Το μεσαιωνικό έπος Beowulf αποτέλεσε τη βάση και την έμπνευση για τη μυθοπλαστική φαντασία ενός από τους σημαντικότερους μελετητές του και από τους πιο αγαπημένους μας σήμερα συγγραφείς: Του J. R. R. Tolkien, ο οποίος με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, το Χόμπιτ και τα λοιπά του έργα κατάφερε να αναβιώσει σημαντικό μέρος της ατμόσφαιρας του αρχικού εκείνου έπους. Με εκείνο ακριβώς το έπος αποφάσισε να ασχοληθεί και η Λίλια Τσούβα, η οποία ειδικεύεται στην ελληνική μεσαιωνική φιλολογία, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και προσφέροντας μια, όχι μεν επιστημονική, όμως εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη. Πριν από την Τσούβα, ο μόνος που είχε γράψει κάτι για το έπος, και αυτό στην εισαγωγή της μετάφρασής του, ήταν ο Πάνος Καραγιώργος το 1996 (Μπέογουλφ, Αγγλοσαξονικό επικό ποίημα, εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη), ενώ πριν από λίγα μόλις χρόνια κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το βιβλίο του Tolkien Μπέογουλφ, σε μετάφραση Θωμά Μαστακούρη (εκδόσεις Αίολος, 2022).
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου της Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ (εκδόσεις Κουκκίδα 2025, ISBN: 9786182081518) η Τσούβα, γράφει ότι το έπος δεν αναφέρεται σε μια σκοτεινή εποχή. Το διάβασα με έκπληξη, γιατί προσωπικά τη θεωρώ κατασκότεινη! Είχα τη χαρά να διδαχθώ ακροθιγώς το έπος στα πανεπιστημιακά μου χρόνια και είχα άποψη. Κι όμως: εκείνη αποδεικνύει στο βιβλίο της πως όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζει το σκοτάδι το έπος αυτό, αλλά τω όντι καθρεφτίζει έναν έναστρο ουρανό. Και πράγματι – καθώς το διαβάζει κανείς με ανοιχτή την καρδιά και την ιστορική φαντασία, ανακαλύπτει όχι το τέλος ενός κόσμου, αλλά την άνθηση ενός άλλου. Το παρελθόν που περιγράφει το Μπέογουλφ – μακρινό, μυθικό, γοητευτικά ανοίκειο – είναι ένας άλλος κόσμος. Κι όπως σωστά επισημαίνει η συγγραφέας, δεν μπορούμε να τον ερμηνεύουμε με τα δικά μας κριτήρια.
Το βιβλίο δεν στέκεται μόνο στο ίδιο το έπος. Η Τσούβα αναλαμβάνει να χαρτογραφήσει το τοπίο γύρω του – ένα τοπίο γεμάτο από μετατοπίσεις: χωρικές, γλωσσικές, θρησκευτικές, ηθικές, πολιτισμικές. Μέσα από μια προσεκτική και καλογραμμένη ανάλυση, επιχειρεί να ανασυνθέσει τον κόσμο που το γέννησε: έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα σε μια παγανιστική παράδοση που σβήνει και μια χριστιανική αφήγηση που θέλει να επιβληθεί, συχνά με τη βία. Το Μπέογουλφ γράφτηκε τον 8ο αιώνα – όμως μιλά για γεγονότα του 6ου, ήδη ξεθωριασμένα στη συλλογική μνήμη. Και καθώς ο ποιητής διηγείται, ανασύρει από τα βάθη της προφορικής παράδοσης τελετουργίες, έθιμα, μύθους και σύμβολα, σώζοντας μέσα σε 3.182 στίχους έναν ολόκληρο κόσμο.
