«91 ημέρες» της Βικτώριας Τσιόκου

Πώς αναμετριέται κανείς με τη βαθιά απώλεια; Το χρονικό της αναμέτρησης, της δύσβατης διάρκειας 91 ημερών ή τριών μηνών από τον θάνατο του πατέρα, που διανύει η κόρη του, καταγράφει η Βικτώρια Τσιόκου σε αυτή τη συλλογή της. 91 ημέρες, 61 ποιήματα, ένα μονόστιχο («Ημέρα 87») και ένα κατοικούμενο από μία μόνο λέξη («Ημέρα 73») αποδεικνύουν πως η αλήθεια δεν χρειάζεται πολλά λόγια και πως μια ποιήτρια/κόρη μπορεί να εκφράσει ατόφια, με λιτά μέσα, το σοκ και τη θλίψη που την κατακλύζουν μετά τον θάνατο του αγαπημένου πατέρα.

Η πλοήγηση μέσα στον άγνωστο χώρο που ορίζει η αμετάκλητη απουσία («τα μάτια μου προδίδουν το κενό», από την «Ημέρα 12») και η διαπραγμάτευση της εξορίας από όσα γνώριμα μέρη δεν θα ξανακατοικηθούν με τον ίδιο τρόπο («το σκυλί έχει κουρνιάσει/ κάτω από την καρέκλα σου// σε περιμένουμε/ μαζί», από την «Ημέρα 22»), των οικείων αντικειμένων που δεν θα ξανακάνουν πια την εμφάνισή τους («αρνούμαι να πιστέψω/ πως δεν υπάρχουν -πια- τσιγάρα σου στο σπίτι», από την «Ημέρα 7») ορίζουν μεταξύ άλλων την ποιότητα των στίχων, τους οποίους διαπερνά η σκληρή αλήθεια του θανάτου.

Κάθε θάνατος αφήνει πίσω του απουσία: όλων των λόγων που δεν ειπώθηκαν, των ερωτήσεων που δεν πρόλαβαν να ερωτηθούν («ερωτήσεις και απαντήσεις στο περίπου/ στο μάλλον» από την «Ημέρα 15»), της αγκαλιάς που έμεινε χωρίς τη δυνατότητα να ξαναχωρέσει το αγαπημένο σχήμα, του ανίγματος που ξαφνικά κατέστη ο αγαπημένος νεκρός και του αμετάκλητου αδιεξόδου που δημιούργησε η αιφνίδια απουσία του:

πέθανες
και το μόνο που μπορώ να κάνω γι’ αυτό

είναι ποιήματα

(«Ημέρα 27»)

Τι μπορεί να κάνει μια κόρη που ο πατέρας της χάθηκε, πέρα από το να σκέφτεται, να νιώθει νοσταλγία, να αναπολεί και να παρατηρεί τις αντιδράσεις των οικείων;

η μάνα σου
κρύβει τα δάκρυά της
μην και την καταλάβει ο πατέρας σου
ο οποίος μάλλον

και αυτός τα κρύβει από αυτήν

και κάθονται οι δυο τους
αντικριστά στους καναπέδες
με συνοδεία κάποιο
άνευ σημασίας τηλεοπτικό προϊόν
και μοιράζονται
μια πάστα αμυγδάλου
μπροστά από τη φωτογραφία σου

μέσα στο χρυσό κάδρο

(«Ημέρα 51»)

Τα λόγια της Τσιόκου είναι απαλλαγμένα από κάθε υποψία στόμφου. Είναι απλά, καθημερινά, άμεσα, κόβουν σαν μαχαίρια και ειλικρινή: όπως θα νιώθονταν από έναν νέο άνθρωπο σήμερα. Γι’ αυτό συντελούν σε ένα βαθιά ανθρώπινο τεκμήριο ειλικρίνειας. Αρκεί άραγε αυτό το τεκμήριο για να γραφτεί ποίηση; Είναι μια ερώτηση που με προβλημάτισε και όταν έγραφα το ΣΚΠ. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι αυτό που έγραψα στερείται ποιητικότητας. Ήξερα όμως ότι διαπνεόταν από ειλικρίνεια βαθιά και αιχμηρή, η οποία από τον αντίκτυπο κατάλαβα ότι συγκίνησε τους αναγνώστες.

