“Ένα νησί” της Κάρεν Τζένινγκς (ISBN 9789600125511)
Ήλια Λούτα

Η Κάρεν Τζένινγκς είναι Νοτιοαφρικανή συγγραφέας. Με το «Ένα νησί» έγινε παγκοσμίως γνωστή και προτάθηκε για το βραβείο Booker. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.

Πρόκειται για μια νουβέλα της οποίας η εξέλιξη εκτυλίσσεται σε ένα φανταστικό νησί που παρουσιάζεται σχεδόν σαν μια κουκκίδα στον απέραντο χάρτη της Αφρικής.

Οι κεντρικοί ήρωες είναι μονάχα δύο. Στο φάρο ενός μικρού νησιού της Αφρικής, εκεί που η θάλασσα ξεβράζει συχνά πτώματα πνιγμένων μεταναστών που μένουν στα αζήτητα, ο Σάμιουελ ζει μοναχός του είκοσι χρόνια. Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίζεται κάποιος  ναυαγός  που τον ξέβρασε ζωντανό το κύμα, πλάι σε ένα βαρέλι. «Ο Σάμιουελ είδε πρώτα το βαρέλι, μέσα από κάποιον φεγγίτη όπως κατέβαινε τον πύργο του φάρου εκείνο το πρωί». Παρά τους πολλούς δισταγμούς του και τον έντονο φόβο του μήπως είναι επικίνδυνος τον σώζει.

Τι πρόκειται να συμβεί, όμως, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, άγνωστους μεταξύ τους, που δυσκολεύονται να έρθουν πιο κοντά; Η επικοινωνία μεταξύ τους δεν είναι εύκολη καθώς δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ ο Σάμιουελ βιώνει τη νέα παρουσία ως μια διαρκή απειλή στο χώρο του και είναι πάντα καχύποπτος απέναντι στον ξένο. Γι’ αυτόν είναι πάντα ο άντρας, ένας άνθρωπος δίχως όνομα που έχει εισβάλει στο νησί του.

Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης παρακολουθούμε τη συναισθηματική κλιμάκωση του ήρωα, που αρχικά διαθέτει σπέρματα καλοσύνης και μιας απρόθυμης διάθεσης να βοηθήσει, ενώ σταδιακά με την αίσθηση μιας αδιόρατης -απ’ ό,τι αποδεικνύεται ανύπαρκτης- απειλής που λαμβάνει χώρα στο δικό του μυαλό, αλλάζει.

Η αφήγηση είναι ιδιαίτερα κοφτή, λιτή, χωρίς πολλές περιγραφές, χωρίς πολλούς διαλόγους, εφόσον οι δυο άνθρωποι έχουν ανεπαρκή επικοινωνία μεταξύ τους. Με μια διάθεση συντόμευσης και αποβολής του περιττού η συγγραφέας επιδιώκει να  εστιάσει στα συναισθήματα του κεντρικού ήρωα. Κινείται άλλοτε στο παρόν κι άλλοτε επιστρέφει στο παρελθόν που μοιάζει να έχει επηρεάσει καθοριστικά την προσωπικότητα και την υπόλοιπη ζωή του Σάμιουελ.

Φρούδες ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, φυλακή, βία, προδοσία,  δύσκολη ζωή, αγώνας για επιβίωση είναι τα βιώματα που έχουν χτίσει και σχεδόν έχουν μονώσει σε νέες επιδράσεις  και νέες προσλαμβάνουσες τον κεντρικό ήρωα που  είναι ένας βασανισμένος και φοβισμένος άνθρωπος.

Η αποικιοκρατία, οι δικτατορίες, η κακοδιαχείριση και  οι εμφύλιοι που ταλάνισαν την αφρικανική ήπειρο μετά το πέρας της αποικιοκρατίας  είναι οι συντεταγμένες που δίνουν το στίγμα τους στο σκελετό της συγγραφής. Η ιστορία της πολύπαθης Αφρικής  που αδυνατεί να βρει τις ισορροπίες της μέσα σε ένα διαρκή ορυμαγδό εναλασσόμενων δυσμενών καταστάσεων υποβόσκει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης.  Ο ήρωας αποφασίζει να ζήσει σε ένα προσωπικό μικρόκοσμο, απογοητευμένος από την επανάσταση στη χώρα του που κατέληξε  σε δικτατορία,  απογοητευμένος από την αγάπη του, απογοητευμένος από την τη ζωή του και τον ίδιο τον ευατό του. Μακριά από τους ανθρώπους που τον πλήγωσαν, απομονωμένος από όλους και από όλα, ζει μονάχος του, αυτός και το νησί του.

