Αναθεωρώντας
τη μετάφραση των σύννεφων, εβδομήκοντα τον αριθμό και πάντα σε καταιγίδα διατελών, ευχήθηκα να μεταμρφωθώ σε αυτή τη σταγόνα που ξεχειλίζει ανά τους αιώνες το δισκοπότηρο.
Ο τυφλοπόντικας
ολοταχώς σκάβοντας τα λαγούμια της λαχτάρας προς την άκρη της νύχτας, γνωρίζει ότι τα μάτια είναι άχρηστα όταν με νύχια και με δόντια κανείς ανοίγει τον δρόμο για το πουθενά.
Χιλιοτρύπητο λαγήνι
και σταλιά νερό δεν χύνει. Μη φεύγεις, ποτάμι, ποτάμι με τις χίλιες στάλες. Το βράδυ είναι δικό σου, μα εγώ είμαι ένα κορίτσι δεμένο στο δικό του σκοτάδι. Σφουγγάρι στυμμένο από ξένο νερό.
Απελπισία
αθόρυβα, σαν τον σπόρο που μόλις φυτρώνει. Να μεγαλώσεις κι άλλο, γρήγορα. Να μοιάζει μικρούλα. η απόγνωση.
Με δίψασες
με ξεδίψασες, με δρόσισες, με ξέπλυνες, νεράκι που με βάφτισες, νεράκι εσύ που μ’ έπνιξες, νεράκι μου, σαν ποτάμι λαχταρώ, ποταμάκι μου, παγώνω σαν σκοτάδι, σαν σκύλος πιστεύω και πονώ, πονώ τελείως ανθρώπινα. Χάρισμά σου οι νικημένοι χτύποι της καρδιάς μου, η μπλε οργή της φλέβας μου και ιοι κάμποι της κοιλιάς μου, τα κύματα στο στόμα μας, τα φιλημένα μας γόνατα. Όργωσε, σκύλε, το χωράφι σου, γη δική σου είμαι, μήτρα ανθισμένη λεμονιά θα γεννήσει τη θάλασσα, από πάνω ο ουρανός θα ντρέπεται να κοιτάξει. Σου έκλεψα ματόκλαδο και μπόλιασα το βλέμμα μου. Γέμισαν τα ξερόκλαδα κι άρχισαν να γέρνουν απ’ τα βαριά, απ’ τα ακριβά σου δάκρυα. Το λαχάνιασμά σου, τι γνώση! Άγιε μου, πώς φύσηξες στα σπλάχνα μου αγάπη, εσύ, που στάλαξες και γέννησες εμένα και το παιδί μου, άγιε, εσύ που μεγαλούρηγσες με τα μάτια σου τη ζωή μου, βγάλε με τώρα απ’ τα πελάγη, μόνο άσε τις πληγές να γιατρευτούν με το θαλασσινό σου αλάτι κι ας μη στεγνώσω πια ποτέ.
Δήμητρα Κατιώνη
από τη συλλογή της ζώα-φυτά
εκδόσεις Κέδρος, 2023