Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, στη νέα του συλλογή Ζεστό σώμα, σπρώχνει την ποίησή του σε εκείνο το πεδίο που βρίσκεται πέρα από τη γλώσσα, εξερευνά το άλαλο, τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από τις πέντε του αισθήσεις και παράλληλα ζωγραφίζει την εποχή μας με τα χρώματα και τους συμβολισμούς τής Ποπ Αρτ. Τοποθετεί στους στίχους του μικρούς καθρέφτες που αντανακλούν τον κόσμο, για να ρίξει φως στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής, σε μια εποχή όπου όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγει στρέφονται γύρω από το σώμα.
Συνήθειες και καταστάσεις που συνιστούν τη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας αποκτούν αίφνης ποιητική διάσταση. Ο ποιητής με υποδόριο χιούμορ παρωδεί τις μικρές ανέσεις και τις πολυτέλειες της σύγχρονης ζωής· παπλώματα με απαλή υφή, λουσμένα με το άρωμα του μαλακτικού, ακριβά αρώματα δημιουργούν μια επίπλαστη αίσθηση ευτυχίας που μέσα της βουλιάζει ευχάριστα ο άνθρωπος και τον αδρανοποιούν, τον απομακρύνουν από την αληθινή ζωή.
Η εικόνα ενός ανθρώπου που κοιμάται μέσα σε λευκά παπλώματα και αρνείται να σηκωθεί προβάλλει στο ποίημα «Γενέθλια». Θυμίζει την πειραματική ταινία του Άντι Γουόρχολ, «Sleep», η οποία παρουσιάζει έναν άνδρα να κοιμάται για περίπου έξι συνεχόμενες ώρες.
Δεν ήθελε να βγάζει το σώμα του απ’ τα παπλώματα.
Ποτέ. Όλα λευκά. Γύρω του. Λευκά του. Εκείνο γυμνό.
Λουσμένο νωπό μαλακτικό. Κάτω απ’ τα παπλώματα. Τόσο ζεστό…
Μια μέρα έβγαλε το πόδι. Κρύο. Πόδι κρύο. Έξω απ’ τα παπλώματα. Τι κόσμος. Νέος κόσμος. Μα δεν ήταν πάπλωμα. Ζεστό σώμα. Δεν ήταν. Ζάχαρη, σκέφτηκε. Ζάχαρη μήπως ήταν. Έξω ή μέσα απ’ τα παπλώματα;
1 μέρα σηκώθηκε. Μηδέν έγραψε η τούρτα γενεθλίων.
Σε κάθε του ποίημα υπάρχει μια πρόκληση, ένα ξάφνιασμα. Μια αλήθεια αναδύεται απρόσμενα στο φως και αλλάζει τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.
Το άρωμα της μοναξιάς κυριαρχεί στο ποίημα «Πριν την απομάκρυνση απ’ το ταμείο». Ο ποιητής βρίσκει τον επιτυχημένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής μπερδεμένο και μόνο. Ντύνεται και χτενίζεται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, και σπεύδει να αποκτήσει κάθε καινούργιο προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά, αλλά αυτό ποτέ δεν φαίνεται να είναι αρκετό. Η απάντηση του υπαλλήλου που διαβάζει, θαρρείς, τις ανάγκες της ψυχής του συνομιλητή του ανατρέπει όλα τα δεδομένα και η αφήγηση παίρνει, αίφνης, άλλη τροπή, γίνεται μια στιγμή συνειδητοποίησης:
Μπήκε στο μαγαζάκι με τ’ αρώματα, αρώματ’ ακριβά,/ ολόκληρος και μόνος, ίσκιος του δρόμου, αποφασιστικά μπερδεμένος/ και μοντέρνα χτενισμένος, μπήκε μόνος…
Ζήτησε να δει αρώματα, ήθελε το καινούργιο, να βρει/ το ταιριαστό του, ταίρι δικό του, ναι, του ταίριαζε το καινούργιο,/ αυτό που δεν είχε ποτέ δικό του.
Ευγενικός υπάλληλος μιλά: «Κύριε, εδώ πουλάμε μόνο μνήμη, θάνατο, ειρήνη, αισθήσεις νεκρωμένες, δε φέρουμε καμιά επιπρόσθετη ευθύνη, μα, επιτρέψτε μου, λυπούμαστε, πως έρχεστε και φεύγετε μόνος».
