«Το Διασίδι» του Κωστή Παπακόγκου
Κατερίνα Τσιτσεκλή

O Κωστής Παπακόγκος στη νέα του ποιητική συλλογή Το Διασίδι (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023) υφαίνει σαν ένας κορυφαίος μάστορας πάνω στο υφαντό της ποίησης, ποιήματα- μινιατούρες, γεμάτα εικόνες που αιχμαλωτίζουν την εντύπωση της στιγμής. Σύντομα όνειρα γεμάτα συμβολισμούς που εντυπώνονται στη μνήμη και φανερώνουν την αγάπη του για τον άνθρωπο και τη φύση, την ποίηση, την Ελλάδα.

Η συλλογή αποτελείται από 156 χαϊκού και χωρίζεται σε εφτά ενότητες που φέρουν ως  τίτλο τον αρχικό τους στίχο και όλα μαζί συνθέτουν  την κοσμοθεωρία του ποιητή.

Στην ποίησή του οι χορδές της φωνής και οι χορδές της ψυχής ενώνονται «τρικυμισμένοι φθόγγοι / ακόμα και όταν σιωπούν». Σκιαγραφούν αυτό που δεν τολμά να ειπωθεί, υφαίνονται σε ποίηση που στοχεύει απευθείας στην καρδιά.

Ο ποιητής κοιτάζει στα μάτια τον άνθρωπο που βρίσκεται στο περιθώριο και νιώθει στον κόσμο μόνος, απόκληρος. Τα συναισθήματα που αναδεύουν στα μύχια της ψυχής του βγαίνουν στο φως σε μια συνομιλία με τον άλλον, εκείνον που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο ξένος μέσα του. Ο ποιητής έχει βιώσει και ο ίδιος τη συνθήκη της μοναξιάς του ανθρώπου που αναγκαστικά εγκαταλείπει την πατρίδα του, αφού έφυγε από την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα του 1967 και έκτοτε ζει στη Στοκχόλμη.

Εκεί που η απελπισία / στέκει κλειστό ορυχείο / με μαύρο ασήμι/, η ποίησή του γίνεται η σπίθα που πυροδοτεί την «άσκαστη λέξη», εκείνη που φτάνει στα χείλη και αρνείται να ειπωθεί, για να καυτηριάσει την έλλειψη ευαισθησίας που υπάρχει στον κόσμο.

Άσκαστη λέξη― / το καψούλι μιας έννοιας / και μπαρούτι.

Οι λέξεις του υφαίνουν το διασίδι της ποίησης που δεν είναι παρά το μονοπάτι προς τον άλλον και παράλληλα ξετυλίγουν μια φιλοσοφία ζωής, όπου η ο έρωτας, η αγάπη, η προσφορά προς τον συνάνθρωπο παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Γιατί η ποίηση είναι μια παραμυθία που απευθύνεται σε εκείνον που κοιμάται και δεν θέλει να ξυπνήσει από τα όνειρά του για να συνειδητοποιήσει, για μια ακόμη φορά, ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ο ποιητής συνομιλεί με τον παρία, τον άνθρωπο που νιώθει ότι το μέλλον είναι μια κλειστή πόρτα. Θυμίζει ότι ο ένας είναι η αντανάκλαση του άλλου, πως όλοι είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο φθαρτό υλικό και ακολουθούμε την ίδια πορεία.

Ο ίδιος ο ποιητής φαίνεται να κρύβει στα φύλλα της καρδιά του μια απώλεια. Συχνά απευθύνεται σε ένα αγαπημένο πρόσωπο που δεν είναι πια εκεί και τότε η ποίησή του διανθίζεται από τις αναμνήσεις του έρωτα. Οι στίχοι του γεμίζουν από την ομορφιά της φύσης, το φως και το γαλάζιο της θάλασσας της Μεσογείου, τα πράσινα δάση, τα κελαηδίσματα των πουλιών. Οι εικόνες του φανερώνουν τη θεραπευτική επίδραση της φύσης στην ψυχή του ανθρώπου και κάνουν υποφερτή τη μοναξιά που κάποτε γίνεται σύντροφος όλων μας:

Ήλιος μεσόγειος / μ’ ένα χρυσό καλάθι / κι εμείς τα ψάρια.

Το καλοκαίρι / τραγανό κουδουνίζει / μες στο κεράσι.

Αχ! τρυποφράχτη, / πόσο έρωτα σηκώνεις / στα δυο φτεράκια!

Στην πυκνή ομίχλη / και οι δυο μας αρκουδάκια – / εσύ με φούστα.

Τα μάτια σου όταν / αναποδογυρίζουν / δε σε γνωρίζουν.

Κανένας ήχος / μον’ ο παλμός του κόσμου / στην αορτή σου.

Πάντα κοντά σου / να σ’ ακούω ως τα βάθη / όταν σωπαίνεις.

Μικραίνει η νύχτα/ όταν λαλεί το αηδόνι/ πλαταίνει ο κόσμος.

Ω! μοναξιά μας, / όλοι κι αν μας αφήσουν / εσύ θα μείνεις.

Μέσα στις εικόνες του εμφανίζεται ο κύκλος της ζωής, το εφήμερο της ύπαρξής μας, ενώ ο θάνατος προβάλλει συχνά σαν σκιά στις σελίδες του – άλλοτε με το λυγμό του γκιώνη και άλλοτε με το ρεαλισμό της πραγματικότητας – για να παρωδήσει τις βεβαιότητές μας:

Όλα τα πουλιά / τραγουδάν· μόν’ ο Γκιώνης /αναστενάζει.

