Συστήνω την τελευταία ποιητική συλλογή του Αριστοτέλη Φράγκου Τα Αλλιώτικα (Τάδε Έφη, 2025) με τους καταληκτικούς στίχους από το ποίημα «Τα ακατοίκητα»: «Τα ακηδεμόνευτα/και ακατοίκητα ποιήματα/διασώθηκαν στην “κιβωτό”;», σ.15, με ένα ερώτημα πλέον ρητορικό, αφού ο Φράγκος δημιούργησε την παραπάνω συλλογή και ο ποιητικός οίστρος του έγινε πλέον κηδευμονευόμενος. Στο δέκατο έκτο παρόν βιβλίο του, στο οποίο απουσιάζει ως θέμα ο έρωτας, εμφανίζεται μια «αντιποιητική» και πολύ προσωπική σε ύφος παράθεση υπαρξιακών πτυχών και κοινωνικών διαθέσεων, όπου το συλλογικό προκύπτει μέσα από την παρατήρηση, τη γνώση ή το βίωμα του ποιητικού υποκειμένου με σχόλιο, σάτιρα και ειρωνική ή σκωπτική διάθεση. Τα ποιήματα είναι αφηγηματικού χαρακτήρα μεγάλης έκτασης, που παρουσιάζουν μια εκ πρώτης όψεως χαριτωμένη ιστορία, η οποία, το πιο συχνό, καταλήγει στην τελευταία στροφή σε ολιγόστιχο επιμύθιο αλληγορικό, συμβολικό ή και πραγματικό, στο οποίο συνοψίζεται συνήθως μια πικρή, πιο σπάνια αισιόδοξη, διαπίστωση του ποιητή.
Αναφορικά με την ανατομία της συλλογής, το κυρίως σώμα της -και πρώτο μέρος- χωρίζεται σε οκτώ ενότητες με ισάριθμα δίστιχα ή τρίστιχα μικρά ποιήματα ως προμετωπίδες στον τύπο του επιγράμματος, εδώ με καταγγελτικό συνήθως περιεχόμενο, το οποίο ως τώρα ο Φράγκος έχει χρησιμοποιήσει στις σάτιρές του. Στο δεύτερο μέρος παρατίθεται μια σειρά από λυρικά χαϊκού και τάνκα με φυσιολατρική διάθεση και σπανιότερα διατύπωση αδιαμφισβήτητων αληθειών –μια ίσως έμμεση έκφραση φόβου του ποιητή μήπως και αυτές διασαλευθούν στο ευμετάβολο των καιρών μας. Π.χ. «κι όμως κινείται» το επιβεβαιώνει ο ποιητής δια στόματος Γαλιλαίου, καθώς γνωρίζει ότι σήμερα η γη επιχειρείται να λεχθεί ακίνητη και τετράγωνη. Οι εικόνες που αποτυπώνονται στα μικροποιήματα είναι εξαιρετικές και αφενός επιτυγχάνουν μια ανάσα του αναγνώστη από το προηγηθέν δύστηνον της εποχής που περιγράφεται, αφετέρου τον παρωθούν στη μελέτη αυτών των μπονσάι ειδών της ιαπωνικής ποίησης.