Το ποίημα είναι ένα αιχμηρό σχόλιο πάνω στο έλλειμμα αγάπης και τη μοναξιά που αναπαράγει η εποχή μας. Ο μοναχικός άνθρωπος, μάταια, αναζητά το προϊόν εκείνο που θα υποκαταστήσει το κενό που νιώθει μέσα του, κανένα άρωμα δεν μπορεί να του φέρει πίσω τις στιγμές που δεν έζησε.
Άρωμα σημαίνει ότι ο χρόνος μεγεθύνεται, γράφει ο ποιητής. Οι μυρωδιές σε επιστρέφουν στο παρελθόν, ανασύρουν μνήμες, θυμίζουν στιγμές που έζησες και ανθρώπους που αγάπησες· η γραφή είναι η γλώσσα της ανάμνησης, καταγράφει τις στιγμές που πέρασαν για να μην ξεχαστούν. Η ποίησή του εναντιώνεται στη μοναξιά, στοχεύει στη χαρά, στην ευτυχία και έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να μιλάει για την αγάπη και τη δύναμή της να αλλάζει τον κόσμο:
Δυο εποχές ζω./ Στη μια σε περιμένω
Στην άλλη σ’ αγαπώ.
Δεν ανησυχώ./ Το μέλλον ξεκινά Σεπτέμβρη
Κι’ ό,τι δικό σου
Μέσα μου/ Πλυμένο στη βροχή
Ολοζώντανο φυτρώνει.
(«Είναι δουλειά το μέλλον»)
Η ποίησή του Κωνσταντίνου Παπαχαράλαμπου υιοθετεί τη φρέσκια ματιά και την αθωότητα ενός παιδιού που δεν διστάζει να λέει την αλήθεια για όσα βλέπει γύρω του, ψάχνει να βρει παρέα για να παίξει και ονειρεύεται να κτίσει έναν κόσμο δικό του. Ο ποιητής αναπολεί την ικανότητα που είχαμε παλιά να παίζουμε και να πλάθουμε στη φαντασία μας έναν καινούργιο κόσμο. Μοιάζει να αναρωτιέται πότε, σε ποια καμπή του δρόμου έχασε ο άνθρωπος την έμφυτη ανάγκη του για συντροφικότητα, την επιθυμία του να κτίσει έναν κόσμο σύμφωνα με τα όνειρά του. Εκείνο το παιδί υπάρχει ακόμα μέσα μας, έχει την ικανότητα να θεραπεύει. Η ποίησή του συνομιλεί με αυτό το παιδί.
Κάθε βράδυ βάζει μαλακτικό στην πλύση./ (Ευλαβικά)
Ένα βράδυ:
Ένα μικρό παιδί βγαίνει μεσ’ απ΄το νερό./ (Μεσ’ απ’ τα χαλάσματα βγαίνει το παιδί./ Στα χέρια του κρατά κόκκινο παιχνιδάκι./ Μόνο προχωρά, ψάχνει και ρωτά/ Πότε θα παίξουμε ξανά;)
Ήρθε φωτεινό, αθώο, σαν παιδί κι αυτό./ Ονειρεύεται να θεραπεύει.
(«Σπίτι»)
Στο ποίημα «Ομορφιά είναι αυτό που τον πόνο αποφεύγει», το άγαλμα που υψώνεται στην κεντρική πλατεία μαρτυρά τη διαχρονική δίψα του ανθρώπου για χρήμα και εξουσία. Η λέξη «χρυσός» είναι το κλειδί, ενώ η αναφορά στον Αμαζόνιο φέρνει στο νου την οικολογική καταστροφή που επιμένει να προξενεί ο άνθρωπος στη φύση.
Στη λίμνη κοιμάται μικρός βελούδινος τίγρης/Χρυσό βλέπει το άγαλμα κλείνοντας τα μάτια―/ Βάζει τα φτερά του Αμαζονίου/ στο κύμα και πετά…
Το ποίημα «Περαστικοί σε κίτρινο φόντο» φιλοξενεί στους στίχους του την αίσθηση ενός χλωμού ήλιου που εμφανίζεται μέσα από τα σύννεφα, μετά από μια όξινη βροχή, καθώς ξημερώνει ο κόσμος. Αφήνει άρωμα από λεμόνι.
