Βαγκνερική ποίηση; Μία εναλλακτική προσέγγιση σε ένα νέο ποιητικό κείμενο (για το βιβλίο “Μόρα: Το σημάδι της Σάρας” της Βίκυς Κατσαρού – ISBN: 9786185769857)
Αλέξανδρος Στεφανίδης, Διευθυντής ΕΣΥ, Καρδιολόγος

Από την πρώτη φράση της Μόρας (εκδόσεις Ενύπνιο, 2025) —«Διέσχισα ολάκερο τον ωκεανό της ύπαρξης»— η ποιήτρια Βίκυ Κατσαρού μάς εισάγει σε μια οικουμενική περιπέτεια του πνεύματος, όπου οι ήρωές της κινούνται ανάμεσα στη ζωή και στη μύηση, ανάμεσα στο σώμα και στη μουσική της ψυχής. Το νέο κείμενο της Ελληνίδας ποιήτριας, θυμίζει μια ενιαία σύνθεση, ένα σύγχρονο Gesamtkunstwerk (ολοκληρωμένο έργο τέχνης), όπου τα μυστήρια του Βάγκνερ αντηχούν στη φωνή μιας γυναίκας της εποχής μας.

Η μύηση των επτά έργων

Η πορεία της Μόρας αντιστοιχίζεται με τη βαγκνερική επτάδα: Ιπτάμενος Ολλανδός, Τανχόυζερ, Λόενγκριν, Τριστάνος και Ιζόλδη, Δαχτυλίδι, Αρχιτραγουδιστές, Πάρσιφαλ. Όπως τα επτά τσάκρας του ινδουισμού που ενεργοποιούν τις βαθμίδες της συνείδησης, έτσι και τα έργα του Βάγκνερ απηχούν επτά στάδια εσωτερικής ανάβασης. Η Μόρα συμμερίζεται αυτή την κίνηση: κάθε ενότητά της μοιάζει με μουσική πράξη μιας λειτουργίας, με άξονα την κάθαρση και τη φώτιση. Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί μια ιστορία· διαβαίνει τα επίπεδα μιας πνευματικής κλίμακας.

Το ράψιμο του ματιού – η γνώση μέσω της τύφλωσης

Στο ποίημα «Το σημάδι της Σάρας», η μικρή ηρωίδα βλέπει τη μοίρα της να χαράζεται πάνω στο σώμα: «Μου έραψε το στόμα… Πέντε μέρες μετά μου έραψε το αριστερό μου μάτι». Η πράξη αυτή είναι σκληρή, σχεδόν τελετουργική· η στέρηση γίνεται πρόνοια. Από τον Βόταν που θυσιάζει το μάτι του στο πηγάδι της σοφίας, μέχρι τον Τειρεσία που τυφλώνεται για να δει τα άδηλα, και τον Παύλο που φωτίζεται μετά το σκοτάδι της Δαμασκού, η απώλεια της όρασης σημαίνει πνευματική γέννα.

Η Κατσαρού ανανεώνει αυτόν τον αρχέγονο συμβολισμό: η σιωπή και η τύφλωση είναι οι προϋποθέσεις της γνώσης. Η ποιήτρια αφαιρεί από τον εαυτό της το δικαίωμα του βλέμματος για να αποκτήσει το χάρισμα της ενόρασης. Η Μόρα βλέπει εκεί που τα μάτια δεν φτάνουν — όπως ο Βάγκνερ άκουγε εκεί που η μουσική δεν είχε ακόμη γραφτεί.

Η θυσία ως μοτίβο του κόσμου

Η σοφία έχει τίμημα: «Η σοφία απαιτεί θυσία». Στον κόσμο της Μόρας, όπως και στον κόσμο του Βάγκνερ, τίποτε δεν αποκτάται ανέξοδα. Ο Βόταν, ο θεός με το ένα μάτι, και η ποιήτρια με την προβολή του εαυτού της στο ραμμένο βλέμμα της ηρωίδας της, συμμετέχουν στην ίδια τελετή γνώσης μέσω απώλειας. Το σώμα τους γίνεται ναός όπου χαράσσεται το νόημα. Το μάτι που λείπει βλέπει πιο μακριά· το στόμα που ράφτηκε ψάλλει πιο βαθιά.

