Ο Γιώργος Παναγιωτίδης στα δύο βιβλία του Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις (.e poema.. 2018) και Συμφωνίες (.e poema.. 2021) συγκεντρώνει το σύνολο του ποιητικού του έργου από το 1985 έως το 2015. Μια τριαντάχρονη διαδρομή στα ποιητικά πράγματα με την κατάθεση ιδιαίτερης γραφής που συνιστά κράμα ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και συγγραφικής γνώσης, φιλοσοφικού στοχασμού και λυρισμού, ποιητικών πειραματισμών και παράδοσης. Τα δύο βιβλία περιέχουν επίμετρο του Ζαχαρία Κατσακού το οποίο μας βοηθά να εισέλθουμε στο υπόστρωμα του έργου και το εργαστήριο του ποιητή.
Τα βιβλία Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις και Συμφωνίες συνδυάζουν τρόπους και μορφές τους οποίους ο ποιητής δανείζεται από τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Οργανώνονται σαν μουσική σύνθεση με θέματα και ρυθμούς που επανέρχονται και διαμορφώνουν το τοπίο της συνεχούς μετακύλισης των πραγμάτων, με τη δραματική αίσθηση της ανθρώπινης τραγικότητας μέσα στο αεί ρέον σύμπαν. Σαν light motive, ένα perpetuum continuum, το υπαρξιακό πρόβλημα, μέσα στο οποίο συμπλέκονται ο χώρος και ο χρόνος, τα πρόσωπα, οι στοχασμοί, τα οράματα, οι ανησυχίες.
Στο έργο Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις, ο Γιώργος Παναγιωτίδης συγκεντρώνει τα βιβλία του Ρύνια (α΄ έκδοση 1985 – β΄ έκδοση 2002), Τα όντα εκεί (α΄ έκδοση 1995), Ονόματα μόνο (α΄ έκδοση 1995) και Δι’ οδών (α΄ έκδοση 2002). Τέσσερα βιβλία που συνιστούν τετραλογία με ιδιαίτερο μορφικό χαρακτηριστικό το πεζό ποίημα και βασική θεματική το υπαρξιακό. Επικεντρώνονται στην ευθραυστότητα του ανθρωπίνου όντος και κατασκευάζουν την εικόνα ενός ηρακλείτειου κόσμου, ενός περιβάλλοντος δαρβινικού, από την οπτική γωνία των φιλοσόφων που μιλούν για την ατοπία και την αχρονία, το είναι και το μηδέν.
Ο ποιητής, συνθέτοντας την εικόνα μιας ζωής μεταβλητής όπου η ανθρώπινη οντότητα είναι ρευστή και το εγώ αμήχανο, ανασύρει στην επιφάνεια τον διαρκώς μεταμορφούμενο κόσμο και ιχνηλατεί τις βαθύτερες πτυχές του ανθρωπίνου όντος. Αφουγκράζεται τον μακραίωνο απόηχο της μεταφυσικής αγωνίας και αγγίζει τη δυνατότητα υπέρβασής της. Επικεντρωμένος στον κύκλο της ζωής που έχει το στοιχείο της διαρκούς αλλαγής, εστιάζει στο απελθόν και το επερχόμενο, εν γένει στο γίγνεσθαι και τη διαφοροποίησή του μέσα στην αέναη ροή.
Στην ποίηση του Γιώργου Παναγιωτίδη το παρόν, αυτό που έχει απέλθει, αλλά και αυτό που θα επέλθει, εμπλέκονται με το κενό και συνεπάγονται το κενό. Η θέση του αντανακλά τον διαρκή και μάταιο αγώνα της ανθρωπότητας η οποία δεν σταματά να διερευνά το είναι, ωστόσο η γνώση παραμένει πάντα μετέωρη. Η ατέρμων αναζήτηση της ύπαρξης σταματά στη διερώτηση. Το μόνο θετικό είναι ότι αφήνει το πνεύμα ανοιχτό για καινούριες συλλήψεις και συνθέσεις.
