“Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών” της Όλγκα Τοκάρτσουκ

Η Όλγκα Τοκάρτσουκ είναι Πολωνή συγγραφέας και ακτιβίστρια. Το 2018 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την αφηγηματική της φαντασία η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά το πέρασμα ορίων ως τρόπο ζωής».

Το «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» εντυπωσιάζει αρχικά με τον πολύ ποιητικό και παράξενο τίτλο του που είναι δανεισμένος από στίχο του ποιητή Ουίλιαμ Μπλέικ, βασικού εκφραστή της γοτθικής κουλτούρας.

Αρχικά η συγγραφέας στήνει ένα επιβλητικό σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της. Στην κοιλάδα του Κλότζκο, στην Πολωνία, υπάρχει ένας οικισμός με λιγοστά σπίτια και ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο χειμώνας είναι άγριος και ο αέρας φυσά πάντα απειλητικός και παγωμένος από τα βουνά της Τσεχίας προς το μέρος αυτό. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που αγαπούν τούτο τον αφιλόξενο τόπο. Ανάμεσά στους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους είναι και η κεντρική ηρωίδα, η Γιανίνα Ντουσέικο, μια μοναχική ηλικιωμένη κυρία, που έχει πάθος με την αστρολογία, μεταφράζει μαζί με έναν φίλο της ποιήματα του Μπλέικ και αγαπά πολύ τη συντροφιά των ζώων. Το δάσος, εξάλλου, είναι δίπλα στον οικισμό και τα ζώα που ζουν εκεί κινούνται σχεδόν ανάμεσά τους.

Ενώ, όμως, όλα μοιάζουν βυθισμένα στην παγερή γαλήνη ενός χειμωνιάτικου τοπίου, όπου τίποτα σχεδόν δεν αλλάζει και δεν εξελίσσεται, ο ξαφνικός θάνατος της Μεγάλης Πατούσας, ενός γείτονα της Γιανίνα διαταράσσει τη συνηθισμένη βραδύτητα και ακινησία. «Πνίγηκε με το κόκαλο ενός λαθραία κυνηγημένου ζαρκαδιού. Εκδίκηση από τον τάφο».

Η Μεγάλη Πατούσα ήταν ένας άνθρωπος που γνώριζε τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή. «Γνώριζε καλά το δάσος: με τι θα μπορούσε να βγάλει χρήματα, τι να πουλήσει και σε ποιον. Μανιτάρια, μούρα, κλεμμένη ξυλεία, ξερόκλαδα για προσάναμμα, θηλιές, το ετήσιο ράλι αυτοκινήτων εκτός δρόμου, κυνήγι. Το δάσος έτρεφε αυτόν το μικρό καλικάντζαρο. Όφειλε λοιπόν, να σέβεται το δάσος, μα δεν το σεβόταν». Eνάμιση μήνα αργότερα βρίσκεται νεκρός μέσα στο χιόνι και ο διοικητής της Αστυνομίας. Αν και οι θάνατοι αυτοί φαίνεται πως μάλλον είναι ατυχήματα, ωστόσο  σταδιακά υπάρχουν κάποιες υπόνοιες πως  και κάτι άλλο παράξενο μπορεί να συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο. Όταν μάλιστα τα θύματα πολλαπλασιάζονται, και είναι κυνηγοί, τότε όλα δείχνουν πως πίσω από όλα αυτά τα περίεργα και ίσως όχι τόσο τυχαία περιστατικά κρύβεται ένα μυστήριο που συνενώνει όλες αυτές τις ιστορίες.

Πρόκειται για ένα οικολογικό παραμύθι ή για ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή;

Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη φαίνεται πως κινείται η ιστορία, αφού υπάρχουν και φόνοι που πρέπει να εξιχνιαστούν αλλά και αλληγορίες που πρέπει να ερμηνευτούν.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξιχνίαση της υπόθεσης αναλαμβάνει η Γιανίνα, που προσπαθεί να ανακαλύψει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτούς τους ξαφνικούς θανάτους. Η ίδια παίρνει σαφή θέση κατά της λαθροθηρίας και υποστηρίζει πως πρόκειται για εκδίκηση των ζώων, κανείς όμως δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις ανώφελες κουβέντες μιας «ξεμωραμένης» ηλικιωμένης.

Όχι τυχαία η συγγραφέας επιλέγει ως κεντρική ηρωίδα μια κυρία ώριμη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και γραφική, που κυκλοφορεί με το Σαμουράι της, έχει τα συνηθισμένα προβλήματα της ηλικίας της και επιμένει να καταγγέλλει όλους αυτούς που εκμεταλλεύονται ή κακομεταχειρίζονται τα ζώα, παρόλο που κανείς ποτέ δεν της δίνει σημασία. Ο ζήλος της για την προστασία των ζώων δεν βρίσκει σχεδόν ποτέ ανταπόκριση και πέφτει στο κενό, αφού βρίσκεται εκτός των κυκλωμάτων που λυμαίνονται το δάσος. Τι θα μπορούσε λοιπόν να προσφέρει μια «ασήμαντη» ηλικιωμένη κυρία στην εξιχνίαση της υπόθεσης; Υπάρχει στ΄αλήθεια περίπτωση να εκδικούνται τα… ζώα; Και αν ναι, τι είδους εκδίκηση θα μπορούσε να είναι αυτή;

Η  αναφορά της συγγραφέως στον Μπλέικ  είναι διαρκής, το κάθε κεφάλαιο αρχίζει με δικούς του στίχους, φαίνεται πως αγαπά και εμπιστεύεται τον προφητικό του λόγο και  πάνω σε αυτόν δομεί  τη δική της ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη και αντισυμβατική ιστορία μυστηρίου.