Θάλασσες και πλημμύρες – το τέλος του κόσμου

«Οι θάλασσες θα πνίξουν τον κόσμο όλο». Η φράση επανέρχεται σαν μουσικό θέμα, όπως τα leitmotive του Βάγκνερ. Θυμίζει την τελική πλημμύρα του Ρήνου στο Λυκόφως των Θεών, όπου το νερό σβήνει τη φωτιά και καθαρίζει τη δημιουργία. Η καταστροφή δεν είναι τέλος αλλά κύκλος. Στη Μόρα, όπως και στο Götterdämmerung, το κάψιμο και ο πνιγμός, η φωτιά και το νερό, δεν είναι αντίθετα· είναι διαδοχικά στάδια της λύτρωσης.

Η πρώτη των γυναικών – η θηλυκή σοφία

Όταν η Μόρα αποκαλεί τη Σάρα «πρώτη των γυναικών», το δοκίμιο βλέπει να καθρεφτίζεται η Βρουγχίλδη, η εκλεκτή των Βαλκυριών. Όπως εκείνη υπακούει στην καρδιά της παραβαίνοντας τον νόμο του Βόταν, έτσι και η Σάρα υπερβαίνει τα όρια της γυναικείας υπακοής, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της μύστιδος. Η γυναίκα στη Μόρα δεν είναι παθητική μάρτυρας, αλλά φορέας φωτιάς. Η «πρώτη των γυναικών» είναι η πρώτη που «είδε», η πρώτη που πόνεσε, η πρώτη που κατανόησε.

Ο χριστιανικός καθρέφτης του Παρσιφάλ

Η φράση «Δεύτε φάγετε· αυτή είναι η σάρκα μου… γιατί μετά θα σας φάω εγώ» είναι μια βλάσφημη μεταφορά του Μυστικού Δείπνου· μα η βλασφημία εδώ είναι θεολογική σάτιρα, όχι ειρωνεία. Όπως στον Παρσιφάλ, ο Χριστός δεν εμφανίζεται αλλά διαχέεται στα σύμβολα του Δισκοπότηρου και της Λόγχης, έτσι και στη Μόρα το ιερό γίνεται εσωτερικό βίωμα. Ο Αμφόρτας του Βάγκνερ, τραυματισμένος από τη λόγχη, είναι το πρόσωπο της αέναης πληγής· ο Παρσιφάλ τον θεραπεύει όχι με θαύμα αλλά με συμπόνια.

Η Κατσαρού υιοθετεί αυτή την ηθική της συμπάθειας: ο λυτρωμός δεν είναι εξωτερική χάρη, αλλά συν-πόνος. Η Μόρα προτείνει έναν βουδιστικό Χριστό, έναν χριστιανισμό της καρδιάς χωρίς θεολογία — μια λύτρωση μέσα από την ταύτιση με το πάθος του άλλου.

Ο όρκος και η καταστροφή της τάξης

«Οι πιο φοβεροί όρκοι είν’ άχυρα για τη φωτιά του αίματος». Ο λόγος, η υπόσχεση, είναι ιερός και εύθραυστος μαζί. Ο Βάγκνερ είχε οικοδομήσει πάνω στον όρκο του Άλμπεριχ και του Βόταν ολόκληρη την Τετραλογία του Δαχτυλιδιού: κάθε παράβαση του όρκου είναι μια ρωγμή στον κοσμικό νόμο. Το ίδιο και στη Μόρα: ο όρκος, η δέσμευση, η υπόσχεση αγάπης ή αλήθειας, λειτουργεί σαν πεδίο φωτιάς. Όποιος τον παραβεί, καίγεται· όποιος τον τηρήσει, φυλακίζεται. Ο λόγος αποκτά τραγική διάσταση: είναι ταυτόχρονα δημιουργός και καταστροφέας.

Το αίμα ως μνήμη

«Τα μάτια μου ασπρίζουν, βλέπω την καρδιά του». Το αίμα στη Μόρα είναι φωτεινό, αποκαλυπτικό. Θυμίζει τη σκηνή του θανάτου του Ζίγκφριντ, όταν, μαχαιρωμένος, ξαναβλέπει μέσα από το αίμα του την αλήθεια. Η αιμορραγία γίνεται όργανο μνήμης: ό,τι λησμονήθηκε επιστρέφει μέσω του πόνου. Η Κατσαρού μετατρέπει το αίμα από βιολογικό σύμβολο σε μεταφυσικό καθρέφτη· μέσα του καθρεφτίζεται η γνώση, η ενοχή, η λύτρωση. Η πληγή δεν είναι πληγή· είναι η πόρτα του φωτός.

