Σφηνάκια του Απρίλη με το Πάσχα προ των θυρών (Γ. Ρούσκας, Γ. Σακαλής)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Χοϊκά: Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια του Γιώργου Ρούσκα

Από τις εκδόσεις Κοράλλι κυκλοφόρησε, το 2021, το πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο του Γιώργου Ρούσκα που περιλαμβάνει επακριβώς όσα υπόσχεται ο τίτλος του. Τα δοκίμια λειτουργούν ως εισαγωγικά κείμενα στις δύο επιμέρους ενότητες του βιβλίου: εκείνη με τα χαϊκού και εκείνη με τους δεπέλλιχους.

Στο δοκίμιο λοιπόν που αφορά την πρώτη ενότητα, ο Γιώργος κάνει εκτενή αναφορά στην ιστορία του χαϊκού ως ειδολογικής μονάδας, ιχνηλατώντας τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε, αλλά και στα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν: τη μετρική, τα κίγκο και τα κιρέτζι, τη μορφή των τριών στίχων. Στην ενδελεχή του έρευνα, ο Γιώργος βέβαια παρέβλεψε τη δική μου σημείωση (στην εισαγωγή μου στο βιβλίο Τσουνάμι: 29 χαϊκού από επιζήσαντες της φυσικής καταστροφής στην Ιαπωνία το 2011) ότι στην Ιαπωνία ο αριθμός 17 αφορά φωνήματα και όχι πραγματικές συλλαβές – για παράδειγμα, η λέξη Τόκυο αποτελείται από πέντε φωνήματα παρά τις τρεις της συλλαβές (Το-ου-κυ-ο-ου). Είναι όμως αυτό ένα στοιχείο που, τουλάχιστον στη γλώσσα μας όπως ομιλείται στην Ελλάδα όπου διαβάζουμε ό,τι γράφουμε (η Κύπρος ίσως είναι μια άλλη ιστορία, αφού εκεί διατηρείται κατά περίπτωση η διάρκεια του φωνήματος), δεν έχει καμία ουσιαστική συνέπεια.

Το δοκίμιο ακολουθούν χαϊκού συναρμοσμένα θεματικά σε έντεκα ενότητες με διαφορετικό η καθεμία ποσοτικό περιεχόμενο σε ποιήματα: 1. λεξεύεσθαι («άκρως ηχηρές/ στη σιωπή οι λέξεις/ αίματος πλήρεις»), 2. φύση (φύσει λογίζεσθαι) («Μάιος μήνας/ οργασμικός γεννήτωρ/ φύση σε στύση»), 3. σχετίζεσθαι («οι διαθέσεις/ κάνουν δικές τους στάσεις/ σαν ταξιδεύουν»), 4. ακοινωνήτως κοινωνείν («ωραίες μάσκες!/ καλά πώς τις αλλάζεις;/ – με ευκολία!»), 5. τεχνουργείν («μία η μήτρα/ αδερφογεννημένες/ όλες οι Τέχνες»), 6. ενσωματώνεσθαι («όσα δεν λέγεις/ το σώμα σου τα λέει/ αντί για σένα»), 7. αντιβιωτικώς πραγματώνεσθαι («μαιευτήριο/ σπίτι νοσοκομείο/ νεκροταφείο»), 8. εράν («την κορύφωση/ της έξαψης του πάθους/ κουμπιά κρατάνε»), 9. στοχάζεσθαι («εκτός των άλλων/ η ομορφιά ατρέπτως/ σε θωρακίζει»), 10. χρονίζεσθαι («όσο να ζήσεις/ όσο να βρεις τι θέλεις/ έχεις γεράσει») και 11. θανείν («πριν απ’ το τέλος/ χλωρή μόνο η μνήμη/ αλλοιωμένη»).

Ακολουθεί η ενότητα με τους δεπέλλιχους, όπου δεπέλλιχος = αυτοτελής δεκαπεντασύλλαβος ελληνικός στίχος, μία λέξη-επινόηση του Γιώργου – πολύ επιτυχημένη, κατά τη γνώμη μου, γιατί έχει ελληνοπρέπεια και είναι εύηχη. Επικαλούμενος τον Φορμαλισμό και τη Νέα Κριτική, ο Γιώργος εξερευνά τον όρο «διαμορφισμό» στην πράξη, σημειώνοντας τη σύνδεση «μεταξύ χαϊκού και δεπέλλιχου σε σχέση με τον υπαινιγμό, την παύση για ανάσα, την παρουσία της φύσης και του βιώματος», μολονότι ο δεκαπεντασύλλαβος είναι προγενέστερος της εμφάνισης των χαϊκού.

