Παλιοί και νέοι σε κόντρα πόστο με ακατάλυτα δεσμά δεμένοι
Ανθούλα Δανιήλ

Κόντρα πόστο στη γλυπτική σημαίνει ότι το μεγαλύτερο βάρος του σώματος πέφτει στο ένα πόδι, φυσικά στο πίσω, ενώ το άλλο αναπαύεται.

Η άγνοιά δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την παράβαση. Η παράβαση για να επιβάλλει το θράσος και την προκλητικότητα κι αυτή με τη σειρά της την  αναίδεια. Η αναίδεια για να αποστομώσει τον αντίλογο. Ο αντίλογος για να παραμερίσει την ασέβεια κι εκείνη για να ρίξει σκόνη πάνω σε ό,τι καλό μπήκε στα θεμέλια, τα οποία αγνοεί η οροφή.  Το οικοδόμημα όμως  σήμερα έχει πολύ γερές και βαθιές βάσεις κι ας το αγνοούν οι πολλοί…

Η παιδεία από πνευματικό αγαθό που κάποτε απολάμβαναν μόνο οι προνομιούχοι έγινε επιτέλους και μετά από πολλούς αγώνες  κοινό κτήμα· Αυτονόητο. Όλα τα παιδιά φοιτούν στο σχολείο και όλα την ίδια ύλη διδάσκονται και τα ίδια βιβλία διαβάζουν, με δασκάλους και καθηγητές που από τα ίδια, ή σχεδόν ίδια, πανεπιστήμια αποφοίτησαν. Πολλά κατακτήθηκαν με περισσότερο ηθικό κόπο από όσο με χρήμα. Όλα τα Ελληνόπουλα, όπως και τα παιδιά σύμπαντος του προοδευμένου κόσμου, φοιτούν στο σχολείο. Στον Ναό της παιδείας. Και να ’μαστε που φτάσαμε σε μια κατάσταση πλήρους απαξίωσης του σχολείου. Η αιτία βρίσκεται πάντα στον απέναντι, όχι σε μας. Οι παλαιότεροι ήταν «συντηρητικοί», οι «μοντέρνοι» τα ξέρουν όλα. Γι’ αυτό με τη γροθιά υψωμένη και με έναν σουγιά οπλισμένοι θα επιβάλουνε την νέα τάξη.

Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα ελεύθερα ή ανοιχτά «πανεπιστήμια»,  έτσι ή αλλιώς μοιράζουν πτυχία σε αγράμματους που θέλουν και αυτοί να μπουν στων ιδεών την πόλη, αλλά χωρίς εξετάσεις, χωρίς πανελλήνιες, μεταναστεύοντες σε χώρες όπου τα «αγοράζουν», χωρίς διάβασμα, εξαντλώντας και όλες τις απουσίες που «δικαιούνται»  να κάνουν, όχι γιατί είναι ασθενείς και οδοιπόροι και επομένως είναι δικαιολογημένοι, αλλά όσοι επικαλούνται το δικαίωμα στην τεμπελιά και, επομένως, βρίσκονται  στο πάρκο ή αραχτοί στην καφετέρια. Και το πανό φωνάζει με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Παιδεία για όλους…» και για τους αραχτούς και ξαπλωμένους στο γκαζόν.