Η Τσούβα μας δείχνει πως οι λαοί που συγκροτούν τον πυρήνα του έπους – τα πρωτογερμανικά φύλα – ήταν ήδη σε τροχιά ιστορικής μετάβασης. Λόγω κλιματικής ψύχρανσης, υπερπληθυσμού αλλά και ραγδαίας ανάπτυξης της ναυτιλίας, αυτοί οι λαοί μετακινήθηκαν προς τον νότο, στα όρια και τελικά μέσα στην επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρ’ ότι η παρουσία τους σήμανε λεηλασίες και συγκρούσεις, η ανδρεία τους τούς έκανε περιζήτητους στη Ρώμη αλλά και στο Βυζάντιο – τόσο, ώστε να τους δούμε τελικά ως μέρος της ελίτ φρουράς του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου – ήταν οι περίφημοι Βαράγγοι. Από τη φθίνουσα παγανιστική τους κουλτούρα, μέχρι τη βίαιη εισδοχή τους στον χριστιανικό κόσμο, παρακολουθούμε μια αργή, βαθιά μεταμόρφωση: πολιτισμική, θρησκευτική, και γλωσσική.
Το έπος Μπέογουλφ όμως δεν είναι μόνο λαογραφικό και ιστορικό ντοκουμέντο· είναι και γλωσσικό μνημείο, όπως υπογραμμίζει η Τσούβα. Η γλώσσα του – η παλαιά αγγλοσαξωνική – είναι συμπαγής, πυκνή, γεμάτη σύνθετες λέξεις και βαρύ ρυθμό. Ο ποιητής του Μπέογουλφ, λοιπόν, δεν σπαταλά αυτές τις λέξεις. Χρησιμοποιεί την παρήχηση, τον ρυθμό και τις παύσεις για να χτίσει ένταση και ηχητική δύναμη. Κάθε στίχος κόβεται στη μέση, σε δύο ημιστίχια, που ενώνονται όχι με ομοιοκαταληξία – όπως συνηθίσαμε στην ύστερη μεσαιωνική ποίηση – αλλά με ομοηχία στην αρχή τους. Στη μέση τους υπάρχει μία παύση που υποδηλώνει σιωπή. Είναι μια σιωπή ακανόνιστη, δεν πέφτει πάντα στη μέση ακριβώς του στίχου. Όμως ο ήχος είναι το ενωτικό στοιχείο. Το αποτέλεσμα είναι ένας ρυθμός σχεδόν πολεμικός, ένα άκουσμα που θυμίζει εμβατήριο. Κι έτσι, η προφορική προέλευση του έπους ζωντανεύει: γιατί το Μπέογουλφ δεν ήταν φτιαγμένο για να διαβαστεί σιωπηλά, αλλά για να απαγγελθεί – δυνατά, μπροστά σε κοινό, από βάρδους, «σκοπ», όπως τους έλεγαν, που ήξεραν να κρατούν τους ακροατές καθηλωμένους δίπλα στη φωτιά.
Το χειρόγραφο που το διασώζει υπάρχει σε ένα και μοναδικό αντίτυπο. Το περιώνυμο χειρόγραφο Nowell, που βρέθηκε στη συλλογή του Ρόμπερτ Κότον, γλύτωσε οριακά την ολοκληρωτική καταστροφή από πυρκαγιά. Καμένο στις άκρες, με λέξεις χαμένες ή θολές, αναστήθηκε εν μέρει χάρη στις νέες τεχνολογίες – με υπέρυθρες και υπεριώδεις ακτίνες και ψηφιοποίηση – στο πλαίσιο του Electronic Beowulf Project που ξεκίνησε η Βρετανική Βιβλιοθήκη το 1993. Όμως, παρ’ όλο που το εν λόγω χειρόγραφο χρονολογείται γύρω στο 1000, θεωρείται βέβαιο πως το έπος γράφτηκε πολύ νωρίτερα, στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα, όπως προανέφερα. Και η αντιγραφή του πιθανότατα έγινε από χριστιανούς μοναχούς, τους μόνους που είχαν τότε πρόσβαση σε μέσα γραφής. Συγκεκριμένα, από δύο – όπως υποδηλώνει η διαφορά στους γραφικούς χαρακτήρες. Οι μοναχοί αυτοί πιθανώς θεώρησαν καθήκον τους να εμπλουτίσουν το αρχικό κείμενο με χριστιανικές δοξασίες, ίσως όμως και όχι, μπορεί αυτές να υπήρχαν ήδη εκεί. Όπως ειπώθηκε, όταν γραφόταν το έργο, ήταν ήδη σε εξέλιξη ο εκχριστιανισμός των πρωτογερμανικών φύλων.