Υιοθετώντας τη δομιστική θεωρία, ο Γιώργος Παναγιωτίδης χρησιμοποιεί ζευγάρια αντιθέτων: γέννηση-θάνατος, ευδαιμονία-δυστυχία, φως-σκοτάδι, συνεχές-ασυνεχές, μονιμότητα-αλλαγή, παρελθόν-επικαιρότητα, γαλήνη-καταιγίδα, τα πάντα-τίποτα. Με τα δυαδικά δίπολα, μεταφέρει τις δομές μέσα από τις οποίες αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Αναδεικνύει την έλλειψη διανοητικών σημείων αναφοράς, αλλά και τη ρευστότητα της γλώσσας, μεταβαίνει εύκολα από το ατομικό στο καθολικό και εμφανίζει με ευκρίνεια τα θεματικά του μοτίβα.
Στο βιβλίο του Ρύνια, το ποιητικό υποκείμενο, έγκλειστο και σε προσωπική σιωπή, έρχεται αντιμέτωπο με τον διχασμό και το κενό. Παρατηρώντας τον άλλο του εαυτό, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πολύβουο πλήθος και τη φθορά, τον ξένο, τους θεατές που εισχωρούν στη σπηλιά του ντυμένοι τ’ αδιάβροχά τους. Εμμένει στη σύντμηση και τον κατακερματισμό, στη μοναξιά, το έρεβος, την απώλεια του εγώ. Ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, εκφράζει την απόγνωσή του στη σπηλιά, μια σπηλιά πλατωνική που απαιτεί την αναγέννηση μέσα από το σκότος, την ανάδυση μέσα από τη διαφθορά, την αφύπνιση, την πνευματική και ηθική ανασυγκρότηση. Ατάραχο ποτάμι παλιά φωνή της σκουριάς ακίνητη/ πάνω στις πέτρες, δρεπανίζουν στις όχθες σου οι θεατές/ τα χαμένα μου σώματα και τα δάκρυά μας συγχύζονται (Ρύνια, Στάσιμο α, σελ. 12)
Στο βιβλίο Τα όντα εκεί, με βιβλικό και σολωμικό ύφος, εικονοποιία και σκηνοθετική δομή, ο ποιητής αναπαριστά τη διάψευση των προσδοκιών της νεότητας και την απογύμνωση του ανθρωπίνου όντος, την ευθραυστότητα και τον θρυμματισμό του μέσα στο φαινόμενο της ζωής. Το ποιητικό υποκείμενο ασχολείται με τα αμείλικτα κοσμολογικά ερωτήματα. Δυστοπικό περιβάλλον, νέφη και άνεμοι, αναδεικνύουν την αντίθεση του φωτός με το σκοτάδι, τη μηδαμινότητα της ύπαρξης μέσα στο σύμπαν. Με υπερρεαλιστικές εικόνες και παραμυθικά στοιχεία μεταφέρεται ο ανθρώπινος μετεωρισμός στον αεί μεταβαλλόμενο χωροχρόνο.
ΙΣΤ
Παράγουν οι μηχανές του χρόνου όντα κοίλα,
αναπηδούν και κάθονται στο σκότος.
(Τα όντα εκεί, σελ. 29)
ΚΒ
Πάνω στο σκότος σε μία στιγμή αναδύεται η πρώην πόρτα, επιμήκης λίμνη εικόνας, στέκεται. Σε μία στιγμή διαλύεται.