Το περιεχόμενο των ιστοριών που αφηγούνται τα ποιήματα του κυρίως μέρους είναι ευφάνταστο, πρωτότυπο, και θυμίζει πάντα στον αναγνώστη τον ιδιότυπο ηλεκτρισμό της συνολικής ποίησης του Φράγκου. Σε αυτές επιστρατεύει με τη δική του οπτική την αδιαμφισβήτητη αγάπη του για το αρχαίο παρελθόν με δύο τρόπους: Από τη μια με την αφοσίωση στη χρήση του μύθου και των μυθικών και ιστορικών προσώπων (Οδυσσέας, Ηρακλής, αλλά και Κανάρης και Μπουμπουλίνα) και από την άλλη με μια δική του αισώπεια τεχνική, όταν «οικόσιτοι» φίλοι του, όπως ο παπαγάλος του Πέτρος, ο πετεινός του Τσίφτης, ο γάτος του Τίγρης ή το χρυσόψαρο Οδυσσέας αναλαμβάνουν, με τον αλληγορικό τρόπο χρήσης και τους οξείς συμβολισμούς που προσφέρουν, να διακομίσουν στον αναγνώστη τις παρατηρήσεις του για την αγριότητα, την ξετσιπωσιά, την ψευτιά, την ευθραυστότητα της ύπαρξης, την αδιαφορία, τη δυστοπικά επίπονη ελληνική πραγματικότητα, το παράλογο των απαιτήσεων. «Υποσχέθηκα πως αμέσως αύριο/ θα τακτοποιήσω το θέμα του/[…]τον χαιρέτησα βιαστικά/ και στράφηκα στην τηλεόραση/καθώς άκουσα την αναγγελία/με νεότερες έκτακτες ειδήσεις/για τον ανελέητο βομβαρδισμό της Γάζας», σ. 40.
Η βιωμένη εμπειρία κυριαρχεί στα ποιήματα, ενώ σπανιότερα αυτή φορτίζεται και από το προσωπικό ιδεολογικό και εμπειρικό απόθεμα. «Έχω σημειώσει βέβαια / για τη Μαίρη που χώρισε με τον Βασίλη / για την Ελένη που μετανάστευσε / στη Γερμανία να δουλέψει νοσηλεύτρια / και για τον αδιάφορο Σπύρο / που δεν έκανε το εμβόλιο / και τον έστειλε ο κορονοϊός / πεζοναύτη στο υπερπέραν», σ.77.
Τη συλλογή διαπνέει, τόσο στα επιγράμματα όσο και στα ποιήματα, η δεδηλωμένη ποικιλοτρόπως σε αυτήν αλλά και στο παρελθόν ανθρώπινη χοϊκότητα, απαυγάζουσα την απορία του ποιητικού υποκειμένου για την προσπάθεια του ανυπέρβλητου υπερκερασμού της κυρίως μέσω των επιτευγμάτων (τεχνολογία ρομπότ, τεχνητή νοημοσύνη), που απειλούν όμως και την ίδια την υπόστασή της.
Δεύτερη επανερχόμενη διαπίστωση του Φράγκου είναι η αξεπέραστη ανθρώπινη θνητότητα και το προδικασμένο τέλος, με το οποίο αρνείται να συμβιβαστεί προτάσσοντας τη λατρεία «έστω και ενός λεπτού ζωής», όπως λέει, μέσα από την ομορφιά της φύσης και με εκφραστικά στοιχεία, που, ενώ έχουν προσωπική σφραγίδα, συχνά παραπέμπουν στις εξάρσεις του Σολωμού πχ «παραδίπλα ο ήλιος έπαιζε κουμ καν/με τον ανοιχτόκαρδο ουρανό/ η άνοιξη άνθιζε τα λουλούδια της/ οι πεταλούδες με τις μέλισσες/μάζευαν γύρη», σ. 59. Στο παραπάνω πλαίσιο θα ήταν αδύνατο ο αφηγηματικός λυρισμός του να μην αγγίξει την απειλή προς τη φύση, που φιλοξενεί στην εποχή μας τον πλέον αλλοτριωμένο και πραγμοποιημένο άνθρωπο αλλά και την παντοδυναμία της όταν αποφασίσει να του δείξει τις δυνάμεις της, όπως ο Εγκέλαδος ή η φωτιά. Στις παραπάνω δυνάμεις της φύσης ο Φράγκος προσθέτει την αυτοκαταστροφική δύναμη του ανθρώπου ταυτισμένη με τον πόλεμο, που παράγει προσφυγιά και μετανάστευση, κατονομάζοντας τις ανηλεείς σημερινές ή και μελλοντικές μορφές του και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που τείνει να λάβει.