«Περιπλανήθηκα σε Ανθρώπων τόπους

μέσα από Αντρών και Γυναικών εκτάσεις

Και πράγματα είδα εκεί πέρα φοβερά

πράγματα που δεν θα γίνουν πιστευτά».

Το μυστήριο χτίζεται από την αρχή της αφήγησης, από τη μια μεριά με τα όσα ανεξήγητα συμβαίνουν και από την άλλη με τους επίμονους ισχυρισμούς της Γιανίνα που υποστηρίζει με θέρμη πως τα ζώα εκδικούνται. Η εμμονική μελέτη  της κεντρικής ηρωίδας με την αστρολογία δίνει ένα νομοτελειακό υπόβαθρο στoυς ισχυρισμούς της, ενώ παράλληλα εντάσσει την όλη αφήγηση σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο.

Ενώ, όμως, σε όλη την πορεία της αφήγησης  φαίνεται πως η συγγραφέας κατευθύνει τον αναγνώστη προς μια μεταφυσική λύση του μυστηρίου, δημιουργώντας την εντύπωση  πως πρόκειται να κάνει ένα άλμα στο χώρο του φανταστικού -μας έχει μάλιστα προϊδεάσει γι΄αυτό- επιστρέφει πάλι εύκολα στον κόσμο του πραγματικού και χτυπά το κακό στη ρίζα του με ένα ρηξικέλευθο τρόπο. Η ακτιβιστική δράση της συγγραφέως φαίνεται πως επηρεάζει σημαντικά και τον τρόπο που γράφει. Προτιμά δηλαδή τελικά μια λύση ρεαλιστική, δυναμική, απρόσμενη και ανατρεπτική.  Με ποιο τρόπο; Η αποκάλυψη έρχεται στο… τέλος.

Τελικά τι είναι αυτό που απασχολεί περισσότερο τη συγγραφέα εδώ; Eίναι μονάχα η ασίγαστη εκμετάλλευση της φύσης και των ζώων ή η κάθε μορφής εξουσία που προβάλλεται ως θέσφατο; Εμφανώς και τα δύο. Η συγγραφέας αφήνει πολλά υποννοούμενα και για τον τρόπο που ζούμε. Δεν παραλείπει να αφήσει αιχμές ακόμη και για την υπερβολική κατανάλωση κρέατος που χαρακτηρίζει τη διατροφή μας. «Κι αυτός ο κατακλυσμός σφαγμένου κρέατος που πέφτει καθημερινά στις πόλεις σαν βροχή της Αποκάλυψης;». Η κατάχρηση της εξουσίας, ωστόσο, και ο νόμος του ισχυρού σε όλες του τις εκφάνσεις φαίνεται  πως είναι αυτός που ενοχλεί κυρίως τη συγγραφέα.

Η Όλγκα Τοκάρτσουκ εντέλει στήνει μια δυστοπική ιστορία, ακραία και περίεργη για να αφυπνίσει συνειδήσεις και τη χειρίζεται με μαεστρία και απόλυτη φυσικότητα. Διαταράσσει τα αυτονόητα και τα ανατρέπει. Και επιθυμεί να αλλάξει τους ρόλους θύτη και θύματος σε μια προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης και εξάρθρωσης της ανθρώπινης απληστίας. Μέσα από την αφήγησή της  όχι μόνο τονίζει, αλλά σχεδόν κραυγάζει  πως τα περιθώρια της ανθρώπινης αλαζονείας έχουν πια στενέψει και είναι πολύ εύκολο πια πολλά δεδομένα να ανατραπούν.

Σε όλη το χτίσιμο της ιστορίας της είναι ξεκάθαρη η θέση της υπέρ του κάθε λογής ανυπεράσπιστου, υπέρ του ανθρώπου που αναζητά το δίκιο του και δεν το βρίσκει, υπέρ του ανθρώπου που δεν ακούγεται η φωνή του.

Και βέβαια, όπως και στον κόσμο του παραμυθιού, έτσι και εδώ, πίσω από το αλλόκοτο κρύβεται η αλήθεια, και το καθαρό μήνυμα που ελλοχεύει καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ηχηρό στο τέλος. Σαφώς και υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα υπέρ της προστασίας της φύσης και των ζώων. Δεν είναι, όμως, μονάχα αυτό. Η συγγραφέας οραματίζεται  συνάμα έναν κόσμο που λειτουργεί με μεγαλύτερη φαντασία, ενσυναίσθηση και διαίσθηση, έναν κόσμο με κοινωνική δικαιοσύνη, που δεν περιθωριοποιεί τους ηλικιωμένους και τους κάθε λογής ανίσχυρους, έναν κόσμο που σέβεται τους πολίτες και το περιβάλλον.

 

Ήλια Λούτα

Περισσοτερα αρθρα