(Τα όντα εκεί, σελ. 31)
Μέρος του Κεφαλαίου α’ της Γενέσεως προτάσσεται στο βιβλίο Ονόματα μόνο. Υπαρξιακή αναζήτηση με ιδεολογικό πυρήνα το χάος και τον κόσμο μας. Συνδυάζει το ρεαλιστικό στοιχείο με έναν λόγο προφητικό, σαν να πηγάζει από την Αποκάλυψη. Εντυπωσιάζει η σύλληψη, η ζωντανή αναπαράσταση της αιώρησης του ανθρώπου, της τραγικότητας της μοίρας, με τη γέννηση και τον θάνατο, τα γηρατειά, τον χρόνο, τις στιγμές. Μέσα στην ατοπία και στην αχρονία, μέσα στην αέναη αλλαγή, η μνήμη του ανθρώπου γίνεται σκόνη. Ο κόσμος μας μετατρέπεται σε πολυώνυμο. Ο καθένας μας όνομα ξεχασμένο.
[…] Ονόματα ξεχασμένα και κανενός που μαζεύουν στο σώμα τους τον χρόνο και από το βάθος τους μαλακώνουν και από την επιφάνειά τους κι έπειτα σκορπίζουν μ’ έναν ασήμαντο και άδοξο ήχο παφλασμού.
(Ονόματα μόνο ΙΕ, σελ. 49)
Το τελευταίο βιβλίο της συλλογής Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις, έχει τον τίτλο Δι’ οδών. Προτάσσει απόψεις του Κώστα Αξελού και του Richard Dawkins για τον χρόνο, θεματική που κυριαρχεί στην ενότητα. Το ποιητικό υποκείμενο ταξιδεύει στην ιστορία. Ένα ταξίδι η ζωή μας. Όλοι μέσα στο ίδιο νέφος. Η ίδια διαδρομή μας αναλογεί. Παρελθόν, παρόν, μέλλον, οι πρόγονοι και οι επίγονοι. Κεκλιμένες οδοί οι ζωές μας, οδηγούν στο ίδιο τέλος. Τόπος μας ο τάφος.
Συνεχώς περισσότερος, συνεχώς νέος, χρόνος πάνω σε χρόνο κάθεται πάλι και πάλι και παλιώνει, τα ερείπια συνεχώς ερειπώνει. (Δι’ οδών ΙΔ, σελ.68) […] καθώς ο χρόνος σαν αρρώστια πάνω τους καθόταν […] (ό. π.)
Δρόμοι μικροί και ασήμαντοι που σύντομα διπλώνουν μα δίπλα ο ένας στον άλλο σαν ενωθούν απλώνουν έναν, τον ίδιο, δρόμο μεγαλώνουν κι έτσι αθροισμένοι μοιάζουν γέφυρα, δεμένοι από τη μία πλευρά στης αρχής τους τον χρόνο και από την άλλη μεριά μόνο στο τίποτα πιασμένοι, δίχως τίποτα να ενώνουν μα σαν να έχουν την ίδια από πάνω τους όλοι διορία, ως απειλή που κρέμεται, να συντελούν χωρίς ποτέ να το τελειώνουν ένα γεφύρωμα προς το ανείδωτο και το ανείπωτο που έτσι δήθεν πλησιάζουν κι εκείνο όλο να απομακρύνεται και πάντα ν’ απέχουν μιαν αναπνοή μόνο από του εγχειρήματός τους την αρχή κι ένα βήμα να βρίσκονται μόνο μακριά από του τέλους του τη συντριβή. (Δι’ οδών ΚΒ, σελ. 76)
Προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, επαναλήψεις για χάρη της έντασης, ασύνδετο σχήμα για αγχώδη ρυθμό, παρηχήσεις, τόνος βιβλικός.
