«Απόφθεγμα στο πουθενά» του Πάνου Μπόρα
Πελαγία Μπότση

Η ποίηση του Πάνου Μπόρα στο βιβλίο του Απόφθεγμα στο πουθενά (εκδόσεις Μετρονόμος, 2023) αποτυπώνει εικόνες αστικές, αναδυόμενη από τα σπλάχνα της πόλης. Θαρρείς πως σε τυλίγει με έναν αόριστο μα επιβλητικό τρόπο. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής θα πει: «Ψάχνω τον ήλιο στα τσιμέντα. Γύρω μου πλακόστρωτες φυλακές, η φύση δεν έχει ανθίσει ακόμα και τα νιάτα φεύγουν»[i].

Τα νοήματα περιβάλλουν τον αναγνώστη, όπως η κάψα ανεβαίνει από την άσφαλτο και εισχωρεί με κάθε τρόπο στο δέρμα του, σε όλους τους πόρους. Οι λέξεις δίνουν το αναγκαίο οξυγόνο στη σκέψη του ποιητή για να πλαστεί ο στίχος. Για να ξετυλιχτεί το ρέκβιεμ μιας γενιάς που γερνάει δίχως να ενηλικιωθεί. Μέσα από τους στίχους του Μπόρα, παρακολουθούμε έναν κόσμο που δύει, αρνούμενο όμως να παραδοθεί στο σκοτάδι.

Από τις γραμμές του παρελαύνουν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι στους οποίους ρίχνει τον προβολέα της καλλιτεχνικής οξυδέρκειας και τους μετατρέπει σε ήρωες. Και τους δρόμους, τις πλατείες, τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών σε μια απέραντη σκηνή. Από το σκοτάδι στο φως, λοιπόν. Ο Πάνος Μπόρας φέρνει το επάγγελμά του, το θέατρο, στην ποίηση, συνορχηστρώνοντας τους δύο κόσμους που είναι ούτως ή άλλως συγγενικοί.

Από αυτό το ρέκβιεμ δεν λείπουν ούτε τα ζώα, η φύση, ο χρόνος ως οντότητα. Ο χρόνος αποκτά σώμα. Ένα σώμα που καταρρέει. Κομμάτια μιας εικόνας που κατεδαφίζονται με πάταγο. Η ποίησή του διηγείται μία ελεύθερη πτώση στο σκοτάδι. Στο πουθενά. Και ταυτόχρονα στο παντού. Γιατί σκοπός και λύτρωση εδώ είναι μόνο το φως. Αδιαπραγμάτευτα.

Με όχημα μια γλώσσα λιτή, αφτιασίδωτη, με λόγο μεστό και συμπαγή καταφέρνει να μεταφέρει την ουσία αβίαστα. Στο ποίημά του “Γραμματική” [ii], απαντάται η αδιαμεσολάβητη σχέση λέξης- σκέψης: «Η ψυχή δεν παίρνει από γραμματική. Τα συμφραζόμενά της προκύπτουν στις δονήσεις» [iii]. Ο ποιητής δίνει την αίσθηση ότι κοιτάει κατάματα τον αναγνώστη, προτάσσοντας με το χέρι μια λέξη-θραύσμα από τις κατολισθήσεις του εσωτερικού του κόσμου. Έτσι ακριβώς όπως μας κοιτάζει και στο εξώφυλλο, με τα κατάμαυρα μάτια του που εγκολπώνουν το εκτυφλωτικό φως του φακού. Από το εξώφυλλο λοιπόν, μας φωνάζει πως δεν μένει στο σκοτάδι, παντρεύεται το φως και μας καλεί να κάνουμε το ίδιο μέσα από τους στίχους του. Τους στίχους-στρατιώτες. Πέφτουν σαν στρατιώτες οι στίχοι στο χαρτί για να τον / μας σώσουν. «Η ζωή μικρή κι ένα παιδί κλαίει απ’το παράθυρο. Χθες ήμουν εκεί […]» [iv]. Γιατί κι εδώ, η ποίηση είναι η θεολογία της μοναδικής, προσωπικής αλήθειας και δικαιοσύνης.

Ο Πάνος Μπόρας γίνεται κήρυκας μιας γενιάς τελματωμένης. Μιλάει για τους νέους που γαλουχήθηκαν μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις. «Εποχή του τοστ. Αλειμμένη με ψίχουλα, στο πιάτο της ιστορίας»[v].

Διαβάζοντας το βιβλίο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την άνεση με την οποία ο ποιητής αφηγείται την αστική ζωή. Πώς αλλιώς. Ο Πάνος Μπόρας είναι ένας παρατηρητής πλανόδιων ψυχών. «Απογοητευμένοι οι άνθρωποι, μίκρυναν μέσα στις πληγές τους»[vi]. Δίνει την αίσθηση ότι έχει εμφυσήσει στους στίχους κάτι από την εγκλωβισμένη υγρασία των τοίχων των νεοκλασικών της Αθήνας. Ξέρει πως ανασαίνει το χώμα ανάμεσα από αυτές τις πανάρχαιες πλάκες. Έχει πιάσει τον παλμό και τον έχει κάνει ποίηση, ρίμα, στίχο, απόφθεγμα. Απόφθεγμα στο πουθενά.

Πελαγία Μπότση, MA Creative Writing

 

Παραπομπές:

[i] Απόφθεγμα στο πουθενά, σελ. 17, Απόφθεγμα στο πουθενά, Πάνος Μπόρας, Μετρονόμος 2023
[ii] Γραμματική, σελ. 44, ό.π.
[iii] Γραμματική, σελ. 44, ό.π.
[iv] Βουή, σελ 13, ό.π.
[v] Εποχή του τοστ, σελ. 39, ό.π.

[vi] Πληγές, σελ. 27, ό.π.

Περισσοτερα αρθρα