«Η πάλη του μαζί»
«Και πώς να ενώσεις / δυο ιστορίες / να ’χουν κοινή πορεία;»
Η Γιώτα Βασιλακοπούλου, γνωστή για τη στιχουργική της πορεία στην ελληνική δισκογραφία, εμφανίζεται για πρώτη φορά με μια ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Το ψυγείο των ματαιώσεων», με σαράντα έξι ποιήματα, αρκετά από τα οποία μικρής έκτασης.
Με μια σουρεαλιστική πιρουέτα, η Γιώτα Βασιλακοπούλου επιχειρεί να επιδικάσει το παλίμψηστο του έρωτα, της συνένωσης, της προσπάθειας για συμβίωση, η οποία συχνά έχει σαν μόνο κοινό μια γεωγραφική συντεταγμένη με όριο του τοίχους ενός κοινού δωματίου. Το ψυγείο των ματαιώσεων ενδύεται τη συμβολική του διάσταση για να χωρέσει κάθε βρώσιμο συναίσθημα που πηγάζει από την εμπειρία, εν είδει «ζαχαρωτού» που φέρει στο σώμα του την πικρή γεύση της ματαίωσης. «[…] Δειπνούσα τις σάρκες μου καιρό. / Κάθε όνειρο και μια ματαίωση / Κάθε έρωτας και μια απογοήτευση / Κάθε φιλία και μια προδοσία / Κάθε ελπίδα και μια διάψευση» (Το ψυγείο των ματαιώσεων).
Η ποίηση της Βασιλακοπούλου, αν και αισθητά περιγραφική, καταλήγει να διεκδικεί το χρίσμα της μεστότητας εικονοποιητικά. Σύγχρονη ρεαλιστική, νεωτερίζουσα ποιητική, επανεγγράφει τη μοναξιά που βιώνει το θηλυκό Άλλο, ενώ επιμένει στον διαχωρισμό της βιολογικής ταυτότητας στο πεδίο που αφορά τη ματαίωση.
Η διαφοροποίηση έγκειται στη λέξη «αλλιώς», την οποία συναντάμε στο ποίημα που χαρίζει και τον τίτλο στη συλλογή, και επαληθεύει τη θηλυκή υπόσταση της ποιητικού σύμπαντος της Βασιλακοπούλου. Όταν το ψυγείο ήταν πλήρες με όσα ο λόγος και η επιτελεστική λειτουργία του επιφόρτισαν τη θηλυκή φύση του ποιητικού υποκειμένου, το δίπολο επανεγγράφτηκε ως μεταφυσική παρουσία. Και το πιστοποιεί ο Άνεμος, γένους αρσενικού και η Σιωπή ως αντίπαλο δέος, «Ποιος μένει εδώ; Ρώτησαν./ Κανείς. Κάποτε ζούσε ένα κορίτσι/ με αστέρια στα μαλλιά/ μετά μια γυναίκα γόνιμη και ζεστή σαν τη γη/ τώρα κανείς» (Άνεμος).
Ματαιώσεις ενός υπερκειμένου που δημιούργησε την προσδοκία μιας ιδανικής αγάπης. Το γόνιμο πια κοινωνικό κατασκεύασμα προσδοκά, μα ο ευγνώμων πρίγκιπας δεν ήρθε ποτέ. Ποιος να τολμήσει να το πει στην Ωραία Κοιμωμένη; Εκείνη πάντα ελπίζει: «Αγαπάς;/ Ξέρω να συγχωρώ./ Πιστεύεις;/ Πιστεύω/ στο φως των ανθρώπων/ που έστω κι αργά/ στο τέλος ανατέλλει» (Μικροί διάλογοι). Μα η αθωότητα θα χαθεί στον επόμενο στίχο, «[…]«Τώρα ξέρω/ προς τι τα άνθη/ μετά από κάθε μάχη μας (Τιμής ένεκεν), όχι όμως όλη, ένα κομμάτι της μόνο, γιατί η Ελπίδα είναι γένους θηλυκού κι έχει μάθει να επιμένει, έχει διδαχθεί να… υπομένει… «Σε κοιτώ και σωπαίνω / όταν ανταριάζεις. / Αντέχω τα λάθη. / Δεν κουράζομαι στην αποτυχία. / Δεν απογοητεύομαι. / Αγαπώ ακατάπαυστα… ανάβω τα κεριά, / σβήνω τον θυμό σου, / πλάθω τη Ζωή. / Γιατί; / Γιατί είμαι Γυναίκα» (Γιατί είμαι γυναίκα). Μα και το σώμα της, «Τι δεν έχω μάθει κι ακόμα πονώ;/ Ποιο σχέδιο ζωής ακολουθώ;/ Κι όμως εκπλήσσομαι καθώς πονώ/ ίδιος Οιδίποδας/ μέσα στον χρόνο.» (Η μνήμη του σώματος).