Σε αυτό το μικρό χώρο όπου υπάρχει η πολυτέλεια της ιδιοκτησίας ή καλύτερα της προσωπικής κατοχής, πόσο θα καταφέρει  τελικά ο Σάμιουελ να ανεχτεί ή και πολύ περισσότερο να αποδεχτεί κάποιον άγνωστο; Οσο εξελίσσεται η ιστορία τόσο διαπιστώνουμε πως η επιφυλακτικότητα, η καχυποψία και  η ξενοφοβία είναι στοιχεία που δεν γκρεμίζονται εύκολα. Η συναισθηματική αστάθεια του κεντρικού ήρωα που πάλλεται ανάμεσα στην καλοσύνη και την κακία είναι διάχυτη σε όλες τις σελίδες, κάνοντας τον αναγνώστη μέχρι το τέλος να περιμένει με αγωνία την κατάληξη αυτής της σχέσης.

Το βιβλίο καταφέρνει να κινηθεί σε δυο παράλληλες τροχιές.

Από τη μια να επικεντρωθεί στην Αφρική, σε μια ταλαιπωρημένη ήπειρο. Η πορεία της Αφρικής, η εκμετάλλευσή της από τους αποικιοκράτες και ο κακός χαμός  που ακολούθησε την αποχώρησή τους σκιαγραφούν με μελανές πινελιές το προφίλ μιας αδικημένης και πονεμένης ηπείρου.

Από την  άλλη σκιαγραφεί το φόβο για κάθε τι διαφορετικό που έρχεται στο χώρο μας,  για οτιδήποτε άγνωστο, ξένο προς την κουλτούρα μας, που μοιάζει να είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ο κεντρικός ήρωας νιώθει ότι ο χώρος είναι κατά κάποιον τρόπο δικός του, ότι του του ανήκει και δεν διστάζει να γίνει επιθετικός όταν υποψιάζεται πως αυτή η μοιραία συγκατοίκηση ενδεχομένως απειλεί τα κεκτημένα του.

«Το νησί. Το νησί. Το νησί ανήκε στον Σάμιουελ. Ηταν δικό του και μόνο δικό του. Εκείνος είχε γευτεί το χώμα στο καλύβι, εκείνος είχε διαμορφώσει, είχε δαμάσει και είχε χτίσει το μέρος, εκείνος το είχε κάνει αυτό που ήταν. Δεν θα του το έπαιρνε κανείς: είχε φτάσει η ώρα να αντιμετωπίσει τον άντρα. Αρκετή καλοσύνη είχε δείξει, του είχε δώσει περισσότερα από αρκετά, πολύ περισσότερα απ’ όσα θα είχαν δώσει άλλοι. Τώρα θα τον αντιμετώπιζε στα ίσια, θα του έλεγε ότι μπορούσε να μείνει ώσπου να επιστρέψει η βάρκα, ούτε λεπτό παραπάνω».

Και τέλος, σε όλη τη  διάρκεια της αφήγησης υποβόσκει μια απτή αναφορά σε αυτή την τόσο ανερμήνευτη συνταγή της αναπαραγώμενης βίας που σαν μαγικό φίλτρο περνά  αδιόρατα στο μεδούλι του ανθρώπινου ψυχισμού, και σχεδόν αυτόματα πυροδοτεί  όλους όσους την έχουν γευτεί.

«Κάθε τι μέσα του που ήταν δειλό είχε στραφεί προς την οργή. Αυτό το παλιό κάλεσμα της βίας, το κάλεσμα στο οποίο δεν είχε πιστέψει ποτέ απόλυτα, που δεν είχε ασπαστεί ποτέ απόλυτα, δυνάμωνε μέσα του».

Σε όλη τη νουβέλα πλανάται μια αοριστία, ένα νησί δίχως όνομα, μονάχο του στο πέλαγος, δίχως καν να υπάρχει πουθενά στο χάρτη, μια ευφάνταστη γενίκευση που δεν πατά σε στέρεο έδαφος της πραγματικότητας.  Ισως αυτός να ήταν και ο στόχος της συγγραφέως να  μην επικεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο τόπο αλλά  να δείξει κάτι  που αφορά τις περισσότερες χώρες της Αφρικής. Κι έτσι το ασαφές αποκτά καθολικότητα και συγχρονικότητα  και το κείμενο λειτουργεί με έναν τρόπο  αλληγορικό.

Με δυο λόγια η συγγραφέας σε ένα πολύ μικρό συγγραφικό χώρο, με δυο μονάχα πρωταγωνιστές και ελάχιστα  συμπληρωματικά στοιχεία, καταφέρνει  να χτίσει μια ενδιαφέρουσα πλοκή και να δείξει πολλά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου που σχετίζονται με τον τρόπο που αποδεχόμαστε το διαφορετικό – επιφυλακτικότητα, προκατάληψη, ξενοφοβία, επιθετικότητα- αλλά κυρίως να επιμείνει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής που συχνά βασανίζεται από τα σκοτάδια. Σκοτάδια δικά της ή και σκοτάδια της ιστορίας. Και όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς να υπάρχει η παραμικρή υπόνοια πως η «συναισθηματική διαχείριση» του ήρωα από τη συγγραφέα δεν χαρακτηρίζεται από αλήθεια και αυθεντικότητα.

 

 

Περισσοτερα αρθρα