Οι αναφορές σε τιμωρία, Θεία Πρόνοια, ακόμα και οι παραλληλισμοί με γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης μαρτυρούν την επιρροή μιας νέας πίστης που είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί. Συγχρόνως, τα παγανιστικά στοιχεία στο έπος είναι κάτι παραπάνω από πρόδηλα. Και είναι ακριβώς αυτή η διπλή ταυτότητα που το καθιστά τόσο συναρπαστικό: μιλά για έναν κόσμο παλαιό, πριν από τη θέσμιση του χριστιανικού Θεού, κι όμως τον αφηγείται μέσα από μάτια που γνωρίζουν πλέον τον χριστιανικά νοούμενο Παράδεισο και την Κόλαση.
Στο κέντρο λοιπόν αυτού του κόσμου βρίσκεται ο ήρωας: ο Μπέογουλφ. Ένας νεαρός πολεμιστής από τη Γιουτλάνδη της νότιας Σουηδίας, που διασχίζει τη θάλασσα για να σώσει τον Δανό βασιλιά Χρόθγκαρ από το τέρας Γκρέντελ. Δεν το κάνει για δόξα, αλλά για να ξεπληρώσει ένα παλιό χρέος: τη φιλοξενία που είχε προσφέρει ο βασιλιάς στον πατέρα του, χρόνια πριν. Μια χειρονομία τιμής, που υπερβαίνει το προσωπικό όφελος. Γιατί στον κόσμο του Μπέογουλφ, η τιμή και η αφοσίωση μετρούν περισσότερο από την ίδια τη ζωή.
Καθώς το αφήγημα της Τσούβα προχωρά και οι ιστορικοί αιώνες περνούν, φτάνουμε στα τελευταία κύματα των γερμανικών μεταναστεύσεων – σε εκείνους που έμελλε να αφήσουν το πιο βαθύ αποτύπωμα στη φαντασία της μεσαιωνικής Ευρώπης: τους Βίκινγκς. Προερχόμενοι από τις βόρειες χώρες – τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, και αργότερα την Ισλανδία – οι λαοί αυτοί δεν ήταν μόνο επιδρομείς. Ήταν θαλασσοπόροι, εξερευνητές, έμποροι και ποιητές. Η σχέση τους με το Μπέογουλφ δεν είναι άμεση, αλλά είναι απολύτως συγγενική: πολιτισμικά και γλωσσικά ανήκουν στον ίδιο κύκλο. Το έπος, άλλωστε, εκτυλίσσεται στη γεωγραφία τους – και αντανακλά την πολεμική τους κοσμοθεωρία.
Η Τσούβα περιγράφει τη βαθμιαία ένταξή τους στη χριστιανική Ευρώπη. Σιγά σιγά, καθώς εκχριστιανίζονται, εγκαθίστανται μόνιμα στις νέες τους πατρίδες και αφομοιώνονται. Το πρόσωπο της Ευρώπης αλλάζει: από έναν κόσμο φυλών και πολεμιστών, περνάμε σε μια νέα τάξη, πιο σταθερή – αυτή του Μεσαίωνα.
