Αλήθειες που πονάνε (για την “Ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης”)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Μια περίπτωση συλλογικής γενναιότητας και αλήθειας, όπως η Ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης, είναι σπάνια. Λυπάμαι πολύ που άργησα τόσο να τη διαβάσω (εκδόθηκε πέρυσι) – όπως και πολλά ακόμη βιβλία, εξαιτίας προσωπικών δυσκολιών που ξεκίνησαν από την περασμένη και συνεχίστηκαν – συνεχίζονται – και στη φετινή χρονιά.

Η Ανθολογία μου θύμισε σε ειλικρίνεια και διάθεση αυτο-έκθεσης χωρίς αναστολές το δικό μου βιβλίο, ΣΚΠ. Και στα δύο σημειώνεται μια δύσκολη ή άβολη κατάσταση και υπάρχει κάποιος άνθρωπος (στην Ανθολογία πολλοί, γεγονός εκθετικά πολλαπλασιαστικό της έντασης) που την εξομολογείται εν είδει μαρτυρίας, χωρίς διάθεση να κρύψει κάτι ή να κρυφτεί, παρ’ ότι γνωρίζει πως αυτό που βιώνει (ή αυτό που είναι) τον θέτει εκτός της κρατούσας κανονικότητας.

Αυτό όμως που συγκλονίζει σε τούτο το βιβλίο είναι ο διαφαινόμενος πόνος που έρχεται πολλαπλασιαστικά, λόγω της πολυφωνίας του, σαν σφυροκόπημα: ο πόνος της αυτεπίγνωσης, της ντροπής, της απόρριψης, της προδοσίας, της ματαιότητας. Δεν τα εννοώ αυτά γραμμικά – καθεμία από τις 50 ποιητικές φωνές στο βιβλίο και καθένα από τα 76 ποιήματα που το απαρτίζουν θέτουν και από μια διαφορετική παράμετρο (πραγματική ή επινοημένη) όλων των παραπάνω πόνων. Μολονότι, από ποιητικής άποψης, τα ποιήματα δεν είναι του ίδιου ή παρόμοιου ύψους, στο τέλος του βιβλίου μένει στον αναγνώστη ένα γδάρσιμο στο στήθος – εμένα τουλάχιστον αυτό μου έμεινε, μολονότι ξέρω ούτως ή άλλως (εξαιτίας της σκλήρυνσης) στο πετσί μου τι σημαίνει αποκλεισμός (ο κοινωνικός βέβαια, όπως αποδεικνύεται, είναι ακόμη βαρύτερος) ή πώς είναι να ζεις ως εμποδιζόμενο άτομο.

Το λυπηρό είναι ότι στα ΛΟΤΚΙΑ+ άτομα όλο αυτό δεν συνδέεται με κάποια νόσο. Πολλοί άνθρωποι στο κάτω-κάτω είναι άρρωστοι: και μόνο ζάχαρο να έχεις, αυτόματα αποκλείεσαι από διάφορα πράγματα που κάνουν οι «κανονικοί» άνθρωποι. Εν προκειμένω όμως πρόκειται για ανθρώπους υγιείς, ανθρώπους που βρέθηκαν σε καθεστώς κοινωνικής ομηρίας μόνο και μόνο γι’ αυτό που είναι – για το οποίο, όπως όλοι μας, δεν είχαν καμία επιλογή.

Διάβασα το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος (cover to cover αγγλιστί) χωρίς να αφήσω τίποτα αδιάβαστο, ούτε το τελευταίο ν. Διάβασα τα ποιήματα, τους τίτλους τους, τα ονόματα και τα ψευδώνυμα, τα βιογραφικά, την εισαγωγή, τον επίλογο, το επίμετρο. Τα διάβασα όλα με μεγάλο ενδιαφέρον. Και τα διάβασα επειδή ήθελα με όλη μου τη δύναμη να καταλάβω πώς είναι να γεννιέσαι εκτός κοινωνικής πραγματικότητας και εκτός των προσδοκιών των άλλων για σένα (ιδίως των γονιών, αυτό κι αν πονάει!). Αντικρίζοντας την άρνηση και την απόρριψη, γεμίζοντας διλήμματα και ντροπή ίσως για τον εαυτό σου ή περνώντας στο άλλο άκρο και αισθανόμενος, ως άνθρωπος, περήφανος γι’ αυτό που είσαι και ειρωνικός προς τους «κανονικούς». Στη συλλογή αποτυπώνεται ανάγλυφα όλο το φάσμα των συναισθημάτων, με αλήθεια  («Αλήθεια,/ η πιο γυμνή λέξη/ αυτή και ο έρωτας», Φώτης-Ορέστης Μικελάκης, από τη συλλογή).

