Νικόλας Κουτσοδόντης, Ίσως φύγεις στο εξωτερικό: μια ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Θράκα. Ένα βιβλίο γραμμένο με ειλικρίνεια, σε μια εποχή γεμάτη πόζα. Αυτό από μόνο του, είναι κάτι σπάνιο.
Λείπει το «να φανούμε», «να γράψουμε ωραία», «να σταθούμε σωστά απέναντι στον καθρέφτη του ποιητικού εαυτού». Η ποίηση του Κουτσοδόντη δεν ποζάρει. Δεν κρύβεται πίσω από μεγάλα νοήματα ή περίτεχνες εικόνες. Δεν προσποιείται πως ξέρει, δεν ντρέπεται να πει «πονάω», «φοβάμαι», «φεύγω», «θέλω». Σε μια εποχή όπου όλα παρουσιάζονται με ύφος, με στυλιζάρισμα και με απόσταση, εδώ βλέπουμε μια φωνή εκτεθειμένη, χωρίς έλεγχο της εντύπωσης. Μια φωνή που δεν προσπαθεί να σε πείσει, αλλά να σε προβληματίσει. Να αναρωτηθείς, να αναλογιστείς, να τα βρεις με τον εαυτό σου, εκείνον που ξέρεις και τον άλλον που τεχνηέντως κρύβεις και κάνεις πως δεν τον ακούς.
Ο Κουτσοδόντης ανήκει σε μια γενιά ποιητών που γράφουν χωρίς φίλτρα, χωρίς φόβο. Η ποίησή του είναι εκτεθειμένη, δεν προστατεύεται πίσω από τεχνάσματα. Στέκεται στον δρόμο, στο σώμα, στην επιθυμία, στις αντιφάσεις της καθημερινής ζωής. Δεν τον ενδιαφέρει η γραφή του να είναι λυρική, τον ενδιαφέρει να είναι παρούσα.
Αρκετά ποιήματα διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον και περιλαμβάνουν εικόνες πόλης, ακόμη κι αν δεν ονομάζονται άμεσα. Είναι μια καταγραφή αστικής περιπλάνησης, γεμάτη λεπτομέρειες και ψυχική τοπογραφία. Είναι το τοπίο μέσα στο οποίο διαστέλλονται, υποχωρούν ή εκρήγνυνται τα συναισθήματα. Ο Θερμαϊκός στις τρεις το πρωί δεν είναι απλώς γεωγραφία. Είναι καθρέφτης εσωτερικής νύχτας: «Στις τρεις τη νύχτα ο Θερμαϊκός / είναι μια λίμνη με δεκάδες τηλεοράσεις αναμμένες». Αυτές οι αναμμένες τηλεοράσεις λειτουργούν ως συντροφιά και καταγράφουν ποιητικά τη σύγχρονη μοναξιά.
Ο Κουτσοδόντης παρατηρεί και καταθέτει ασήμαντες λεπτομέρειες που όμως φέρουν ένα ειδικό βάρος. Αυτό το ποιητικό ένστικτο δεν κοιτάζει τα μεγάλα και σπουδαία, αλλά πιάνει το ρήγμα μέσα στο καθημερινό, εκεί όπου κανείς δεν κοιτά. Επανέρχεται διαρκώς σε αυτό που θα αποκαλούσα «ασήμαντο». Αφήνει τα πράγματα σχεδόν να μιλήσουν μόνα τους: το σκουφί του σεκιουριτά, το μπλε φως της εισόδου, τα μάτια που «ξεφλουδίζονται και πέφτουν στα χέρια μου». Είναι ίχνη πραγματικότητας, ένα βλέμμα τρυφερό μέσα στην εξάντληση, που σέβεται ό,τι μοιάζει ασήμαντο, γιατί πιστεύει πως εκεί κάτι κρύβεται, ζητάει να μιλήσει, ζει και υπάρχει.
Ένα από τα πιο καθαρά νήματα που διατρέχουν τα ποιήματα είναι το σώμα. Όχι το σώμα ως ωραία εικόνα, αλλά ως πεδίο συναισθήματος, επιθυμίας, βίας, φροντίδας. Τα σώματα που συναντάμε στην ποίησή του είναι κουρασμένα, γυμνά, εκτεθειμένα, φοβισμένα, επιθυμητά, υγρά, έτοιμα να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Μιλούν, αγγίζουν, τρέμουν, χάνονται, ξαναβρίσκονται. Ένα ταξίδι όχι γεωγραφικό, αλλά ερωτικό, φαντασιακό, πολιτικό. Ο ποιητής απευθύνεται σε ένα «εσύ» και μέσα από εικόνες καθημερινές αλλά πάντα φορτισμένες, χτίζει έναν τόπο όπου ναι, μπορεί να υπάρξει ο έρωτας. Μέσα από τον Μπένγιαμιν, τον Λένιν, τους Βουδιστές, τη Μόσχα του ’26, ο έρωτας γίνεται τρόπος να αρθρώσεις μια κοινή γλώσσα με τον άλλον· ένας τρόπος επικοινωνίας.