Ο λύκος και η εξορία του θεού

Ο άσπρος λύκος της Μόρας συνομιλεί με τον Wälse του Βάγκνερ, την προσωπίδα του Βόταν όταν περιπλανιέται ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο λύκος είναι το ένστικτο, ο εξόριστος θεός, το ζώο που κουβαλά βασιλική ψυχή. Όταν οι γυναίκες σκοτώνουν τη λύκαινα και η Μύριαμ αισθάνεται τον πόνο της, επαναλαμβάνεται η εμπειρία του Παρσιφάλ που νιώθει μέσα του την πληγή του Άμφόρτας. Η συμπόνια παίρνει μορφή ζωική, αρχέγονη: ο άνθρωπος λυτρώνεται όταν πονά μαζί με τη φύση. Ο λύκος δεν είναι απειλή, είναι καθρέφτης.

Η μητέρα, ο πόνος και η συμπόνια

«Στέκομαι απέναντι από τη μητέρα… το νιώθω στο κέντρο της καρδιάς μου». Η σκηνή αυτή είναι σχεδόν ευαγγελική. Ο πόνος της μητέρας αντιστοιχεί στον πόνο του κόσμου· το παιδί που συμπονά γίνεται ο εκλεκτός της γνώσης. Όπως ο Παρσιφάλ «νιώθει» την πληγή του βασιλιά, έτσι κι εδώ η Μόρα αντιλαμβάνεται ότι η κατανόηση δεν είναι διανοητική αλλά καρδιακή πράξη. Η συμπόνια του Βάγκνερ —η συμπόνια που σώζει— αποκτά στο ποίημα καθαρά ανθρώπινη, γυναικεία σάρκα.

Η φωτιά της λύτρωσης

Το τέλος της Μόρας είναι καθαρά βαγκνερικό: «Με μεγάλωσε κι ανάθρεψε τον θάνατο να φέρω, στο τέλος όμως μου μίλησε για αγάπη». Όπως η Βρουγχίλδη ρίχνεται στη φωτιά και επιστρέφει το Δαχτυλίδι στις κόρες του Ρήνου, έτσι κι εδώ ο κόσμος καίγεται για να ξαναγεννηθεί. Η φωτιά του τέλους είναι λύτρωση, όχι καταστροφή.

Η τελευταία μουσική φράση του Βάγκνερ, Erlösung durch Liebe —λύτρωση μέσω αγάπης— βρίσκει στην ποίηση της Κατσαρού το λεκτικό της ισοδύναμο. Η αγάπη είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να καθάρει τον θάνατο· το τέλος είναι συμφιλίωση, όχι μηδενισμός.

Επίλογος

Η Μόρα είναι μια ποιητική τετραλογία χωρίς ορχήστρα. Οι εικόνες της λειτουργούν σαν μουσικά θέματα ή καλύτερα εξαγγελτικά μοτίβα: το ραμμένο μάτι, ο όρκος, το αίμα, ο λύκος, η φωτιά. Καθένα επιστρέφει μεταμορφωμένο, όπως τα μοτίβα του Βάγκνερ. Η ποιήτρια οικοδομεί έναν κόσμο όπου το μυστικό, το θρησκευτικό και το ερωτικό συγχωνεύονται σε μια ενιαία πνοή.

Όπως ο Βάγκνερ συνέθεσε τη δική του μυθολογία από γερμανικές, ελληνικές και ινδικές ρίζες, έτσι και η Κατσαρού υφαίνει τη δική της οικουμενική μυθολογία του θήλεος. Η Μόρα δεν είναι απλώς ποίημα· είναι λειτουργία, όραμα, θέατρο της ψυχής.

Στο τέλος, το ποίημα δεν τελειώνει — όπως δεν τελειώνει και η μουσική του Βάγκνερ· απλώς αναφλέγεται και διαλύεται μέσα στο φως.

Ελπίζουμε σε μία νέα ποιητική δημιουργία της.

Περισσοτερα αρθρα