Ο έρωτας;
[…] κορεσμένοι έρωτες ερωτεύονται ξανά, σηκώνονται από τη διάλυσή τους και διαλύονται ξανά πλημμυρισμένοι αναρχία και ακόμη, έτσι χάνεται ο χρόνος, χάνονται και όσα έπλασε αφού πλανηθούν για να σταθούν αντίκρυ με το χάος. (Δι’ οδών Ζ, σελ.61) […]
Σε συνέντευξή του στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο,[i] ο Γιώργος Παναγιωτίδης σημειώνει πως ο έρωτας δεν είναι παρά μια ουτοπία που μας προδίδει, καθώς καταλήγει σε δυστοπία. […] Αυτός ο έρωτας καταστρέφει την προηγούμενη πραγματικότητά σου και σε τοποθετεί σε μία νέα, εύθραυστη και εφήμερη πραγματικότητα που κατακρημνίζεται από λεπτό σε λεπτό, από ημέρα σε ημέρα. Οι ερωτευμένοι ήρωες των βιβλίων μου δεν έχουν καλό τέλος. Όμως πίσω από τα πάθη τους υπονοώ έναν άλλο έρωτα, έναν ιδανικό έρωτα που ημερεύει νωρίς και γίνεται αγάπη. Αυτός, ναι, θα ήταν καταλύτης. Η αγάπη μπορεί να κατευνάσει την υπαρξιακή μας αγωνία, μπορεί να ξεγελάσει τη μοναξιά της συνείδησής μας, να μας συντροφεύσει προς τον φυσικό μας θάνατο. Η ερωτική επιθυμία είναι η οδός, αλλά ευνοημένος είναι όποιος, καθώς τη διανύει, αναγνωρίζει και επιλέγει την κατάλληλη έξοδο, το δικό του μικρό μονοπάτι αγάπης.
Στο σύνολό της η ποιητική συλλογή του Γιώργου Παναγιωτίδη Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις είναι επική και έχει ως επίκεντρο τη δυστοπία. Οι μεγαλοπρεπείς στίχοι ενσωματώνουν ανοιχτή θέαση του κόσμου. Αναπαριστούν με τρόπο δυναμικό την επαλληλία των κύκλων της ζωής, τη διαλεκτική, αντιθετική και συμπληρωματική σχέση των στοιχείων που τη συνθέτουν. Διακατέχονται από δημιουργική πνοή, κίνηση προς τα εμπρός.
Την ίδια φιλοσοφική και στοχαστική διάθεση διακρίνουμε και στο βιβλίο Συμφωνίες του Γιώργου Παναγιωτίδη, όπου ενσωματώνονται συνθέσεις από το 2005 έως το 2015. Πέντε ενότητες: Ομορφιές αφόρητες, Ωρολόγιο, Γραμματική, Αναρτήσεις, Κύμα άλμα.
Ο Ζαχαρίας Κατσακός στο επίμετρο αναφέρει ότι ο τίτλος «Συμφωνίες» παραπέμπει σε αντιδάνειο, το οποίο λαμβάνεται από το ιταλικό Sinfonia και αποτελεί όρο της δυτικής μουσικής κουλτούρας. Χρησιμοποιείται ήδη από τον 17ο αιώνα και αφορά σε ορχηστρικά έργα μεταβαλλόμενης μορφής. Η εκτέλεση ενός έργου για συμφωνική ορχήστρα, αποτελείται συνήθως από τέσσερα μέρη και ακολουθεί το πρότυπο της σονάτας. Η μεταβαλλόμενη μορφή, αλλά και η σονάτα, αποτελούν καίρια χαρακτηριστικά της ποιητικής αυτού του βιβλίου. Από την άλλη πλευρά, δηλώνεται η κοινή ομολογία είτε η κοινή πεποίθηση για την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων ή σταθερών. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο αυτές οι σταθερές αποδομούνται, αποτελεί αντικείμενο εξέτασης.
Το ποιητικό υποκείμενο εκκινεί από τις δύο αυτές προσεγγίσεις για να αναζητήσει τις σταθερές όψεις του δικού του λόγου, με τελικό σκοπό την πλήρη ανατροπή ή ακύρωσή τους. […]
Σώμα, χρόνος, θάνατος, ποίηση, αλήθεια: η θεματολογία του παρόντος τόμου. Στις Συμφωνίες ο ποιητής αποτυπώνει την αγωνία της συνείδησης για τον χρόνο και τον θάνατο, για το χάος που μας περιβάλλει, για τη θέση μας στον κόσμο και το σύμπαν. Υπαρξιακή μοναξιά διαπερνά τους στίχους.
