Διαβάζοντας το Tattoo του Κυπαρίσση, βλέπει κανείς την Καρκαλού του Τορνέ. Ο νεκρός βρίσκεται ήδη μέσα στο αμάξι, αλλά δεν γνωρίζει πότε θα φτάσει. Περνά από λατομεία, περνά από ρόχθους, νυχτώνει – ξημερώνει – νυχτώνει, το ταξί σαραβαλιασμένο και μόνο το ταξίμετρο χτυπά.
Από βυθό σε βυθό στον φωτεινότερο. Ουρανόθεν, θύραθεν, οίκοθεν, όθεν η ζωή. Ουρανόθεν, θύραθεν, οίκοθεν, όθεν ο θάνατος. Μέσα σε πληθώρα ερωτημάτων και με τους ανασασμούς μιας γραφής γλυκιάς που γνωρίζει καλά το μέτρο και το ρυθμό, εισερχόμαστε στη διαλεκτική της σιωπής και της γέννησης. Μιας γέννησης που απορρέει από τα υλικά της σιωπής και φτάνει στο τέλος της ζωής, σαν μια γλυκιά αύρα. Μέσα στη σιωπή βουτά ο αναγνώστης για να έρθει αντιμέτωπος με την πάλη του μυαλού με οτιδήποτε το βαραίνει· διανοήσεις και λογισμούς, αφού φυτείες άκαρπες του νου και δεν αναλύεται η ζωή. Το υποκείμενο (βουτώντας στη χλεύη της γλώσσας) ψάχνει αγωνιωδώς σε έναν τόπο βιώματος να μπει, παντί τρόπω. Στα όσα πρέπει τ’ ουρανού να εισέλθει αφού η ομορφιά είναι αυτοάνοσο και θαύμα η ζωή. Και προχωρώντας μέσα στο χρόνο, μεγαλώνει η προετοιμασία της οριστικής αναχώρησης, ολοένα καίγεται ο εαυτός, ολοένα η πυρκαγιά καίει ανθρώπους και άστρα, ολοένα αναγκάζεσαι με άλλον χρόνο να μετράς. Τι απομένει άραγε;
Η προετοιμασία της οριστικής αναχώρησης φέρνει ισόβια χρέη σε όσους κοιμούνται, σε όσους πλάγιασαν για τις φωτεινές μας μέρες. Η προετοιμασία φέρνει αναχώρηση, φέρνει αναμέτρηση, αλισβερίσι με τα πάντα, δέντρα, φύση, ρίζες και καρπούς, ζωντανά και ζωντανούς, λειαίνεται ο θάνατος. Λέω κάποτε να εκραγώ / να δω στο μαύρο μου κουτί / τι, όσοι το βρουν, θ’ αποφασίσουν. Και από τη διπλανή Θάλασσα ψαρεύει κανείς– και τρόπο χλωρός να κρατηθώ / δε βρίσκω. Ή στους Ωσεί Παρόντες: Ιερός ο ουρανός / αιώνιο φως / γνωστοί κι άγνωστοι παρόντες / τη νύχτα σεπτοί απόντες / τρυπούν το μαυροπίνακά του / Βέγας, Τάσος, Πούλια, Νίκη, Πολικός / κι άλλοι συμμαθητές μας. Μια συνεχής αποδημία που γυρεύει τις κλωστές θανάτου της μητέρας -αυτές που έπλασε με τη ζωή μέσα στην κοιλιά της- και τα παπούτσια του πατέρα. Αποδημητικό το ποτάμι για να αποφανθεί ο κοινόθνητος ψελλίζω / τα όσα χρεώθηκα να ζήσω.
Μόνη αλήθεια, η αλήθεια του κορμιού. Το συνεχές βάδισμα προς τα εμπρός με το περίστροφο της ομορφιάς στον κρόταφο, με την κυνηγετική του χρόνου στο κρανίο. Και σαν θραύσματα έρχονται κατακούτελα οι στίχοι – περόνες, οι στίχοι – χειροβομβίδες, όπως εισπνέεις χαμηλά μα η κοιλιά γεμίζει φλόγα. Στίχοι κάρβουνα, από βυθό σε βυθό / να δεις δίχως περόνες κι αναλγητικά / τ’ όνειρο να ταξιδεύει και ζωντανός είπε / όταν κάποτε ρωτήθηκε / τι ΄θελε να γίνει σα μεγαλώσει και να ανασαίνεις τους πόνους χαμηλά / μη σε βρει ψηλά το φως / κι άλλο φως / το φως δε σου χαρίζει.
Στα όθεν καμία αισιοδοξία δεν θα βρεθεί. Ο χρόνος μάς βυζαίνει. Το άδειο ριζώνει στην αυλή μας, όπως λέει ο ποιητής, και το κορμί μας στιγματισμένο με τα άλλα tattoo μας, μένει να φυτρώσει μέσα στο χώμα, καταπώς να θρέψει φυτά και λουλούδια. Μόνο το βάθεμα απομένει, αυτή η σοφία που ξεμακραίνει από τα περιττά για να γυρίσει στο βίωμα, όταν ο άνθρωπος νιώθει, αισθάνεται, επικοινωνεί, γελά, βλέπει τα μάτια του στα μάτια άλλων, και νιώθει ένα γύρω πως περιέχει το σύμπαν. Η πληρότητα της ομορφιάς ή η ομορφιά της πληρότητας που μας κάνει να κοινωνούμε το καθημερινό.