Καταγράφει επίσης με πρόσωπα-σύμβολα από το παραμύθι και τον Καραγκιόζη, την Κοκκινοσκουφίτσα και το Κολλητήρι αντίστοιχα, την αδιαφορία για ζητήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, καυτηριάζει τον απόλυτο εγωτισμό, την προκλητική ασέβεια, την εγκληματική αδιαφορία για το κοινό συμφέρον, τον προκλητικό ατομικισμό, την ατολμία να ειπωθεί η αλήθεια, την αναλγησία στον πόνο του διπλανού και την προκλητική επικέντρωση στην ατομική ευχαρίστηση, κοινώς πλέον ένα κοινωνικό τσίρκο, που καταγράφεται σε δύο ομώνυμα ποιήματα. Συμβοηθοί σε αυτό το γίγνεσθαι η επιφανειακή και σκόπιμα παραποιημένη αξιολόγηση των γεγονότων από τα ΜΜΕ, με στόχο τον αποπροσανατολισμό, την έλλειψη πολιτικών αναζητήσεων και τη δημιουργία άσκεφτων όντων, που προβαίνουν σε αψυχολόγητες πράξεις.
Δεν υπολείπεται της εμπειρίας και του βιώματος η χρήση του απλού στιγμιότυπου, όπως η απουσία της ομπρέλας από την καθημερινότητά μας ή η αχρηστία του πανωφοριού, για να αποδοθούν στο μεγάλο κάδρο οι ακρότητες του κλίματος και οι ανθρώπινες ευθύνες ως προς αυτό, και στο μικρό να καταγγελθεί η αφερεγγυότητα των δελτίων καιρού στην πρόγνωση των ακραίων φαινομένων. Στο ίδιο πεδίο θεμάτων ανήκει και η άνευ αποδέκτη διαμαρτυρία για τα κακώς κείμενα της δημόσιας υγείας, αλλά και οι ψεύτικες καταναλωτικές ανάγκες, που η κοινωνία έχει ενστερνισθεί, και τα ελάσσονα ζητήματα αντί των μειζόνων που τείνουν να την απασχολούν (αν θα πάμε για σκι, αν θα φάμε γκουρμέ, αν θα φτιάξουμε σπίτι για τον σκύλο).Θριαμβεύει εδώ το ειρωνικό ύφος..
Μείζον εξάλλου θέμα για το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να είναι η συνέπεια προς τις κατεστημένες προσωπικές αρχές και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Στο πλαίσιο της αναζήτησης της ταυτότητας χρησιμοποιεί το υπερρεαλιστικό μοτίβο του καθρέφτη. Εν προκειμένω με τα επίθετα θρασύς και βουβός καθρέφτης, ο Φράγκος επαναφέρει τη χρήση του ως οργάνου αυτοκριτικής και αυτογνωσίας καλώντας τον αναγνώστη μαζί με την εικόνα του εξωφύλλου του υπερρεαλιστή Ρενέ Μαγκρίτ να δει τον κόσμο και τον εαυτό του πίσω από τα φαινόμενα.
Στο παρόν αφηγηματικό ποιητικό σύμπαν του Αρ. Φράγκου, στην πάλη του καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι φαίνεται να υπερισχύουν οι δεύτερες συνιστώσες, αν και η επιθυμία του κλίνει στην επιδίωξη της διαφάνειας, σε μια κοινωνία καλύτερη, σ’ έναν κόσμο που θα ζει με ειρήνη στη γωνιά της γης, που στον καθέναν τάχθηκε. Για τον ίδιο υπονοεί ότι αυτός είναι η Καλαμάτα με τις τωρινές ή τις αλλοτινές ομορφιές της και τον γερασμένο της Νέδοντα. «Μη λησμονώντας η θύμησή μου/τον θαυμασμό της/στο υπερήφανο/και αλλοτινό μεγαλείο του/υποκλίνεται με σεβασμό/ στην κύκνεια ροή του, σ. 101.
