«Το βλέμμα σου, κόσμε» της Ίντρα Νόβι

H Idra Novey είναι μια Αμερικανίδα ποιήτρια που οι γονείς της, εμπνευσμένοι από την Ύδρα, θέλησαν να της δώσουν ελληνικό όνομα. Η Idra χάρηκε ιδιαίτερα όταν έμαθε ότι, ετυμολογικά, το όνομά της συνδέεται με το στοιχείο του νερού – και το έμαθε όταν βρέθηκε στην Ελλάδα για την παρουσίαση του βιβλίου μεταφρασμένης ποίησής της στο 50ό Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο.

Η Μαριάννα Πλιάκου, που συνυπογράφει τη μετάφραση με τη σύζυγό της Jane Gregersen, εξηγεί στον πρόλογο ότι ο βλέμμα του τίτλου είναι εκείνο που «παρακολουθεί, κρίνει και κατατάσσει, νομιμοποιεί και απονομιμοποιεί, ελέγχει και, τελικά, υποτάσσει και φυλακίζει». Το βλέμμα είναι η κοινωνική κατασκευή μέσα στην οποία γεννηθήκαμε, η οποία ενσωματώνει όλες τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τα κατεστημένα που έχουμε δημιουργήσει μέσα στα χρόνια και που τα βιώνουμε. Η Idra λοιπόν ξεκινά κατονομάζοντας αρχικά το βλέμμα και κατόπιν προτάσσοντας τα  ποιήματά της ενάντιά του. Πώς; Παρουσιάζοντας αρχικά την παροδικότητα της φύσης του κι έτσι ουσιαστικά αποδυναμώνοντάς το, για να προτείνει τέλος την αντίσταση σε αυτό «μέσα από την πρόταση μιας νέας συλλογικότητας, που βασίζεται στην ανθρώπινη συγγένεια που έχουμε όλοι μεταξύ μας», όπως γράφει η Μαριάννα.

Παρακολουθώντας λοιπόν τη συλλογή όπως αναπτύσσεται, συναντάμε στην αρχή της το ποίημα «Μι μπεμόλ μινόρε» το οποίο εκ πρώτοις στηλιτεύει τον καταναλωτισμό («καθώς κατεψυγμένες βάφλες/ μαλακώνουν στο καρότσι μου, οι αστακοί με κοιτούν/ αποδοκιμαστικά») για να καταλήξει, αναφερόμενη σε τσιτάτο της Ελίζαμπεθ Στρεμπ, σε μια πλάγια αναφορά στο φαλλοκρατικό στοιχείο «είμαστε ένα αμβλύ εργαλείο που ορμάει μπροστά». Τόσο ο καταναλωτισμός όσο και η πατριαρχία είναι βέβαια στερεότυποι και κατεστημένοι πυλώνες που καθορίζουν το βλέμμα του κόσμου και το συγκροτούν.

Το δεύτερο ποίημα, ομότιτλο της συλλογής, είναι ένας ύμνος στη γυναίκα που μάχεται να βγει από τη σκιά του άντρα: «Κι ο κόσμος είπε όμως είσαι η γυναίκα-σύζυγος κι εκείνη είπε κοίτα με σε παρακαλώ πίσω από αυτό το μουστάκι, αυτά τα γένια, αυτά τα αίματα που κυλούν στο πρόσωπό μου» – και το καταφέρνει: «μία γυναίκα μπορεί να λάμψει […] αστράφτοντας χίλιες φορές σε μία φλεγόμενη σιλουέτα».

Σε αντίστιξη με τον κατασκευασμένο κόσμο, η ποιήτρια παρουσιάζει τη φύση: είτε φαντασιακή, όπως στο ποίημα «Νεκρή φύση με αόρατο κανό», είτε σαν ζωντανή μεταφορά στοιχείων της ανθρώπινης πραγματικότητας, όπως στο ποίημα «Μια ιστορία σε έξι δίστιχα», η φύση μας υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος είναι πάντα κομμάτι της και δεν μπορεί να την αρνείται. Η φύση είναι αιώνια. Αντιθέτως, τα πράγματα που φτιάχνει ο άνθρωπος – το περίφημο «κτιστό», μέσα σε αυτό και το βλέμμα του κόσμου – είναι φθαρτά και παροδικά, υπόκεινται επομένως στη ματαιότητα και διέπονται από την «παράλογη πίστη ότι κάποιος θα θελήσει να δει αυτά που φτιάξαμε» («Το πείραμα»).

Η γλώσσα, ως συγκολλητικό στοιχείο του πολιτισμού, βρίσκεται επίσης στον εξεταστικό φακό της ποιήτριας και στο ποίημα «Κάποια στιγμή αφότου σφραγίσαμε τα παράθυρα» συναντάμε μια υπόθεση κατάργησης και εκ νέου επινόησής της μέσα σε μια δυστοπική συγκυρία που ανάγκασε τους ανθρώπους να απομονωθούν και να λησμονήσουν όχι μόνο τη γλώσσα τους, αλλά και την ίδια την ταυτότητά τους. Στο ποίημα «Ομολογία» πάλι, η γλώσσα γίνεται δυνατότητα διαφυγής.