Το λεμόνι στάζει φρέσκο/ Πέφτει στο νερό
Ακίνητη ξυπνάει πεταλούδα/ Βρέχει το φτερό
Όνειρο ταξίδευε/ Ψέμα μακρινό.
Ξημέρωσε πια/ (μύρισε το φως)…
Ο ποιητής μας θυμίζει το εφήμερο πέρασμά μας από τη ζωή, το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, την αλήθεια που ξεχνάμε. Η εποχή μας έχει το άρωμα της λήθης, οι άνθρωποι ξεχνούν τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τα σημάδια που άφησαν πίσω τους μαρτυρούν όσα κάποτε συνέβησαν:
Με την αόρατη κατανόηση των μεγάλων δρόμων,/ Εκείνων που έζησαν γεγονότα πολλά (τι μαρτυρά,/ τι μαρτυρά το παρελθόν τους;)/ Καμιά γωνιά― κανένα δέντρο/ Δεν ξεχνά τη σφαίρα που πνίγηκε στους τοίχους./ Αλίμονο./ Οι άνθρωποι είναι που ξεχνούν./ Ξεχνούν και λένε/ Όσο μεγαλύτερος ο δρόμος/ Τόσο ξεχασμένα τα γεγονότα./
(Eau de Cologne)
Το θέμα είναι με τι λέξεις επιλέγεις να ξεχνάς, γράφει ο ποιητής, τι συμβαίνει γύρω μας όσο γελάμε στη γιορτή.
Βρέχει―βρέχει τσιμέντο./ Στην καρέκλα λιώνει το λεξικό./ Στις ακρογιαλιές τα σκουπιδάκια./ (Από μηχανής χαμός.)…
Κι εγώ/ Ακάλεστος στη γιορτή, απρόσεκτος,/ Σκοντάφτοντας στην άδεια καρέκλα/ του δρόμου/ Βρίσκω φωνή κλείνοντας το στόμα./
Το θέμα είναι:/ με τι λέξεις επιλέγεις να ξεχνάς;/
Κι όσο γελάνε στη γιορτή:/ ο δρόμος χωνεύει λάθη./ το χώμα/ φυτρώνει φρίκη,/ το χωράφι/ γεμίζει μνήμη.
Δε θ’ ανθίσουν ποτέ τα σκουπιδάκια.
Ο Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος υιοθετεί τον παιγνιώδη τρόπο της Ποπ Αρτ για να μιλήσει για όσα είναι σημαντικά για τη ζωή και τον άνθρωπο. Φροντίζει κάθε ποίημά του να είναι ένα άγνωστο βήμα, μια νέα εμπειρία για κείνον και τον αναγνώστη, μια σταδιακή συνειδητοποίηση του βαθύτερου εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει. Η ποίησή του είναι ένα ταξίδι στην πραγματικότητα της εποχής. Οι λέξεις του, γεμάτες εικόνες με κρυμμένους συμβολισμούς, έχουν τη δύναμη να αναστατώνουν την ψυχή και να στρέφουν τη σκέψη προς τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας. Ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για το σώμα για να τονίσει όσα κοινά ενώνουν τους ανθρώπους, πέρα από τη γλώσσα, για να μας θυμίσει ότι η χαρά και η λύπη, το κλάμα δεν έχουν γλώσσα, είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους· αφήνει έτσι, το δικό του μήνυμα ισότητας και ειρήνης για τον κόσμο.
Η ποίησή του είναι ελλειπτική, περιμένει από τον αναγνώστη να ερμηνεύσει τα σύμβολά της. Κτίζει προσεκτικά κάθε ποίημα, σαν να φυτεύει στην ψυχή ένα δέντρο, ώσπου σιγά-σιγά να φανερωθούν τα σκοινιά, από δέντρο σε κλαδί, από κλαδί σε δέντρο, να αποκαλυφθούν οι συνειρμοί που τα συνδέουν όλα μεταξύ τους και να δημιουργηθεί ένας κήπος για το αγέννητο παιδί, ένα νέο σχέδιο για έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Κατερίνα Τσιτσεκλή