Επιπλέον στο εν λόγω βιβλίο μπορούμε να μιλάμε για ξεκάθαρη ποιητική ιδιοτυπία. Κάποια από τα ποιήματα θα μπορούσαν να γραφούν ως δοκίμια, όπου ο κύριος κορμός του ποιήματος θα αντιστοιχούσε στη συλλογιστική του δοκιμίου και η κατακλείδα-συμπέρασμα στο επιμύθιο, στο απόφθεγμα τρόπον τινά, στο δια ταύτα, του ποιητή. Ο Φράγκος ωστόσο δεν προτείνει λύσεις πολιτικές, φιλοσοφικές ή άλλες σχετικά με αυτό. Επιλέγει μόνο την ιδιοσύστατη ποιητική του για να διαμαρτυρηθεί προσδοκώντας να γίνει η υπέρβαση εναντίον «του κτητικού ατομικισμού, της διασχιστικής αμνησίας και του τεχνογραφειοκρατικού ορθολογισμού» (Δάνειοι και περιεκτικοί όροι από το προοίμιο του Κώστα Γουλιάμου στην εν λόγω συλλογή).
Στην ιδιότυπη διαλεκτική του ο Φράγκος επιστρατεύει άφθονη την υπερρεαλιστική εικόνα, πχ «να κατασπαράζουν τα ερωτικά σύμβολα/ στο στήθος της ακρογιαλιάς» σ. 27, ευφάνταστες αλληγορίες, συμβολισμούς, τολμηρές προσωποποιήσεις, μεταφορές και ευφυή σχόλια με σατιρικό υπόβαθρο, φιλοσοφική διάθεση ίσως και κυνισμό μόνο για να καταγγείλει τον βιόκοσμο που ζούμε και που με πόνο οι περισσότεροι εισπράττουμε. «μ’ έναν αγανακτισμένο/ λαρυγγισμό κωφάλαλου,/ αυτός δεν… χαμπάρι». Ο λυρισμός δεν απουσιάζει και ο υπερρεαλισμός που ξεπηδά μέσα από την τόλμη της εναλλαγής του οικείου με το μη γνώριμο «αγάλματα που χορεύουν τανγκό», αναδεικνύει το παροντικό που μπλέκεται με το διαχρονικό.
Συνοψίζοντας, στο ποιητικό πόνημα του Φράγκου θα αναγνωρίσουμε και στοιχεία από το γνώριμο εκφραστικό του ιδίωμα, όπως τις οικείες στον από χρόνια αναγνώστη του επαναλαμβανόμενες συμβάσεις και μοτίβα, τις αντιποιητικές φράσεις ή λέξεις, την οξύτητα της παρατήρησης που ηλεκτρίζει, π.χ. «ο φόβος μου πανικός μην πέσω», « κι εγώ να τρέμω από τον πόνο,/που το κομπρεσέρ έκανε γεωτρήσεις στο κεφάλι μου,/είπα να τον χαστουκίσω». Όλα αυτά μαζί με τα ασύνδετα σχήματα και τις «τηλεγραφικές» εκφράσεις, προκαλώντας από γέλιο μέχρι πικρή συγκατάβαση, συνεργάζονται για να αποτυπώσουν με ενάργεια τις παθογένειες του καιρού μας, είτε είμαστε μέρος τους είτε όχι. Καλή σας ανάγνωση!
* Η Αντωνία Παυλάκου, κλασική φιλόλογος με μεταπτυχιακό στη νεοελληνική φιλολογία, αφυπηρέτησε από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μετά από 32 χρόνια ως διευθύντρια του 1ου Γυμνασίου Καλαμάτας. Ασχολείται με τη συγγραφή, τη βιβλιοκριτική και την επιμέλεια κειμένων.