Μια βιταλιστική αντίληψη αναδύεται στην ενότητα Ομορφιές αφόρητες, στηριγμένη εν μέρει στον Γάλλο φιλόσοφο Ανρί Μπερξόν (Henri Bergson, 1859-1941). Το σώμα λειτουργεί ως εστία ζωικής ορμής, αλλά και ως αλληγορία της ύπαρξης, αναφέρει ο Κατσακός. Ο ποιητής τραγουδά της γλώσσας τα θαύματα, του έρωτα τ’ αναθήματα (Χρέος, σελ. 9). Το υλικό παραδίδεται ασθματικό, ελλειπτικό, υπονοηματικό. Στη σπονδυλική του στήλη και πάλι η μεταφυσική, ο χρόνος, η φθορά. Καβαφικές αναφορές και πνιγηρές μνήμες που τρυπούν τα όνειρα. Με αντιθέσεις, παρηχήσεις, λεπτή ειρωνεία, ο Παναγιωτίδης αντιμετωπίζει την κοινωνική φύση του ανθρώπου, αλλά και την αδυναμία του να φτάσει στην αλήθεια όσον αφορά τον θάνατο. Το ανθρώπινο σώμα σαν ψηφιακός δίσκος αποθηκεύει τη ζωή.
Λειψανοθήκη μου ηλεκτρονική και ανυπολόγιστη
λάβε το σώμα μου ενόσω λυγίζω
στον σκληρό σου δίσκο το παραδίδω,
σε μνημονικά πλακίδια πυριτίου που μαγνητίζω,
στη σφραγισμένη μεταλλική μου κάσα εντός
γυμνό το μεταφέρω και το διαμερίζω. […]
(Ψηφιακό, σελ. 18)
Στην ενότητα Ωρολόγιο, όπως το δηλώνει και η λέξη, κυριαρχεί η θεματική του χρόνου. Έξι ποιήματα με σχετικούς τίτλους:
Ώρα, Ωρολόγιο σκοτεινό, Η γριά Μώρα (Μ-ώρα, από το αρχαίο επίθετο μωρός, ίσον ανόητος), Ο κήπος με τις ώρες, Από τις ώρες, Από ώρα σε ώρα.
Συνθέσεις πολύστιχες ως επί το πλείστον, που διακρίνονται για την ποικιλία και το πολυδιάστατο της σύλληψης. Δεσπόζει η γκροτέσκα και υποβλητική μορφή της γριάς Μώρας που έρχεται μέσα στον ύπνο, για να μας θυμίσει την επισφάλεια στην αναζήτηση του νοήματος. Επίθετα, ρήματα, προτρεπτικές προστακτικές, υπερρεαλιστικοί τόνοι. Οι ώρες ισοδυναμούν με τη ζωή.
Ώρες άναρχες ακαταχώριστες και άλλες
καλλιεργούμενες από ωρολόγια
γεγονότων φυτώρια και σπορεία
άλλες ποτιστικές και άλλες ξερικές
ανθεκτικές στην παγωνιά ή ευαίσθητες
και στους καύσωνες αφυδατωμένες
μυροφόρες, άκαρπες ή καρποφόρες. […]
(Ο κήπος με τις ώρες, σελ. 35)
Στην ενότητα Γραμματική, παίζεται ένα μεταγλωσσικό ποιητικό παιχνίδι με τα γράμματα, τα σημεία στίξης, τους χρόνους. Οι τίτλοι:
Άλφα και ωμέγα, Υποθετικός λόγος, Μέλλον, Ουσιαστικά, Σημεία στίξης, Το τελικό σίγμα, Ενεστώτας.
