνηρά παρούσα στις σελίδες σας.

Η ποιήτρια μιλάει για τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια του παρόντος με τρόπο υπαινικτικό για να εκφράσει κάθε ψυχή. Το πέρασμα του χρόνου, η νοσταλγία για τις ωραίες στιγμές που πέρασαν γίνεται ένα από τα βασικά στοιχεία της ποιητικής μελαγχολίας. Η διάσταση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας μετριέται με τους κύκλους της μέρας. Μέσα στα κενά που αφήνει ο νεκρός χρόνος ανθίζει ο εσωτερικός κόσμος, ανθίζει η  ποίηση. Μια ποίηση που τη διατρέχει γλυκόπικρη μελαγχολία για κάτι που κάποτε υπήρξε και τώρα λείπει από τον κόσμο μας ή δεν είναι πια το ίδιο. Η ποιήτρια ακολουθεί τους δρόμους της χαρμολύπης για να το ξαναβρεί και οι αναμνήσεις της την οδηγούν στα χρόνια της εφηβείας εκεί που θα ζει πάντα η αγάπη.

Το μεσημέρι τυφλώνει τον ρεαλισμό
ένα αυλάκι παιχνίδι,
η ροζ κούνια κοιμίζει το παραμύθι,
μακριά σκουλαρίκια κατάρτια.
Ο χορός σ’ όλα τα κόκκινα παπούτσια,
σινεμά ο παράδεισος
παίζει απόψε θωπευτικούς μύθους .
Μυρίζει αγιόκλημα,
ο νους μου τρέχει σε σένα.
Η αγάπη έχει το σχήμα αθόρυβων μύθων,
τα ανεκπλήρωτα στο ποτήρι
ξεδιψάνε τη δίψα.
Είσαι άνεμος στο Δερβένι,
ατέλειωτο γαλάζιο τα μάτια σου.
Ο νους μου τρέχει σε σένα,
το τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο
φυλαγμένο ομολογεί

της εφηβείας τους φόβους…

(απόσπασμα από το ποίημα «Η αγάπη μου»)

Στην ποίηση της Ντ. Γ. μιλούν τα σπίτια, μιλούν τα πράγματα, η φύση, οι δρόμοι και κάθε άνθρωπος έχει την αίσθηση ότι σε κάποιο σημείο αναγνωρίζει την ιστορία του. Τα περίκλειστα σπίτια μας που όλα μοιάζουν μεταξύ τους, φιλοξενούν τους κύκλους της ζωής μας που είναι κοινοί για κάθε άνθρωπο. Κοινά συναισθήματα χαράς και λύπης προβάλλουν μέσα στους στίχους της, όπως η προσμονή του έρωτα, που μπορούν να χωρέσουν σε κάθε καρδιά. Μια αχτίδα του ήλιου που λαμπυρίζει στο ποτήρι της θυμίζει τη λαχτάρα της ερωτικής προσμονής.  Ο σκόρος που τρυπάει τα αγαπημένα της ρούχα φέρνει στο νου ξεθωριασμένες αναμνήσεις από μια άλλη περίοδο της ζωής της που καθένας έχει φυλαγμένα στη ντουλάπα του.

ΑΓΑΠΩ ΤΙΣ ΑΤΕΛΕΙΕΣ

Πολλά χρόνια στο μαξιλάρι μου
είχα βάλει τον Αύγουστο,
το εκρού μπλουζάκι και το καφέ παντελόνι,
και σαν ξάπλωνα τα έσχιζα, τα μύριζα
και το πρωί τα μπάλωνα
νομίζοντας πως ειν’ απόδειξη αγάπης.
Κι όταν τα υφάσματα κουράστηκαν απ’ τη φθορά,
τα ρούχα κράτησα σε ζελατίνα στην ντουλάπα
χωρίς πρόσωπο κρεμασμένα, χωρίς χέρια,
απλά κρεμασμένα, νομίζοντας πως ειν’ απόδειξη μνήμης.
Τώρα δεν τα κοιτάζω,
πληρώνω τη μνήμη με ασφαλή αισθήματα
και διάθεση δεν έχω κακό να κάνω στον σκόρο.
Ξέρω πως μαθαίνουν κι αυτά να ζουν

με τις τρύπες στο σώμα τους.