Η πάλη του Μαζί λοιπόν, «[…] Πώς να χωρέσουν όλα αυτά/ σ’ ένα κάδρο/ να βγάζει αρμονία, ομορφιά./ Πώς να καούν δύο κορμιά στη φωτιά/ και να πλαστούν ξανά απ’ την αρχή; Μακελειό και θυσία/στον βωμό της Ευτυχίας του “Μαζί”» (Η πάλη του Μαζί). Ουδέτερο το Μαζί, ενώ η Ευτυχία και η Σιωπή και η Συνάντηση και η Ποίηση ντύνονται τη θηλυκή υπόσταση και προσωποποιούνται, «[..]Έρχεται η Σιωπή/ κάθεται σα σεντόνι δροσερό πάνω στα έπιπλα/ απομονώνει τους ήχους και τα παράσιτα/ για να έχεις μια ωραία Συνάντηση/ με τον εαυτό σου/ δίχως φόβο/ δίχως πανικό./ Σπάνια και εξαίσια ώρα!» (Συνάντηση), κι ο Έρωτας και ο Πατέρας, μια λέξη απόμεινε να τον θυμίζει, «Τώρα μέσα στη σιωπή/ σε καλώ/ μόνο “πατέρα”», θα πει στο ομώνυμο ποίημα. Αλλά κι ο Θάνατος: η αναμφισβήτητη ρώμη του αρσενικού, όπως τη διδάχθηκε υπερκειμενικά, ταυτίζονται με τον πόνο, τη μοναξιά που προκαλεί ο αποχωρισμός, η απώλεια «Οι ερωτευμένοι με τους ζωντανούς/ -πάντα με τους ζωντανούς-/ ποιος θάνατος μπορεί να τα βάλει με τον Έρωτα;» (Πόρτες).
Η μοναξιά, ο χρόνος, ο έρωτας, η ποίηση που την γεννά ο πόνος και η εσωτερική αναζήτηση, σ’ έναν αέναο κύκλο, είναι θέματα που κυριαρχούν. «Αύριο πάλι απ’ την αρχή./ Κύκλος./ Μηδέν» (Κύκλος). Και το ποιητικό υποκείμενο συνεχίζει το εσωτερικό του ταξίδι προς την αποδοχή, την ματαίωση. Και ο ψυχικός κάματος υψώνεται δημιουργικά σε μια προσπάθεια εκτόνωσης, επανένωσης με το «Είναι», και οι λέξεις, ο λόγος, γίνεται καταφύγιο, σπονδή πριν από την μάχη της επόμενης ημέρας. «Κι αν φύγει ο Έρωτας;/ και μένει μόνο η Ποίηση/ κρυφή συντροφιά;/Τότε. Τις άγριες νύχτες, αδερφέ μου,/ Μοναξιάς γάμος αφιλόξενος /Σε κρεβάτι – υπέρδιπλο- εκστρατείας» (Κρεβάτι εκστρατείας).
Αποκτά βάρος ο λόγος, στόχο, τσακίζει ο όγκος του και λαβώνει, όπως η πέτρα, όπως η σφαίρα. «Μη μιλάς./ Τα λόγια είναι πέτρες στην καρδιά/ λύπη και συννεφιά στο βλέμμα, παγώνουν το αίμα» (Πέτρες). Η επιτελεστική λειτουργία του λόγου, η οποία ενίοτε αποκτά και χαρακτήρα εκτελεστικό και απειλεί να αποκλείσει, να απομονώσει, να καταλύσει την συνύπαρξη. «Πάμε να ταιριάξουμε τον βηματισμό μας, σα σε χορό/ στην αρχή σαν ζευγάρι κουτσό/ μετά σαν συμπαθητικοί χορευτές/ ύστερα σαν κουρασμένοι εραστές,/ κάποτε σαν ωραίοι συνοδοιπόροι,/ που απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα./ Την έξοδό τους στη Ζωή;» (Πέτρες).
Και τι είναι η ζωή; Μήπως δεν είναι ένας αέναος αγώνας να ταιριάξουμε ο ένας μέσα στον άλλον; Για την ποιήτρια, δεν είναι άλλο από αυτό που σημαίνει. Η προσωποποίηση της ύπαρξης του γένους της, γένους θηλυκού, συνυφασμένη με τη γέννηση και τη βιολογική της ταυτότητα. Η γέννηση, η επόμενη μέρα, η ελπίδα, η Ζωή. Το σκοτάδι για την ποιήτρια, δεν είναι άλλο από μια μεταβατική κατάσταση για την πορεία της προς το φως, την αναγέννηση, την πορεία προς την προσωπική της ανάπτυξη. «[…] Όταν τελειώνει μια ιστορία/ τότε αρχίζει η Ζωή» (Πέτρες).