Στοχασμός για τη ζωή, την ποίηση, το αέναο της αλλαγής. Ευφυής χρήση των γραμματικών στοιχείων, του φιλοσοφικού στοχασμού. Η μνήμη, ο έρωτας, το σώμα (ως αρχή των πραγμάτων).
Με το άλφα ξημερώνει η ημέρα.
Με το ωμέγα ημερώνει η νύχτα.
Μα κάθε πρωί αναλφάβητος
και πάλι από την αρχή.
(Άλφα και ωμέγα, σελ. 41)
Στην ενότητα Αναρτήσεις, το ποιητικό υποκείμενο εμμένει στην προσκόλληση του νου στον πόνο του θανάτου, στην αγωνία της άγνωστης ημέρας. (Νυχθημερόν, σελ. 58) Εγκύπτει στην προσπάθεια προσέγγισης του νοήματος της γραφής και του έρωτα, αλλά και στην ουτοπία που διατρέχει την κίνηση αυτή.
[…] Γι’ αυτό έγινε και το Σύμπαν.
Για να υπάρξει το σώμα σου κι εσύ
όπως ένα συναίσθημα υπάρχει
για να υπάρξει μία πράξη.
Έλαμψε το σκοτεινό διάστημα
και είπε ο Θεός: αυτό είναι καλό
και θα το ονομάσω «Έρωτα».
[…]
Απόγευμα Κυριακής κουρασμένο
λίγη πορτοκαλάδα ξεχασμένη στο ποτήρι
από το απόγευμα του Σαββάτου
οι αποδείξεις του πάθους στα σκουπίδια. […]
(Αναρτήσεις, σελ. 54)
Στα παιδικά χρόνια επιστρέφει το ποιητικό υποκείμενο την ενότητα Κύμα άλμα. Η μεταφυσική αγωνία που σχετίζεται με την αρχή και το τέλος της ζωής, με τα γηρατειά και τον θάνατο, το κατακυριεύει. Η ενότητα γέμει αναφορών που αφορούν την πατρίδα και τους γονείς, ενώ παρατηρούμε ποικιλία ήχου και μορφών, στίχους δραματικούς και αφηγηματικούς, υπερρεαλιστικές εικόνες, συμβολισμό. Οι συνθέσεις είναι συνειρμικές με σκηνοθετική δομή. Ανευρίσκουμε σκόρπιες ομοιοκαταληξίες, ιαμβικούς και αναπαιστικούς τόνους, ένα ιταλικής τεχνοτροπίας σονέτο. Διακρίνουμε επιρροές από τον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου, ενώ χρησιμοποιείται η μυθική μέθοδος μέσω της οποίας αποδίδεται νέο νόημα στα μυθικά αρχέτυπα. Στην ενότητα Κύμα άλμα, δεσπόζει η μελαγχολία και η συγκίνηση ενός σπαρακτικού απολογισμού ζωής.
Όταν ήμουν παιδί ήταν καλοκαίρι
φτιαγμένο γρήγορα ένα μικρό σπίτι
πρασινάδες θεόρατες μέσα στον Μάιο,
φρέσκο τσιμέντο, μέσα σε ώριμα στάρια,
μία αυτοσχέδια κούνια, στο πλάι της
δύο κερασιές, δύο βερικοκιές, όλες νεαρές
δεν έμοιαζαν καν δέντρα, λίγα κλαδιά
όλα κι όλα, μα φορτωμένα καρπούς
η πλαστική κουρτίνα-κρόσσια κρατούσε
μύγες και μέλισσες μακριά, τη ζέστη όχι,
μας πολιορκούσαν τα τζιτζίκια ολόγυρα
το βράδυ στο τηγάνι της μητέρας
μελιτζάνες και κολοκυθάκια, μυρωδιές.