Όλο αυτό, όλο, από την αρχή μέχρι το τέλος, από την πρώτη απόρριψη, την πρώτη σταγόνα ντροπής μέχρι την τελευταία, απαιτεί τεράστια αποθέματα δύναμης και γενναιότητας. Γιατί, πώς μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος μπροστά στον θεό-πατέρα που εξαιτίας της παρουσίας του και μόνο ένα κορίτσι «αναγκαζό[τα]ν να κατουρ[ά] σαν άντρας στον μπιντέ»; (Κασσάνδρα Αλογοσκούφι) ή που με κρυφό παράπονο τού εξομολογείται «σήμερα γαμάω έναν άντρα με στραπόν/ δένω τη ζώνη και σπρώχνω δυνατά/ θυμάμαι πως ήθελες να γεννηθώ αγόρι μπαμπά» (Γεωργία Διάκου). Και, αντίστροφα φυσικά, για όσους όντως γεννήθηκαν αγόρια, ως προς το βιολογικό φύλο: «Ντροπή: λέξη θηλυκή, ΜΑΜΑ, γιατί με κάνεις να την αισθάνομαι;» (Μάκης Μούλος), καθώς και το περίφημο «τα αγόρια δεν κλαίνε» που γίνεται πρώτη ύλη για το ευαίσθητο ποίημα του Αμαντέους Σακερπούλους.

Αλλού, η ντροπή αποτινάζεται και δίνει τη θέση της στην ειρωνεία: «Αγόρασέ μου καλέ μπαμπά/  λίγο από αυτό τον άντρα, ναι,/ τον θεό, να τον έχω μέσα μου/ να με χύνει μέχρι να βρω τον δρόμο/ για την κόλαση του παραδείσου/ παραπλεύρως του οίκου ανοχής» (Κωνσταντίνος Τσουμπός).

Οι φωνές μέσα στα ποιήματα ή μέσα από τα ποιήματα, ακόμη κι όταν περιγράφουν νηφάλια σκηνές αγάπης, «είναι κραυγές αγωνίας που κανείς δεν ακούει/ είναι αναμνήσεις που κανείς δεν θυμάται/ είναι φοβίες που κανείς δεν κατάφερε να γιάνει […] γιατί δεν θέλησαν να ακούσουν/ τα πράγματα που δεν ακούγονται ωραία» (Καλλίδα Ζαχοπούλου). Πώς φτάνει κάποιος στο σημείο να πει «Μερικές φορές εύχομαι να σκοτώνονταν οι γονείς μου σε ένα/ ατύχημα για να μην χρειαστεί να τους αντιμετωπίσω», αν δεν τρέμει την απογοήτευση που θα δώσει και την απόρριψη που θα εισπράξει; Είναι ένα ενδεχόμενο που μπορεί να σκίσει τον άνθρωπο στα δύο: «Εγώ δεν είμαι λεσβία/ Δεν είμαι λεσβία, απλά ερωτεύτηκα εσένα […] Νιώθω βρώμικη/ Αυτό που έγινε χθες τη νύχτα δεν έπρεπε να έχει γίνει […] Δεν θα το δέχονταν ποτέ οι γονείς μου/ Αποκλείεται να είμαι εγώ κάτι τέτοιο […] Είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί σου/ Έχω υπέροχα νέα./ Παντρεύομαι τον Χρήστο!» (Πατρίτσια Κολαΐτη). Πιστεύω ότι  πολλοί άνθρωποι αρνούνται ακόμη και σήμερα ένα κομμάτι της ταυτότητάς τους γιατί δεν θέλουν να στενοχωρήσουν, δεν θέλουν να στιγματιστούν, δεν θέλουν να μπουν σε οποιουδήποτε είδους περιθώριο και προτιμούν μια συμβατική ζωή που τους δίνει ένα εισιτήριο για την «κανονικότητα». Είναι πολύ δύσκολο, κάποιες φορές ίσως αβάσταχτο, να νιώθεις πως έχεις απέναντί σου όλο τον κόσμο.