Μια χούφτα χώμα / Κορυδαλλός στα ουράνια / όσο κελαηδάει.

Θρηνούσαν όλοι / μόν’ ο νεκρός στο κάδρο / χαμογελούσε.

Εγώ’ μαι μόνο / του ίσκιου μου η κρεμάστρα / κάτω απ’ τα’ άστρα.

Συχνά διακωμωδεί τη μάταιη προσήλωση των ανθρώπων στα υλικά αγαθά, θυμίζοντας ό,τι μόνο η καλοσύνη και η αγάπη μπορεί να αφήσει ένα χνάρι πίσω της,  όπως το δέντρο που με τόση αγάπη φύτεψε στον κήπο της η γιαγιά:

Έαρ στο σπίτι / δαμασκηνιά η γιαγιά μας / σείεται ανθισμένη.

Ο τάφος όλα / τα καταπίνει· πάρεξ / την καλοσύνη. 

Ό,τι έχεις δώσει / είναι που σου απομένει / καπνός είν’ τ’ άλλα.

Μιλάει για το χρόνο που κυλά και τις μέρες που φεύγουν σαν τα χελιδόνια, δίχως ν’ αφήνουν πίσω τους κανένα χνάρι:

Κανένα χνάρι/ στο δρόμο που ’χει ανοίξει/ το χελιδόνι.

Φεύγει το δείλι / ρόδινη πεταλούδα. / Μικρή η ζωή μας.

Και κάποιες φορές θυμίζει ότι η ποίηση μπορεί να είναι απλά διασκεδαστική:

Σιέστα τρόμου / μια μύγα στο ταβάνι / φοράει σπιρούνια.

Στον βαθύν ίσκιο / οι αρβύλες μου κοιμούνται / μ’ ανοιχτό στόμα.

Το συντριβάνι / όλο τον κόσμο παίζει / στο κομπολόι του.

Στις τελευταίες ενότητες, ο ποιητής μιλάει για την Ελλάδα σαν σύμβολο της ομορφιάς και του πνεύματος και για τους αγώνες που έχουν δώσει ανά τους αιώνες τα παιδιά της για την ελευθερία. Παράλληλα, στις σελίδες του αναφέρει ονόματα ποιητών και αγωνιστών με τους οποίους το όραμά του ταυτίζεται, όπως ο Καρούζος και ο Βελουχιώτης – για τον οποίο έχει ήδη γράψει δύο βιβλία– κάνοντας γνωστή την ελληνική εθνική αντίσταση στη Σκανδιναβία. Το όραμά του είναι ένας κόσμος ελεύθερος, χωρίς διακρίσεις.

Άγια η τριάδα / δάκρυ, / μπαρούτι κι αίμα / μοίρα σου, Ελλάδα.

Ο αιώνιος Έρως / και η μάνα του η Ελλάδα / η θεοτόκος.

Μες στη χαράδρα / μια κερασιά ανθισμένη / κι ο Βελουχιώτης.

Κάτω απ’ το κράνος / του σκοτωμένου ο πόθος / καίει σα λυχνάρι.

Ηώς, Τσε και Χο / των μαύρων παγετώνων / οι πυροβάτες.

Με μιαν ελπίδα / παν οι γενναίοι στη μάχη / να πέσουν ορθοί.

Ότι κι αν γίνει / οι σταυρωμένοι αύριο / θα επιζήσουν.

Η ελευθερία / εκεί που βρίσκει φώλι / γεννάει τ’ αβγό της. 

Ο ποιητής μνημονεύει επίσης την περίφημη Τσιγέτσου-νι, μια από τις κορυφαίες ποιήτριες του χαϊκού στην Ιαπωνία. Τα χαϊκού λόγω της μικρής φόρμας τους αποτελούνται από λέξεις συμβολικές που παραπέμπουν συνειρμικά σε γνωστές ιστορίες, εικόνες, ή συνήθειες και λειτουργούν συνεργατικά μεταξύ τους ώστε να αποκαλυφθεί το νόημα που θέλει να εκφράσει ο κάθε ποιητής. Ο Κωστής Παπακόγκος με τις υπερρεαλιστικές του εικόνες και την πολυσημία του λόγου του, αφηγείται ιστορίες με τα χαϊκού του που θα μπορούσαν να γεμίσουν σελίδες· περνάει στο μυαλό συμπυκνωμένα μηνύματα που αγγίζουν το νου και την καρδιά· μέσα τους οι λέξεις φυτρώνουν και καρπίζουν.

Κάθε ώρα κι ένας / ροδαμός πολύφθαλμος / μέσα σου ανθίζει.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο “Ο παράδεισος” θυμίζει τη ρήση που αναφέρεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο «πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, (ιη’. 18-27). Ωστόσο, ο υπερρεαλιστικός ελέφαντας του Κωστή Παπακόγκου μπορεί:

Ένας ελέφας / πέρασε απ’ του βελονιού / τη στενή τρύπα.

 

                                                                                                     Κατερίνα Τσιτσεκλή

 

Ο Κωστής Παπακόγκος (γεν. 1936 στο χωριό Παχτούρι της κεντρικής Πίνδου) έλαβε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα και δημοσίευσε πολλά σχετικά άρθρα σε εφημερίδες στην Σκανδιναβία. Ζει στην Στοκχόλμη όπου κατέφυγε μετά από το πραξικόπημα του 1967 και έχει στο ενεργητικό του πάνω από 32 βιβλία.

Περισσοτερα αρθρα