«Θέλω να ακούσεις τα τραγούδια μου, ομοίως γυάλινα σαν τα τζαμάκια ρολογιού χειρός» – τι περίεργο, τζαμάκια που προστατεύουν τον χρόνο, το τώρα, την ύπαρξη. Μέσα στην εύθραυστη ακρίβεια μιας εμπειρίας που δεν σηκώνει ωραιοποιήσεις.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί γλώσσα καθημερινή, άμεση, συχνά σχεδόν προφορική και όμως με μια πύκνωση απίστευτη. Δεν ψάχνει τη μεγάλη φράση, ψάχνει την τίμια φράσηκαι αυτό κάνει τα ποιήματά του να λειτουργούν. Όχι γιατί εντυπωσιάζουν, αλλά γιατί μπαίνουν κατευθείαν κάτω από το δέρμα του αναγνώστη. Για του λόγου το αληθές:
«είμαι: γιος μηχανικού από την Άνδρο
κι όταν μου τρέχουν αίματα στο στόμα ο γιατρός
με ρωτάει αν γαμάω συχνά
και για να σκληρύνω ν’ αντρέψω να ενισχυθώ
με βρίζει που μουγκρίζω για παυσίπονα».
ωμά και αποκαλυπτικά συμπυκνώνεται κάτι πολύ ουσιαστικό: η έκθεση της ταυτότητας όχι με περηφάνια, ούτε με ενοχή, αλλά με νηφαλιότητα και αλήθεια. Ο στίχος ξεκινά με αναφορά στην καταγωγή: «γιος μηχανικού από την Άνδρο». Και στη συνέχεια εκτινάσσεται σε μια σκηνή βίας και απαξίωσης, μέσα σε έναν ιατρικό θάλαμο. Εκεί που ξέρουμε πως οι πληγές γιατρεύονται, εκεί που μάθαμε να αναζητούμε λύτρωση. Εκεί, σε αυτή τη λευκή κανονικότητα που τελικά δεν σέβεται το ποιος είσαι αλλά επιβάλει το ποιος πρέπει να είσαι. Ο γιατρός δεν ρωτά για τον πόνο, αλλά για τη σεξουαλική ζωή. Ο γιατρός είναι οκαθωσπρεπισμός που επιβάλλει η κοινωνία. Κι όταν ο αφηγητής διαμαρτύρεται του φωνάζει να σκληρύνει. Το σώμα εδώ δεν ακούγεται, υποβάλλεται. Είναι μια στιγμή που λέει πολλά για το πώς η κοινωνία διαχειρίζεται το άτομο όχι ως μοναδική ύπαρξη, αλλά ως επιβεβλημένο μέλος της με κανόνες που ορίζονται.
Σ’ αυτή την καταγραφή κρύβεται όλη η αλήθεια, όλη η ένταση, όλη η βία και η ανάγκη να υπάρξεις όπως είσαι, χωρίς να απολογείσαι.
Η Ηβ Σέντγουικ, στη μελέτη της «Επιστημολογία της ντουλάπας[1]», εξετάζει πως το να βγει κανείς απ’ την «ντουλάπα», να δηλώσει δηλαδή ανοιχτά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, δεν είναι μία και μοναδική πράξη. Το να είσαι εντός ή εκτός αυτής, δεν είναι μια απλή διχοτομία, ούτε ένα ζήτημα με το οποίο ξεμπερδεύεις μια και καλή. Στην ίδια ζωή συνυπάρχουν διάφοροι βαθμοί συγκάλυψης και ειλικρίνειας. Και βέβαια, ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αρκεί από μόνος του για να καταστήσει ένα άτομο παρία και μάλιστα ως εκ τούτου αθώο από κάθε υπόνοια πατριαρχικής συμπεριφοράς ή διάθεσης εκμετάλλευσης των άλλων. Η ταυτότητα του υποκειμένου είναι υποχρεωτικά ένα σύνθετο μείγμα: επιλεγμένων συμμαχιών, κοινωνικής θέσης και επαγγελματικών ρόλων, και όχι μια σταθερή εσωτερική ουσία.