Όμως, αγαπητοί νέοι, που τα θέλετε όλα και εδώ τώρα και εξετάζετε  την αξία του καθενός από τη μάρκα των αθλητικών παπουτσιών, το  μπουφάν ή το κινητό, η  παιδεία έχει πικρές ρίζες, απαιτεί σκύψιμο πάνω από το βιβλίο, προσοχή και ήθος μέσα στη σχολική τάξη και στο προαύλιο. Σεβασμό σε όλο αυτό που συμβαίνει μέσα σ’ αυτόν τον χώρο που λέγεται «Σχολείο». Πρωτίστως σεβασμό στον εαυτό σας, αν θέλετε να λογίζεστε άνθρωποι και σεβασμό στην οικογένειά σας που σας εξέθρεψε. Η παιδεία, πέραν της υποχρεωτικής,  είναι επιλογή, την επιλέγει όποιος την επιθυμεί. Δεν επιβάλλεται. Τα κίνητρα οφείλουν να είναι ηθικά όχι οικονομικά ή συμφεροντολογικά. Κι όμως γίνονται συντεχνιακά. Κι όπως ο γονιός κληροδοτεί την περιουσία του στο παιδί του, έτσι, συχνά,  κληροδοτεί και το επάγγελμά του. Δεν είναι ανήθικο, ανήθικο όμως είναι να γίνει αυτό που επιθυμεί ο γονιός παρακάμπτοντας την ευθεία οδό. «Βάδιζε την ευθείαν», πρότειναν οι Αρχαίοι μας, εννοώντας τη δίκαιη και ηθική οδό.  Οι σύγχρονοί μας όμως προτιμούν να βαδίζουν την πλαγία ή την πίσω πόρτα, εκείνη που σε βάζει στους χώρους που επιθυμείς χωρίς έξοδα και κόπο, χωρίς εξετάσεις, χωρίς ηθική. Δεν θα μπω στην περίπτωση εκείνη που κάποιος δηλώνει στο βιογραφικό του ότι πήρε πανεπιστημιακό τίτλο και εκπόνησε διδακτορικό σε κάποιο –άγνωστο- πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό (Ποιο και με ποιο θέμα;). Ας είναι καλά το ίντερνετ και η τεχνητή νοημοσύνη που διδάσκει στον καθένα πώς να πλαστογραφεί και σύμφωνα με την παλιά συνήθεια να είναι ό,τι δηλώσει· «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις»· έτσι δεν έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης; Τα νέα παιδιά δεν διαβάζουν βιβλία, διαβάζουν μόνο το κινητό τους. Ξέρουν τα πάντα για τους προβεβλημένους από τα σόσιαλ μίντια, αλλά δεν θυμούνται έναν ήρωα της Επανάστασης ή έναν μεγάλο επιστήμονα  ή έναν σπουδαίο καλλιτέχνη από εκείνους που άλλαξαν τον ρουν της ιστορίας στο είδος τους. Δεν θυμούνται.

Η αμνησία τους είναι το μέγα τραύμα της εποχής μας. Χαίνουσα πληγή. Η μνήμη, η μεγάλη θεά, της οποίας  τη βοήθεια επικαλείται ο μέγας αοιδός  για να ψάλει το έπος του, ο λαός τον εθνικό του μύθο,  την ιστορία του και τους αγώνες «για να είμαστε εμείς ελεύθεροι», έχει εξοριστεί.

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, λέει ο Γιώργος Σεφέρης και λυγίζει όταν βλέπει τα αγάλματα να στάζουν αίμα !  Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και λένε Άθω ή Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους, λέει στο Άξιον Εστί ο Οδυσσέας Ελύτης…κι εδώ σ’ αυτή τη μνήμη και σ’ αυτά τα βουνά πρέπει να κάνουμε μια στάση. Σ’ εκείνο το «να είμαστε εμείς ελεύθεροι», οι πολλοί γελάνε ειρωνικά. Ναι, τι ωραία που είναι να κοροϊδεύεις, όταν δεν έχεις ποτέ σου καταλάβει εκείνα τα σημαδιακά λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη, όταν έδειχνε τις άπειρες πληγές του σαρκίου του και μελαγχολούσε:

«Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτήνη τήν πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη» Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα (συμπληρώνει ο Σεφέρης). Ούτε κατάλαβαν ποτέ, ότι αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους  μπορεί να ’ναι κι από αίμα, πάλι ο Ρίτσος.  Και τώρα όλο δόλο και απάτη, επισημαίνει ο Μακρυγιάννης. Μα το πικρότερο, και από τον δόλο και την απάτη, είναι η έλλειψη μνήμης. Αυτό είναι το μέγα τραύμα της εποχής μας, ίσως η αιτία του κάθε κακού, του οποίου τις συνέπειες βλέπουμε στην καθημερινή ζωή, στη σχολική βία σε μια ηλικία που κατά κανόνα στήνονται οι φιλίες, που τα παιδιά γίνονται άντρες και γυναίκες και δεν ξεχνούν ποτέ. Η μόδα του ριγιούνιον αυτή την έννοια έχει. Να ξανασυναντηθούν οι παλιοί συμμαθητές και να θυμηθούν τα παλιά, τα ωραία χρόνια της άδολης νιότης…