Ο οποίος κόσμος βέβαια ορίζεται κι αυτός από τα ένστικτα και είναι έρμαιο των δικών του αντιφάσεων:

Το σκοτάδι
ωφελεί τα παράσιτα και τα λαθραία
γι’ αυτό στα πάρκα βρίσκεις παιδιά τα πρωινά
ενώ στα τσοντάδικα της Ομόνοιας
κάνουν ουρές οι πατεράδες τους
να κατεβούν στον Άδη
για ένα καβάλημα αντρίκιο
μ’ αντίτιμο εισιτηρίου σινεμά

(Κωνσταντίνος Κουράσης)

Είναι αντιφάσεις που όμως δεν ομολογεί. Και έτσι υπάρχει συμφωνία σε μια καθωσπρέπει επιφανειακή ύπαρξη που μέσα της αφήνονται αγνοημένα τα ένστικτα να ουρλιάζουν. Κάπως έτσι περιθωριοποιούνται όλοι όσοι αμφισβητούν τη συμφωνία – γι’ αυτό κι εκείνοι ένα μόνο επιζητούν: «επιζητούμε/ δικαιοσύνη, όχι εκδίκηση/ δικαιοσύνη κι ίσως εκδίκηση./ Για να χωράμε» (Βασίλης Ευριπιώτης).

Στο μεταξύ, η τρυφερότητα απλώνεται: «Λέμε λεσβία αλλά πολλές φορές δεν λέμε λεσβία. Τότε λέμε σ’ αγαπώ, σε θέλω, σε θέλω, μου λείπεις» (Βάσω Μ.). Με τρυφερότητα ο Φώτης-Ορέστης Μικελάκης αναρωτιέται: «Έχουν φύλο οι σκιές;», για να απαντήσει: «Είναι άνθρωποι/ βυθίζονται ολόφωτες/ στο χρόνο» και να κλείσει το ποίημά του ρωτώντας «Έχει φύλο η αγάπη;».

Βρήκα ιδιαίτερα συγκλονιστικό το ποίημα του Αρτέμη Μαυρομμάτη, για ευνόητους λόγους:

[…]
για πρακτικούς λόγους και οικονομία χώρου, σ’ ένα σύμπαν αχανές
Έφτιαξαν ασανσέρ μικροσκοπικά σε κάθε πολυκατοικία
Και τώρα, με το αμαξίδιο, δε χωράω ν’ ανέβω, δε χωράω να κατέβω
Δε χωράω να ζήσω σ’ ένα σύμπαν αχανές, που το Πάνω και το Κάτω
είναι σχετικό.
[…]
Αύριο δε θα νιώθεις αμήχανα μαζί μου. Τουλάχιστον εσύ.
Αύριο θα μάθεις ότι οι ανάπηροι γαμάνε και γαμιούνται
Αγαπάνε και αγαπιούνται

Αγκαλιάζουν κι αγκαλιάζονται…

Πέρα από τα συναισθήματα, το ζήτημα της ταυτότητας είναι (πώς αλλιώς;) κεφαλαιώδες. Η Ευγενία Τζιρτζιλάκη προσπαθεί να το διαφωτίσει με λεπτή ειρωνεία στο πρώτο ποίημά της, για να δηλώσει ευθαρσώς στο αμέσως επόμενο: «Δεν είμαι γυναίκα». Την ταυτότητα, μεταξύ άλλων ζητημάτων, εξερευνούν και πολλά άλλα ποιήματα της ανθολογίας που η συμβολή τους είναι περισσότερο κοινωνιολογική – εννοώ πως αυτή παίρνει το προβάδισμα έναντι της ποιητικής – και πώς αλλιώς, με τέτοιο θέμα.

Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται κάποιος πάντως, και έχει κάθε δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστεί με ειλικρίνεια ακόμη και τις φορές που δυσκολεύεται να το κάνει, όλ@ είμαστε ανθρώπινη ύπαρξη, σε όλο της το μεγαλείο. Τούτο είναι το μήνυμα που διατρανώνει η συγκλονιστική Ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης και εύχομαι η μέρα που όλοι θα το λάβουν να μην αργεί. Γιατί έχει αργήσει πολύ ήδη.

Περισσοτερα αρθρα