Η ποιήτρια έχει την ικανότητα να ζωγραφίζει με τις λέξεις και να ζωντανεύει ξεχασμένα συναισθήματα που καθρεφτίζουν κάθε ψυχή.  Σκιαγραφεί με αφηρημένες γραμμές τα σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο μας, έτσι ώστε να αναγνωρίσουμε κάποιες εικόνες και καταστάσεις και να τις φανταστούμε μέσα από τις δικές μας εμπειρίες, να τις δούμε μέσα από τα δικά μας συναισθήματα και χρώματα. Όπως στο ποίημα που περιγράφει, δίχως να κατονομάζει, τη σύγχρονη και πιο παλιά πληγή του κόσμου μας, τους πρόσφυγες από τις εμπόλεμες περιοχές που έρχονται από τη θάλασσα, αφήνοντας πίσω τους όλα τα πολύτιμα υπάρχοντά τους.

ΕΙΝΑΙ ΓΗΙΝΑ ΣΩΜΑΤΑ;

Σαν κοιτά τη θάλασσα,
βλέπει ένα σώμα που ασφυκτιά στη θάλασσα,
που ασφυκτιά στη στεριά
πάντα στο ενδιάμεσο συναίσθημα κολυμπά
όχι πάντα τα τελευταία χρόνια.
Θαρρεί πως όλες οι εικόνες
ανήκουν σε ιδιωτικά αρχεία
που αφέθηκαν σε δημόσια χρήση
για να ξορκίσει την εσωστρέφεια.
Η ατμόσφαιρα τότε μυρίζει ψαρίλα
όπως όταν έρχεται ο μαΐστρος  
και ξέρει πως έχει να κάνει με τα κύματα.
Δεν ξεχωρίζει το σώμα από το νερό,
μπλέκονται τα μαλλιά με τα φύκια,
η γοργόνα έχει εγκαταλείψει τον μύθο της.
Έτσι μιλά για πραγματικά γεγονότα
που έχουν μεγάλο βαθμό δυσκολίας να εξηγήσει
κι ακόμα μεγαλύτερο

να τους κάνει μύθους.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακολουθούν πιστά το δρόμο της καρδιάς τους, χωρίς να παρασύρονται από τις τάσεις της εποχής και το κυνήγι μιας ανέφικτης ευτυχίας. Η ποιήτρια μιλάει για αυτούς τους ανώνυμους ποιητές της ζωής και τη δικαίωση που νιώθουν όταν, στο πέρασμα του χρόνου, γνωρίζουν ότι  δεν μετανιώνουν για τίποτα γιατί γέμισαν τη ζωή τους με όμορφες αναμνήσεις από στιγμές φιλίας και αγάπης. Ένας από αυτούς σκιαγραφείται στο τελευταίο της άτιτλο ποίημα που συνοψίζει και τη φιλοσοφία της:

Τα χέρια του ήταν γεμάτα κύκλους.
Μ’ ένα κοπίδι κοφτερό άνοιγε μία μία τις άκρες.
Περνούσε τον έναν μέσα στον άλλο
και έτσι έφτιαξε μια αλυσίδα που φορούσε στο χέρι.
Έλεγε πως οι ιστορίες του ήταν μικρές και ατελείωτες·
ένιωθε την ανάγκη να τις κουβαλά μαζί του.
Δεν επέτρεπε σε κανέναν να αλλάξει τίποτα.
Οι κύκλοι της ζωής του ήταν τα πιο θαυμαστά
πράγματα στον κόσμο.
Φορούσε την αλυσίδα του για παρέα,

με επίγνωση πως κάθε κρίκος της τον χωρούσε ολόκληρο.

Η ποίηση της Ντίνας Γεωργαντοπούλου δεν αποφεύγει την πραγματικότητα, αντίθετα τη μελετά. Μέσα της, συνηθισμένα πράγματα, η ρουτίνα της καθημερινότητας, παίρνουν μια άλλη διάσταση, σταματούν να είναι αδιάφορα, γίνονται αίφνης σημαντικά. Συνομιλούν με τον εσωτερικό της κόσμο και αποκαλύπτουν το σαράκι που κατατρώει την ψυχή, τη μοναξιά του ανθρώπου στο διχασμένο κόσμο μας.

Περισσοτερα αρθρα