Μέσα σε αυτό τον μεταβατικό κόσμο, το Μπέογουλφ στέκει σαν ένα παράθυρο που βλέπει πίσω – προς μια εποχή ηρωική, σκληρή, λιγότερο εξημερωμένη. Και γι’ αυτό, είναι ιδιαίτερο. Γιατί παρ’ ότι είναι το παλαιότερο διασωθέν έπος της αγγλικής γλώσσας, ανήκει πνευματικά σε έναν προ-εθνικό, προ-χριστιανικό χώρο. Είναι παλιότερο από τα σκανδιναβικά Edda, από το γερμανικό τραγούδι των Nibelungen, το φινλανδικό Kalevala, το ισπανικό Cantar de Mio Cid, το γαλλικό Chanson de Roland ή το ελληνικό έπος του Διγενή Ακρίτα. Αυτά γράφτηκαν σε μια Ευρώπη που είχε ήδη μπει στη λογική της φεουδαρχίας, των μοναρχιών, της εκκλησιαστικής καθοδήγησης. Το Μπέογουλφ, αντίθετα, ανήκει σε μια ενδιάμεση εποχή – πιο κοντά στον μύθο, στο στόμα του βάρδου και όχι στην πένα του ιερομόναχου.
Η Τσούβα το αναδεικνύει ακριβώς μέσα από αυτή τη συγκριτική ματιά. Δεν το απομονώνει, αλλά το τοποθετεί σε διάλογο με τον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο. Το Μπέογουλφ ανασαίνει δίπλα σε μεγάλες αλλαγές: την έξαρση της ποίησης στην Κίνα με τον Λι Μπάι και τον Ντου Φου, την εμφάνιση του Ισλάμ με τον Μωάμεθ, την πανώλη που αποδεκατίζει τη Δύση – κι έτσι, αντί να μικρύνει, αποκτά οικουμενικότητα. Είναι μια φωνή μέσα σε ένα πολυφωνικό παρελθόν. Ένα τραγούδι που άντεξε.
Τελικά, τι είναι αυτό που κάνει το Μπέογουλφ – και το βιβλίο της Τσούβα που το συνοδεύει – τόσο σπουδαίο σήμερα; Ίσως το ότι, μέσα από μια γλώσσα παλιά και σκληρή, μέσα από εικόνες πολεμιστών, τεράτων, ηρώων και βασιλέων, αναδύεται κάτι διαχρονικό: η ανθρώπινη ανάγκη να δώσει νόημα στο σκοτάδι. Να υφάνει ιστορίες για να θυμάται. Να αναμετρηθεί με τη φθορά και τον θάνατο, όχι με απελπισία, αλλά με τιμή. Όχι με ήττα, αλλά με τραγούδι.
Η Τσούβα δεν μας μιλά απλώς για το Μπέογουλφ. Μας προσκαλεί να σταθούμε μαζί της στο χείλος μιας εποχής που χάνεται, να κοιτάξουμε πίσω – όχι με νοσταλγία, αλλά με κατανόηση. Και να καταλάβουμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι ποτέ αυτονόητος. Ότι κάθε λέξη που έφτασε ως εμάς κουβαλά αιώνες από ανθρώπινες ανάσες, μετακινήσεις, συγκρούσεις, ιδέες, πίστη, τέχνη και πόνο.
Το Μπέογουλφ δεν είναι απλώς ένα έπος. Είναι μια ψηφίδα στο μωσαϊκό του ποιοι είμαστε – και το βιβλίο της Τσούβα μας βοηθά να το δούμε αυτό καθαρά. Και ίσως, μέσα από την περιπέτεια ενός παλιού ήρωα, να θυμηθούμε και τη δική μας διαδρομή. Γιατί η ιστορία, τελικά, δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε στους εαυτούς μας για την ταυτότητά μας.
ΥΓ. Να διαβάσετε το βιβλίο για να μάθετε και τα τόσα άλλα που έχει ερευνήσει και φέρνει στο φως η Τσούβα: τη συγγένεια και τη συνάφεια του έπους με τον ελληνικό κόσμο και δη με τα έργα του Ομήρου, τα οικουμενικά αρχέτυπα που υιοθετεί στις σελίδες του, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία που περιγράφει, τα ιδεώδη της πρώιμης ιπποτικής περιόδου, και πολλά άλλα που κάνουν το βιβλίο της πραγματικά ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη.