[…]
Τώρα, το παράθυρο είναι πολυκαιρισμένο
μα το αφήνω από συνήθεια ανοιχτό,
δεν φοβάμαι πια κανέναν, ούτε τον θάνατο
που πολιορκεί το παλιό σπίτι, τα γέρικα δέντρα
τ’ απομεινάρια της κούνιας, τον γέρο που έγινα.
Μόνο φοβάμαι μήπως ο παιδικός φόβος
του έγινε συνήθεια δίχως να το καταλάβει
κι εκείνος ο πλούτος του ανοιχτού παράθυρου
έγινε η στέρηση των παιδικών του χρόνων.
(Καλοκαίρι, σελ. 70)
Στις Συμφωνίες, ο Γιώργος Παναγιωτίδης εστιάζει στη δυνατότητα αντίληψης του χρόνου και του αντικείμενου κόσμου. Προβάλλει τη θέση της σχετικότητας της αλήθειας, την αδυναμία της υλικής πραγματικότητας να αποτελέσει αντικειμενική και μόνιμη σταθερή. Ποίηση υπό το ασφυκτικό πρίσμα της τραγικής παρέλευσης του χρόνου. Μεταγραφή καθολικών αγωνιών. Υλικό υφασμένο με ποιητική δεξιοτεχνία και ευαισθησία, σε περιβάλλον καταθλιπτικό και αισθαντικό.
Η ποίηση του Γιώργου Παναγιωτίδη στα δύο βιβλία Τέσσερις ποιητικές συνθέσεις και Συμφωνίες, δεν είναι εύκολη. Όμως, παρότι ο ρυθμός είναι ιδιόρρυθμος, ο αναγνώστης μπορεί να διεισδύσει στα μυστικά του, γιατί δεν χάνει τη λογική σειρά. Ανευρίσκει μελετημένη αρχιτεκτονική, «αρχή, μέση και τέλος». Θα μπορούσε, βέβαια, να χαρακτηριστεί σπουδαστηριακή, με την ευρεία έννοια του όρου και χωρίς αυτό να μειώσει τη δύναμη ή τη συναισθηματική της αποδοχή. Κύριο ερμηνευτικό της κλειδί είναι η βαθιά αίσθηση της οντολογικής μοναξιάς, μιας μοναξιάς που δεν μπορεί να καταλύσει ούτε ο έρωτας, ούτε η πίστη σε κοινωνικά σχήματα. Ποιητικό θέμα δραματικό, το οποίο ο Παναγιωτίδης επεξεργάζεται με αρτιότητα. Μοτίβο επίμονο στις συνθέσεις του, το οποίο επενδύει με υπόστρωμα αγχώδες και οραματική διάθεση. Ο διάκοσμος των στίχων είναι συνήθως αφηγηματικός και σκηνοθετικός. Η μορφή πειραματική, χωρίς ωστόσο να ξεκόβει από την παράδοση, ιδιαίτερα στις Συμφωνίες, με στιγμές λυρικής έξαρσης και έντονη παρουσία ρυθμού. Η κατά βάση ρομαντική-μεταφυσική ποίηση του Παναγιωτίδη επενδύεται με υπερρεαλιστικές εικόνες, απεγκλωβισμένες ωστόσο από την αυτοματική τεχνική και ενταγμένες στο γενικότερο πνεύμα του μοντερνισμού.
Η ποίηση είναι μία αναζήτηση της ιδανικής πύκνωσης της σκέψης και του λόγου, αναφέρει ο ποιητής Γιώργος Παναγιωτίδης στη συνέντευξή του στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο[ii] και με το σύνολο του έως τώρα έργου του καταθέτει στην ελληνική γραμματεία ποιητικές προτάσεις που όχι μόνον την εμπλουτίζουν, αλλά και την τέρπουν με τον βαθύ τους προβληματισμό και τη δύναμη του στίχου.
Λίλια Τσούβα
[i] https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=10227499000999827&id=1207860658, (τελευταία πρόσβαση 27.1.2022)
[ii] ό. π. (τελευταία πρόσβαση 27.1.2022)