Ένα από τα πιο βασικά νοήματα της συλλογής είναι η ταυτότητα, όχι ως θεωρητική κατασκευή ή κοινωνιολογική έννοια, αλλά ως βιωματικό γεγονός. Στα ποιήματα του Κουτσοδόντη βλέπουμε έναν άνθρωπο να αρνείται να χωρέσει σε ρόλους, να λέει «είμαι αυτός» χωρίς εισαγωγικά, χωρίς επεξηγήσεις, χωρίς προσχήματα. Κι αυτό, μέσα στην απλότητά του, είναι συγκλονιστικό. Γιατί ζούμε σε κοινωνίες που προσπαθούν να επιβάλλουν μια μεταμοντέρνα έννοια της ταυτότητας ως μια σειρά από μάσκες, ρόλους και δυνατότητες, ένα είδος αμαλγάματος αρεστού στους ηθικοπλαστικούς κανόνες.
Η καταγωγή, το φύλο, η σεξουαλικότητα, η κοινωνική τάξη, το σώμα, όλα είναι μέρη μιας ταυτότητας ρευστής, σύνθετης, ζωντανής. Είναι πολιτική πράξη με συνέπειες.Και σ’ αυτό το σημείο ταιριάζει απόλυτα η φράση του Άπνταϊκ που επιλέγει ο Κουτσοδόντης:
«Αν έχεις το κουράγιο να είσαι ο εαυτός σου, πληρώνουν οι άλλοι για σένα[2]».
Ή, θα πρόσθετα, σε πληρώνουν οι άλλοι με τη σιωπή τους, την απόσταση, την επιθετικότητα ή την απόρριψη.
Αυτή η ταυτότητα δεν παρουσιάζεται ποτέ ως «θέμα». Δεν υπάρχει διάθεση να εξηγηθεί ή να απολογηθεί. Υπάρχει η επιμονή να είναι παρούσα, να υπάρξει όπως είναι και να μας δηλώνει πως, όταν κάποιος είναι ικανός να σπάει σεξουαλικές συμβάσεις, τότε είναι πάντοτε δυνητικά ένα σύμβολο για το σπάσιμο όλων των συμβάσεων.
Σε αρκετά ποιήματα περιγράφεται η συναισθηματική ρήξη, με εικόνες ή περιγραφές που υπονοούν τη διάλυση ενός δεσμού. Αναφέρω χαρακτηριστικά κάποιους στίχους:
«εγώ πια δεν ξέρω αν θέλω
να φιλιούνται τα χέρια μας
ή να τα κόβουμε» (σελ. 26)
«τον άφησα μόνο του στης γκαρσονιέρας το σκοτάδι
κι έφυγα με την πλάτη μου μήλο
καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του
για λίγο την πόλη» (σελ. 13, «δίχως να το ξέρει – βόλτα στον Θερμαϊκό»)
Άλλο ένα στοιχείο που διατρέχει όλη τη συλλογή σχεδόν υπόγεια αλλά σταθερά είναι το φευγιό. Όχι πάντα κυριολεκτικά. Πιο συχνά είναι μια ψυχική τάση να φύγεις από έναν έρωτα, από μια συνθήκη, από τον εαυτό σου. Ακόμα και το σώμα φεύγει. Το φευγιό αυτό δεν είναι δειλία είναι αμυντική χειρονομία, είναι αντίσταση, είναι πράξη τρυφερότητας απέναντι στον εαυτό. Ο ίδιος ο τίτλος Ίσως φύγεις στο εξωτερικό κουβαλάει μέσα του αυτή την αβεβαιότητα, την ανάγκη να αλλάξεις, να ξεφύγεις, να σώσεις ό,τι σώζεται. Δηλώνει όμως και μια αδυναμία, μια αμφιταλάντευση.
Κλείνοντας, νιώθω πως η ποίηση του Κουτσοδόντη είναι πάνω απ’ όλα έντιμη. Δεν προσπαθεί να κερδίσει, δεν χαρίζεται, δεν καταφεύγει σε στυλιζάρισμα. Μιλάει με τον τρόπο που μιλάμε όταν είμαστε αβοήθητοι και θέλουμε να λυτρωθούμε από την μοναξιά. Η ποίηση του ξεκινά ακριβώς από αυτό που συνήθως περνά απαρατήρητο. Για αυτό και διαβάζοντας τη συλλογή αντιλαμβάνεσαι πως η τρυφερότητα εδώ δεν είναι διακοσμητική. Είναι τρόπος επιβίωσης, τρόπος εκδήλωσης, για αυτό και η αναφορά στη φράση της Όλγα ΝαβόγιαΤοκάρτσουκ: «Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπη[3]ς».