Έχουμε ήδη περάσει στο μέρος εκείνο της συλλογής όπου συντελείται η αποδόμηση του βλέμματος του κόσμου. Η Ίντρα Νόβι προχωράει σε αυτή την αποδόμηση με διάθεση βαθιά στοχαστική – όχι ηθικοπλαστική, μα φιλοσοφική με έναν πρακτικό τρόπο. Η ποιήτρια δεν διδάσκει, αλλά δείχνει: «Το σούρουπο, περισσότερος αέρας κι αιφνίδιο μπλε: παραπέρα, χιλιάδες αμμόλοφοι ξεθώριαζαν και σηκώνονταν. Όταν το λεωφορείο σταμάτησε, σκέφτηκα: καλά να πάθουμε. Ποιοι ήμασταν εμείς να διασχίσουμε την έρημο σε λίγες ώρες;/ Αργότερα, θα λέγαμε πως ήταν σαράντα χρόνια» («Στην Ατακάμα»).

Κάθε άνθρωπος είναι η συνισταμένη των εμπειριών του και το βλέπουμε αυτό στο ποίημα «Το λιβάδι»:

Αλμυρός παραθαλάσσιος αέρας

φέρνει γύρη από μαργαρίτες

στο ανοιχτό χέρι σου.

 

                                                                                Για μια στιγμή, είσαι παντού όπου

                                                                                έχεις υπάρξει.

Ωστόσο, οι εμπειρίες του συντελούνται συνήθως μέσα σε μια φυλακή, τα όρια της οποίας ορίζονται από το βλέμμα του κόσμου. Το ποίημα «Η μικρή φυλακή» αναλύει διεξοδικά τη φύση αυτής της φυλακής: «Μπαίνεις μήλο/ Και βγαίνεις η δαγκωνιά/ Στον κιτρινισμένο πυρήνα του». Οπότε η ποιήτρια εύλογα αναρωτιέται:

Γιατί να έρθεις στην πόρτα

Της μικρής φυλακής

Όταν ο κόσμος είναι γεμάτος

Περιστρεφόμενες πόρτες

 

Θέλεις ν’ ακούσεις κι άλλα

Για τη μικρή φυλακή

Μήπως πρόσεξες

Είναι παντού

Η μικρή φυλακή είναι πανταχού παρούσα γιατί βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας: είναι οι ιδέες με τις οποίες έχουμε γαλουχηθεί, μέσα στις οποίες έχουμε μεγαλώσει. Οι «φυλακές είναι αναπόφευκτες κι αναπόφευκτα φρικτές» («Η μικρή φυλακή»), τριγύρω όμως από αυτές, «η μέρα λάμπει σαν γυαλιστερό κουτάλι» (ποίημα «Κυριακάτικη βόλτα»). Και μέσα τους είναι πάρα πολλοί εκείνοι που «περιμένουν το Θαύμα» (ποίημα «Δεκαοκτώ ώρες μέρα»).

Φυσικά τα θαύματα σπανίζουν, έτσι οι φυλακισμένοι μένουν να κοιτάζουν τις κορνίζες με τα αγαπημένα τους πρόσωπα: «Για πλάκα, τσιμπολογούσαμε το γκλίτερ στην κορνίζα. Κάποιες φορές το τρώγαμε για βραδινό» (ποίημα «Κατ’ οίκον περιορισμός»).

Μια πρόταση εναντίωσης στο βλέμμα του κόσμου συμπυκνώνεται στον έρωτα: «Κάναμε έρωτα στην άμμο λίγο παραπέρα./ Μετά φτιάξαμε άλλη μια φυλακή, μόνο για να δούμε αν θα κάναμε έρωτα πάλι» (ποίημα «Σαστισμένοι»).

Η παιδική αφέλεια είναι μία ακόμη πρόταση. Στο ποίημα «Το παιχνίδι της λάβας», περιγράφονται παιχνίδια που παίζουν οι μεγάλοι, σαν να ήταν παιδιά, μόνο που εδώ υπάρχει η επίγνωση ότι κάποια από αυτά μπορεί να είναι θανατηφόρα.

Τέλος, η εναντίωση μπορεί να έρθει από την αμφισβήτηση. Ρωτώντας ξανά και ξανά για τα πράγματα, ίσως έλθει η επιθυμητή διερώτηση για την πλάνη – και η αμφισβήτησή της. Στο ποίημα «Το καζάνι του διαβόλου», το ποιητικό υποκείμενο ρωτά για έναν μακρύ βράχο , «ένα θα-μπορούσε-να-είναι», που οι ντόπιοι το έχουν ονομάσει «Το καζάνι» γιατί υπήρχε παλιά φυλακή εκεί. Ρωτά διαρκώς, τόσο που πια τη φωνάζουν «Η Ξένη Που Ρωτά Πολλά Για Το Καζάνι». Μα εκείνη συνεχίζει να ρωτά.

«Και μετά κι άλλη βροχή.

Και μετά κι άλλες ερωτήσεις».

Μόνο αμφισβητώντας υπάρχει ελπίδα να ηττηθεί το βλέμμα του κόσμου.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Στη φωτογραφία της προμετωπίδας η Ίντρα Νόβι και η Μαριάννα Πλιάκου στο 50ό Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο.

 

 

Περισσοτερα αρθρα