Έτσι και αυτή η συλλογή της Τσιόκου ξεχειλίζει από συγκίνηση, του είδους που προσφέρει γενναιόδωρα η προσωπική μαρτυρία – άσχετα με το αν είναι τελικά αληθινή ή επινοημένη, κατασκευασμένη ή φανταστική. Και είναι ακριβώς αυτή η ποιότητα της προσωπικής μαρτυρίας που εγείρει τη συμπάθεια, εγείρει την ενσυναίσθηση, την ταύτιση και τελικά τη συν-κίνηση του αναγνώστη. Μια συγκίνηση οικειοποιημένη, αφού η ταύτιση με το ποιητικό υποκείμενο συνεπάγεται την οικειοποίηση του πόνου. Δεν είναι ποίηση αυτό; Μα, αυτό κι αν είναι! Μια άλλου είδους, όχι εγκεφαλική, αλλά βαθιά σωματική  και άμεση ποίηση.

Τι σημασία έχει αν ένα ποίημα δεν διαπιστώνει τίποτε άλλο από το ότι

το κηδειόχαρτο
είναι ακόμα κολλημένο

σε μια κολόνα της ΔΕΗ στη γειτονιά

(«Ημέρα 55»)

Το γεγονός έχει πολύ μεγάλη σημασία. Κατ’ αρχάς γιατί έχει τη λογική της «στάγδην» μεταφοράς των συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου στον αναγνώστη: με αυτό το στάγδην εννοώ ότι αυτό το ποίημα είναι άλλο ένα ποίημα σε ένα σύνολο ποιημάτων που λειτουργούν όλα μαζί σαν επαναλαμβανόμενες σταγόνες που γεμίζουν ένα ποτήρι. Το ξεχείλισμα του ποτηριού δεν μπορεί παρά να είναι  εντυπωσιακό και πλημμυρικό. Το ποίημα μπορεί να μην περιέχει ποιητικά στοιχεία, μεταφέρει όμως συναίσθημα με την εικόνα που δημιουργεί και με τη σημαντική λέξη «ακόμα»: ένα «ακόμα» που δημιουργεί συνέχεια και διάρκεια στον θρήνο, δημιουργεί τελικά τον ίδιο τον θρήνο και τον επικυρώνει.

μπαμπά,
έχω δοκιμάσει πολλά
θάλασσες και βουνά και φιέστες
και τσίπουρο και κωμωδίες και βαθιές

αναπνοές και νερά παγωμένα και μουσικές και ταξίδια και

δε δουλεύει τίποτα

η μοναξιά τα βράδια

μου παίρνει τη φωνή

(από το ποίημα «Ημέρα 71»)

Και κάποτε η συλλογή φτάνει στο τέλος, ένα τέλος προδιαγεγραμμένο και εξαρχής γνωστό: την ορφάνια από το αγαπημένο πρόσωπο και τη συνακόλουθη μοναξιά που αυτή συνεπάγεται. Ο αγαπημένος πατέρας που χάθηκε μετατρέπεται στον αποδέκτη του εσωτερικού μονολόγου της κόρης του. Εκείνη του μιλά συνεχώς, μιλώντας ουσιαστικά στον εαυτό της, στη συνιστώσα εκείνη μέσα της που υπήρξε ο πατέρας της ως στοιχείο δομικό της προσωπικότητάς της, ως ο βράχος που θεμελίωσε την ίδια την ύπαρξή της:

μάλλον
δεν μου μίλησες πολύ
για τη μοναξιά
και τις τρύπες που ανοίγει
μάλλον
μου είπαν γι’ αυτή τα μάτια σου
με εκείνη την απορία
πως απουσία θα πει
να βυθίζεσαι σε ένα ωκεανό
ολοσκότεινο

και άδειο

μόνη.

(«Ημέρα 90»)

Και αυτό το «μόνη», μία λέξη μονάχα, δείχνει την οδυνηρή συνειδητοποίηση του αμετάκλητου της απουσίας σε όλο της το έρεβος.

Περισσοτερα αρθρα