Κάπως έτσι γράφει κι ο Κουτσοδόντης με βαθύ σεβασμό προς τον άλλον όποιος κι αν είναι αυτός.
Όπως κι η Γλυνιαδάκη που επιμένει να μας ρωτά «πώς θα ήταν το καλό σε κλίμακα μαζική» γιατί αυτό είναι και εκείνο που την απασχολεί. Συνηθίσαμε τόσο στο κακό που το κάναμε πια εικόνα της ζωής μας. Ξυπνάμε και πριν φύγουμε για τη δουλειά μας, ακούμε για μαζικές δολοφονίες, για πόλεμο, για εθνοκάθαρση, για λεηλασίες, πόνο, πείνα και φτώχεια. Ετοιμάζουμε το κρεβάτι του πάθους και στις ειδήσεις που παίζουν από την τηλεόραση στο διπλανό δωμάτιο, ακούγεται ο τίτλος «την σκότωσε από υπερβολικό πάθος». Συνηθίσαμε τόσο στο θάνατο που μας φαίνεται περίεργη η ζωή.
Το συλλογικό τραύμα βασανίζει θα έλεγα και την ποιήτρια και είναι πασιφανές μέσα από την αφηγηματική της γραφή. Με ξεκάθαρες αναφορές της ιστορίας και των ειδήσεων. Οι ερωτήσεις που θέτει μέσω της γραφής της έχουν έναν οικουμενικό χαρακτήρα, μια αγωνία που δραπετεύει από το ατομικό, το εγώ, το ιδιοτελές. Στις «Ημέρες καλοσύνης[4]», από τις εκδόσεις Πόλις, γράφει:
Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό
χωρίς Θεό, στην εποχή μετά το θάνατό Του.
Μοιάζει με άρρωστο φωτάκι
που ξεκινά σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό
[…]
Το Κακό μετά το τέλος του Θεού
μοιάζει με θάνατο ανούσιο
σε κλίμακα μαζική,
γενοκτονίες εθνοκαθάρσεις διακρίσεις
ανθρωποβόρες μάχες για την κατάκτηση
μιας νέας πηγής νοήματος και ηθικής
το μέτρο όλων το άτομο
το μέτρο όλων η κοινωνία
το μέτρο όλων η ιδεοληψία
το μέτρο όλων ποτέ το μέτρο
Και θα προσθέσω: πώς θα ήταν η ανθρωπότητα αν το κέντρο της, αν η προτεραιότητά της, ήταν ο άνθρωπος και η διαφύλαξη της ψυχικής και σωματικής του ακεραιότητας;
Τους δύο αυτούς, πολύτιμους για εμάς τους υπόλοιπους, ποιητές τούς ενώνει η καλοσύνη, η τρυφερότητα όχι ως ένδειξη αδυναμίας αλλά ως δύναμη καθαυτή· ως φυγή, με ό,τι αυτή συνεπάγεται απελευθέρωση, λύτρωση, επανεκκίνηση, επαναπροσδιορισμός, ξανά από την αρχή μαζί. Και νομίζω δεν υπάρχει πιο όμορφο σημείο να σταθεί κανείς από αυτούς τους στίχους του Κουτσοδόντη:
«Με έχεις πια οριστικά κερδίσει / παίρνοντας ό,τι μου ανήκει μέχρι γύμνιας και γέλιου».
Μια φράση που κουβαλά ταυτόχρονα την ήττα, την παράδοση, την απόλαυση, τη λύτρωση.
Δεν ξέρω αν τελικά «φεύγει κάποιος στο εξωτερικό» ή αν ο ποιητής μιλά για εκείνες τις φορές που φεύγουμε από κάτι πιο προσωπικό, από μια ταυτότητα, από μια φαντασίωση για το ποιοι είμαστε ή πώς θα έπρεπε να είμαστε. Ίσως το πραγματικό «εξωτερικό» να είναι εκείνο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα απ’ την άμυνά μας, εκεί όπου λήγουν οι προσποιήσεις.
[1] Σέντγουικ, Ηβ. Επιστημολογία της ντουλάπας. ΝέαΥόρκη: University of California Press, 1990.
[2] Updike, John. Self-Consciousness: Memoirs. New York: Alfred A. Knopf, 1989.
[3] Tokarczuk, Olga. Tender Narrator. New Haven: Yale University Press, 2022. (Πρόκειται για την αγγλική μετάφραση της διάλεξης Nobel όπου εμφανίζεται η φράση «Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπης»
[4] Γλυνιαδάκη, Κρυστάλλη. Ημέρες καλοσύνης. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2023.