Και οι γονείς; Οι γονείς οφείλουν να συνεργάζονται με τους διδάσκοντες, με το σχολείο και να συμβουλεύουν τα παιδιά τους. Ο χώρος είναι ιερός. Και σαν τέτοιο πρέπει να τον βλέπουν και να τον αντιμετωπίζουν  Τα όποια «στραβά» τα συζητάμε στις σχολικές επιτροπές, στους συλλόγους των γονέων και των διδασκόντων  που συνεργάζονται για την καλύτερη λειτουργία του σχολείου και το συμφέρον των παιδιών τους. Όχι για να διαμαρτυρηθούν, αν τα μάλωσε ο δάσκαλος για κάποια αταξία, αλλά για να βοηθήσουν το έργο του σχολείου· την παιδεία των παιδιών τους. Όμως, σήμερα, φτάσαμε να αντικαθιστούμε τις καταδικαστέες ακρότητες της παλιότερης αυταρχικότητας, με τη νεότερη ασυδοσία στον παραλογισμό του ενδύματος, του χτενίσματος, της δερματοιστιξίας, της προβολής του «ά-σχημου», του ασεβούς και του προκλητικού σε όλα τα μεγέθη, του ψυχαναλυτή στη θέση του εξομολόγου, όχι πως είναι κακό, απλώς έγινε μόδα και μανία η καταφυγή στον εξομολόγο με δίπλωμα. Και το χειρότερο: να θέλουν να μας πείσουν ότι φυσιολογικό είναι το αφύσικο, αρκεί που είναι μοντέρνο, που έτσι κάνουν όλοι και όλες. Και αν τολμήσει κανείς να διαφωνήσει θα τον πούνε αμέσως ρατσιστή.

Κάτι ακόμα· διαπιστώνω με  μεγάλη θλίψη ότι πολλοί νέοι μας σερβίρουν τσιτάτα άλλων μακρινών διανοουμένων που ήδη έχουν ειπωθεί στη χώρα πριν από εικοσιπέντε αιώνες, σαν να τα ακούνε για πρώτη φορά. Αρκεί και μόνο που τους φώτισε κάποιος πολύ μακριά από τον ελληνικό ήλιο σοφός.

Υπάρχει ένα ρητό που λέει «πες μου την παρέα σου να σου πω ποιος είσαι».  Στο σχολείο μας λέγανε πως του κάθε παιδιού η συμπεριφορά δείχνει την οικογένεια.  Βεβαίως κάθε κανόνας έχει την εξαίρεσή του, αλλά η εξαίρεση δεν πρέπει να γίνει ο κανόνας…

Όταν ο Σεφέρης έλεγε και έγραφε και βίωνε «κατάσαρκα» την αδυναμία να σηκώσει τις μεγάλες πέτρες, γι’ αυτό το τραύμα μιλούσε. Για την απελπισία της γενιάς του, για την κατάντια όλων εκείνων των αδύναμων… και, στο τέλος τέλος, ας μην σηκώσουν πέτρες και βουνά, ας σηκώσουν το φιλότιμο και το ήθος σε μια χώρα που «σήκωσε όρθιο τον άνθρωπο που επί εκατομμύρια χρόνια ήταν πεσμένος μπρούμυτα», όπως λέει ο Αντρέ Μαλρώ. τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

Μοίρα, αποκάλεσε ο ποιητής το ότι γεννήθηκε σ’ αυτή τη χώρα. Και είναι δεμένος μαζί της με τον ομφάλιο λώρο, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του,  την εποχή του, την ιστορία του. Κάθε γενιά θέλει να κάνει κάτι καλό και να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα. Να φέρει κάτι καινούριο. Τελικά, όμως,  τίποτα δεν είναι καινούριο. Το λέει και ο άλλος ομόλογός του, ο Ελύτης: «και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά» και  «τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια». Αλλάζουμε  τις λέξεις, μα δεν αλλάζουμε τα πράγματα, αλλάζουμε τα ρούχα μας,  μα δεν αλλάζουμε τον χαρακτήρα. Το ήθος ανθρώπω δαίμων, είπε  ο Ηράκλειτος. Και αυτός ο «δαίμων» φαίνεται πως έχει «καβαλήσει» τα νέα παιδιά, που περιέγραφε μελαγχολικά ο Άγγελος Τερζάκης, κάποια Πρωτομαγιά, ελπίζοντας στην ένδειξη μιας ρανίδας σεβασμού προς τους μεγαλύτερους. Αλλά πού! Η παραβατικότητα μεταμφιέστηκε σε  αντίδραση σε ό,τι θεωρείται καθώς πρέπει και χτυπά στα τυφλά. Τα παιδιά που παίζαν κάποτε πόλεμο με ξύλινα σπαθιά και καπέλα από χαρτί, «τα παιδιά με τα κλωνάρια» του Τερζάκη ξεπεράστηκαν από τη μόδα … Σήμερα τα παιδιά κρατάνε σουγιάδες, διμούτσουνα μαχαίρια και σιδερογροθιές … ΕΥΤΥΧΩΣ ΟΧΙ ΟΛΑ!

Πού είσαι τώρα κι έχω χάσει, παλιέ μου φίλε, Γιώργο θαλάσση;

Περισσοτερα αρθρα