Θα καταγράψω εδώ μερικούς δεπέλλιχούς του, οι οποίοι δεν δίδονται διαιρεμένοι θεματικά, χωρίς αυτό να επηρεάζει σε τίποτα την απόλαυση από την ανάγνωσή τους:

σφυρίζοντας τα προσπερνάς

όσα δεν κατορθώνεις

*

το τζάκι καίει
όλα τα ξύλα

αδιακρίτως

*

στης σάρκας την απόλαυση

ποντάρει το κουκούτσι

*

πολλές φορές
ασήκωτο

των λέξεων το βάρος

 

Καράβι στον Αλιάκμονα του Γρηγόρη Σακαλή

Συνεπής στον τρόπο γραφής του ο Γρηγόρης, μας παρέδωσε μια νέα ποιητική συλλογή (εκδόσεις Ενδυμίων, 2023) με αυτόν τον παράξενο τίτλο – γιατί πώς μπορεί ένα καράβι να διαπλεύσει έναν ποταμό; Δεν μπορεί, χωρίς να τσακιστεί.

Ακριβώς όμως αυτή η ματαίωση, που υπονοείται από το βέβαιο τσάκισμα του καραβιού, είναι εκείνη που διαπερνά τους στίχους της συλλογής, καθώς το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα σκληρή που δεν αφήνει περιθώρια για όνειρα και ρεμβασμούς – ωστόσο εξακολουθεί να ρεμβάζει και να ονειρεύεται.

Το βιβλίο διαιρείται σε ενότητες: 1. Της κοινωνίας, 2. Του έρωτα, 3. Γεννήτορες και 4. Υπαρξιακά. Μολονότι είναι εντελώς ανεξάρτητες, χωρίς θεματική σύνδεση, οι ενότητες αυτές έχουν αυτονομία – καίτοι άνισες στον αριθμό ποιημάτων που περιέχουν – αν και θα έδινε κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερη συνοχή στη συλλογή το να συνδιαλέγονταν μεταξύ τους.

Η πρώτη ενότητα «Της κοινωνίας» περιλαμβάνει τον μονόλογο ενός επαναστάτη που διαπνέεται από ιδανικά, βλέπει όμως γύρω του διαρκώς τα κακώς κείμενα και πότε απελπίζεται, πότε φιλοσοφεί, πότε υποδαυλίζει το ενδεχόμενο ενός αγώνα. Παρακάτω ένα ποίημα-προσευχή για την ειρήνη από αυτή την ενότητα:

Προσευχή

Μέσα στα τόσα προβλήματα
την φτώχεια
την πείνα
την πανδημία
ήρθε τώρα να προστεθεί
κι ο πόλεμος.
Νεκροί και τραυματίες
πρόσφυγες παντού
ηλικιωμένοι
γυναίκες και παιδιά.
Κάτω από ένα
αιωνόβιο δέντρο
κάνω προσευχή
για τα νεκρά παιδιά
του πολέμου
που δεν πρόφτασαν
να μεγαλώσουν
για τις ψυχές τους
που πέταξαν στον ουρανό
κάνω προσευχή

για την Ειρήνη.

Οι υπόλοιπες ενότητες τιτλοφορούνται και αυτές ανάλογα με το περιεχόμενό τους: τα ποιήματα «Του έρωτα» είναι προφανώς ερωτικά και μιλούν ως επί το πλείστον για μια αγάπη που χάθηκε, τα ποιήματα για τους «Γεννήτορες» αναφέρονται στους γονείς του ποιητή και, τέλος, τα «Υπαρξιακά» περιέχουν προβληματισμούς περί της ύπαρξης. Από αυτή την τελευταία ενότητα και το ακόλουθο ποίημα:

Εξορία

Σ’ ένα έρημο δρόμο
γεμάτο σκόνη και άμμο
καθόμουνα σε μια ξύλινη
παλιά καρέκλα
είχα ένα καφέ
πάνω σ’ ένα σιδερένιο τραπέζι
αγνάντευα απέναντι τα βουνά
κοιτούσα το βάθος του δρόμου
έκανα εκεί τις διακοπές μου
σ’ αυτό τον έρημο τόπο
με τα λίγα σπίτια
ένα καφενείο
μα δεν μ’ ένοιαζε
είδα κάποιον να έρχεται
από το βάθος του ορίζοντα
μια απόκοσμη φιγούρα
πέρασαν ώρες, βράδιασε
μα κανείς δεν φάνηκε
μάλλον ήταν οφθαλμαπάτη.

Περισσοτερα αρθρα