Το ποιητικό σύμπαν της Βασιλακοπούλου οδεύει βαθμηδόν προς τη Λύση, έχοντας βαθιά επίγνωση της πραγματικότητας με φιλοσοφική διάθεση, έτοιμη πάντα να οπλίσει την ποιητική της φαρέτρα με εκείνες τις παρομοιώσεις που θα την οδηγήσουν σε διακειμενικές διαπιστώσεις – μήπως δεν το ’χουν αναφέρει άραγε τόσοι και τόσοι… «Σαν τη πίστη των εραστών,/ σαν τη πίστη της Πηνελόπης…». Η εσωτερική πάλη, συνειδητά ή ασυνείδητα συνομιλεί με τη σιωπή, ωστόσο ο στόχος του ποιητικού υποκειμένου είναι η έξοδος. Αναζητά ένα κομμάτι Ελευθερία με τους «[…] προορισμούς να παραμένουν αμετακίνητοι». «Αχ!, πως πόθησα ένα κομμάτι γης Ελευθερία!, /το μόνο δώρο του Θεού μετά την Αγάπη» (Ελευθερία).
Ο νεοτερικός τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα σύμβολα η ποιήτρια οδηγεί στη συνειδητοποίηση, ενώ εμμένει σε συνάψεις ρεαλιστικές, καθώς ο λόγος της δεν εγκαταλείπει την σκληρή πραγματικότητα. Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει επώδυνα την ωριμότητα, καθώς συνειδητοποιεί πως η Ζωή είναι συνυφασμένη με την αίσθηση του κενού που αφήνει η κάθε απώλεια και πως η Ελευθερία δεν αποτελεί πια απόφαση, καθώς ο χρόνος, ως άλλος Αννίβας, «σκληρός και άσπλαχνος νικητής» (Το Πεδίο του αίματος), κινείται αμείλικτα. Ο χρόνος, και κυρίως η νύχτα, για το ποιητικό σύμπαν της Βασιλακοπούλου αποτελούν τον τόπο εντός του οποίου το ποιητικό υποκείμενο ωριμάζει, διανύοντας όλα τα στάδια της εσωτερικής αναζήτησης που συχνά καταλήγει σε πάλη με αιματηρά επεισόδια. «Οι νύχτες γίνονται / αιματηρά πεδία μάχης. / Έρχεται ο ύπνος / σαν σκουπιδιάρικο / και μαζεύει τα πτώματα. / Μόνο που το πρωί, ξυπνάω / Πτώμα στην κούραση / Και δεν θυμάμαι γιατί…» (Σκουπιδιάρικο).
Η Λογική και το συναίσθημα, κατά τον τίτλο του μυθιστορήματος της Τζέην Όστεν (Η Λογική και η Ευαισθησία) αποτελούν μια υπερκειμενική μάχη, με σαφές κοινωνικό υπόβαθρο, εξακολουθώντας να αναδεικνύουν τον ίδιο νικητή: το συναίσθημα, ενώ γίνεται σαφές πως δεν υπάρχει ελπίδα για τους Αμύητους, αφού ουκ εν τω πολλώ το ευ. «[…] Η πολλή αγάπη σκοτώνει / τους αμύητους/ η πολλή καλοσύνη δηλητηριάζει / τους ανάξιους / το πολύ βλάπτει… / Περιττεύει».
Ωστόσο, το ίδιο αμετακίνητη για την ποιήτρια παραμένει και η πεποίθηση πως «Δεν υπάρχει λύση σωστή. Δεν υπάρχει σωτηρία/ που να ξεμακραίνει/ από την αγάπη/ και την ανθρωπιά» (Λύση). Όσο για τον ποιητή; Πώς να τον ξεχάσει κανείς; Μας προσκαλεί, αιώνες τώρα, αντίδωρα μοιράζοντας απ’ την ψυχή του. Και συμφωνεί κι εκείνος, όταν έτσι αναφέρεται στην ποίηση των άλλων: «Φίλοι μου / τα ποιήματά σας / δεν τα θυμάμαι / δεν τα αποστηθίζω / για να τα προσφέρω γεύμα / σ’ επίδοξους εραστές. / Τα φέρνω στο στόμα μου / σα μεταλαβιά / τα βιώνω / τα γεύομαι – απόλυτα / μετά τα ξεχνώ» (Η δική μου ποίηση των άλλων).
Το Μαζί λοιπόν. Ένα δίπολο. Εκείνος κι εκείνη. Δύο Άλλα που χωρίς το αντίθετό τους μπορεί και να μην υφίστανται, ρίχνονται στη μάχη του Μαζί. Νικήτρια είναι πάντα η αποδοχή της ισότητας. Μαζί και μόνοι – ίσοι; Μας απαντά ο τελευταίος στίχος του ποιήματος με τίτλο “Τίποτα ατόφιο”: «[…]… μένεις πάντα μόνος – και Μαζί/ με τα σουσούμια σου και τις εμμονές σου για πασούμια». Διαφορετικοί, μα τόσο ίσοι απέναντι στην ωριμότητα, στη ζωή, στον θάνατο. Τίποτα ατόφιο. Ένας κύκλος. Δίνεις, παίρνεις, χάνεις, κερδίζεις. Πονάς. Αποδέχεσαι.
Και συμφωνεί κι ο ποιητής… ( Ποιητής, σελ. 46):
[…] «Είναι πολύ κουραστικό.» ._
Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου