Η Κωνσταντία Σωτηρίου, με το τελευταίο της βιβλίο που επιγράφεται «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» (εκδόσεις Πατάκη, 2025), επανήλθε στην ανάδυση, την ανατομή, την μελέτη, τον σχολιασμό και την περιγραφή με το ύφος και την έκφραση που την χαρακτηρίζουν, σημαντικών, αθέατων εκ πρώτης όψεως και ίσως λησμονημένων από πολλούς γεγονότων του μαρτυρικού αλλά τόσο σημαντικού, για πολλούς λόγους, τόπου που ζει και δραστηριοποιείται. Στην μεγαλόνησο της Κύπρου, η οποία λόγω της ιδιάζουσας και άκρως σημαντικής γεωγραφικής της θέσης, βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα εδώ και τόσες δεκαετίες από γνωστές χώρες εντός και εκτός της γηραιάς ηπείρου, με αντικειμενικό και απώτερο σκοπό την εκμετάλλευσή του. Όμως, εδώ τώρα, αναδεικνύεται από την συγγραφέα και άλλη μια παράμετρος. Ο γεωφυσικός πλούτος της αποκαλούμενης νήσου της Αφροδίτης. Το υπέδαφος, και συγκεκριμένα όσα πολύτιμα στοιχεία σταδιακά δημιουργήθηκαν αφ’ εαυτών, ή όσα κρυφά τοποθετήθηκαν από τον καιρό και βρίσκονται ενταφιασμένα εκεί βαθιά. Είναι όλα αυτά που έδωσαν το έναυσμα και το κίνητρο στη σημαντική πεζογράφο του νησιού, να ξεδιπλώσει με την γνωστή της πένα αλήθειες επώδυνες, αλλά αφόρητα υπαρκτές. Έτσι κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη και η παράθεση της προμετωπίδας στο βιβλίο όπου διαβάζουμε εκείνο το απόσπασμα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου «Στο στερνό του ήλιου προσεύχομαι το φως, όσοι θα ’ρθουνε του αφέντη εκδικητές, να ξεπληρώσουν και τον δικό μου φόνο στους εχθρούς μου, που σκότωσαν μια σκλάβα, εύκολη πράξη», η οποία υπαινίσσεται πολλά, κάποια εφαρμόσιμα, άλλα εκ των σημερινών πραγμάτων ακατόρθωτα! Η ιστορία άλλωστε είναι τις περισσότερες φορές δίκαιη, αλλά πάνω απ’ όλα σκληρή για τους αδύναμους, ειδικά για ετούτο το μαρτυρικό νησί και τους κατοίκους του, που ακόμη όλοι ανεξαιρέτως υφίστανται τις δυσμενείς επιπτώσεις της αποικιοκρατίας, της παράνομης τουρκικής εισβολής και τόσων άλλων δραματικών γεγονότων, όπως των γνωστών διαχρονικών παραβλέψεων, αστοχιών και επιπολαιοτήτων των πολιτικών της.
Η Σωτηρίου τα γνωρίζει καλά όλα αυτά και με τούτο το βιβλίο της σκοπεύει να τα υπενθυμίσει και να τα γνωρίσει σε όλους, σε όσους τα βίωσαν ποικιλοτρόπως και ταυτόχρονα σε όσους τα αγνοούν παντελώς. Να μας πληροφορήσει για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του τόπου της, για τις αμέτρητες ψυχές των οικονομικά αδύναμων μεταλλωρύχων που χάθηκαν στις στοές των μεταλλείων, και το χειρότερο για την προϊούσα και εξελικτική νόσο της πνευμονοκονίασης, από την οποία προσβάλλονταν λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο υπόγειο περιβάλλον των στοών με τον μολυσμένο και παντελώς ακατάλληλο και ακάθαρτο αέρα, και η οποία, όπως είναι γνωστόν, οδηγούσε σε σταδιακή αναπνευστική ανεπάρκεια και τελικά στο θάνατο των προσβεβλημένων εργατών από αυτή. Όμως, τονίζει συνεχώς, τα θύματα της εν λόγω κατάστασης δεν ήταν αποκλειστικά οι άντρες που δούλευαν στα έγκατα της γης, αλλά και οι χαροκαμένες γυναίκες που έμεναν πίσω, μόνες και έρημες, να φροντίσουν τους εαυτούς και τη φαμίλια τους. Μαζί με όσα αφορούν τους κατοίκους της μεγαλονήσου, όμως, η Σωτηρίου φέρνει στο προσκήνιο και το χρόνιο φαινόμενο της μετανάστευσης, νόμιμης εν προκειμένω, και όλων των πολυποίκιλων παραμέτρων που αφορούν τους μετανάστες στον καινούργιο τους τόπο που κατέφτασαν. Η νουβέλα της έχει για αρχή την εντελώς τυχαία ανακάλυψη του σώματος μιας ξένης εργάτριας, από τις μακρυνές Φιλιππίνες σε ένα μέρος σημαδιακό, την Κόκκινη Λίμνη που δημιουργήθηκε από τους κρατήρες των μεταλλείων και τις παρατεταμένες και συνήθως σπάνιες για την περιοχή βροχές. Όμως δεν υπήρξε το μόνο θύμα, αφού ακολούθησαν κι’ άλλα αργότερα. Έτσι έχουμε κατ’ ουσίαν δύο φαινομενικά διακριτές ομάδες θυμάτων, χωρίς να μένει κανείς στο απυρόβλητο, άνδρες και γυναίκες!
Κεντρικός αφηγητής στο βιβλίο είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία δίνει και τον πλέον πολύτιμο τόνο στην όλη αφήγηση. Μένει μόνη σε ένα χωριό, αφού τα παιδιά της λόγω των γνωστών αιτιών και κυρίως εξ’ αιτίας της επελαύνουσας αστυφιλίας ζουν με τις οικογένειές τους σε αστικό περιβάλλον, και έχει για καθημερινή βοηθό μια άγνωστη, εν πολλοίς, κοπέλα από τις Φιλιππίνες. Και τότε κάποια στιγμή αρχίζουν να γίνονται γνωστοί οι φόνοι γυναικών που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή και τύχη, μεταναστριών που για καθαρά οικονομικούς λόγους κατευθύνθηκαν για να εργαστούν και αυτές σε μακρυνές χώρες. Η ηλικιωμένη γυναίκα, μπροστά σε όλα αυτά, αρχίζει να διατυπώνει τις δικές της ανησυχίες και τους μύχιους φόβους της για τη δική της βοηθό, τη Λάνι Λανιλί, έχοντας δίπλα της πάντα μια αγαπημένη της φίλη και γειτόνισσα, με την οποία συζητούν τα τεκταινόμενα στο περιβάλλον τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει μια υφέρπουσα φεμινιστική χροιά στην όλη αφήγηση στο βιβλίο ετούτο της Κωνσταντίας Σωτηρίου. Κύριοι πρωταγωνιστές και χαρακτήρες είναι οι γυναίκες. Η ζωή και οι δράσεις τους βρίσκονται υφασμένες πάνω στις αφηγήσεις σημαινόντων ιστορικών γεγονότων της Κύπρου. Όμως ουδείς δύναται να παραγνωρίσει ή να αφήσει στο περιθώριο και την έντονα πολιτική χροιά που αποπνέουν οι σελίδες του. Τον έμμεσο εξαναγκασμό των Κυπρίων εργατών να εργαστούν μακροχρόνια στην βαρύτατη και επικίνδυνη διαδικασία της εξόρυξης πολύτιμων μετάλλων κάτω από τη γη τους, με απάνθρωπες το κυριότερο συνθήκες. Την ανάγκη άλλων να έρθουν για εργασία εκεί, για ανάλογους, οικονομικούς στην ουσία, λόγους. Δύο ζητήματα έντονης σημασίας και για την Κύπρο, όπως είναι η αποικιοκρατία και η μετανάστευση. Όμως, κάπου εκεί μέσα, γράφει η Κωνσταντία Σωτηρίου: «Τα μνημόσυνα δεν τα κάνουμε για αυτούς που πέθαναν, τα κάνουμε για αυτούς που έμειναν…». Μια σημαντικότατη, ομολογουμένως, φράση με ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις!

