Ένας εσωτερικός μονόλογος εν είδει εξομολόγησης των συμπερασμάτων της ζωής, ειπωμένος ψιθυριστά, sotto voce. Αυτή είναι η αίσθηση που μου άφησε το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο δοξάζει την «αιώνια γοητεία της αντίφασης» (ποίημα «Εσύ είμαι εγώ»). Δίπολα όπως: φως – σκοτάδι, θάνατος – ζωή, το φως σαν λύτρωση και σαν τιμωρία αποτελούν σχεδόν τον σκελετό της συλλογής, παραπέμποντας ουσιαστικά στα βασικά δομικά στοιχεία του κόσμου μας και τις εγγενείς τους αντιστάσεις, και προβάλλοντας τα αποτελέσματα της ανάλυσης στον εαυτό (ούτως ή άλλως, επάνω του αντανακλώνται).
Η απαλή φωνή που ψιθυρίζει στα ποιήματα, ενίοτε σε εξαιρετικά μικροπερίοδο και κοφτό λόγο, ασθμαίνοντας, δεν πραγματεύεται καταστάσεις αντίστοιχες με τη διάθεσή της, δηλαδή απαλές. Αντίθετα, μιλά για αμυχές, εκδορές και πληγές, για «αυλακιές που έσκαψε στο πρόσωπο» του ποιητικού υποκειμένου ο ήλιος ή η γυναίκα (ποίημα «Ακατανόητο κενό») και για την καθολική αδυναμία του να βρει την ευτυχία.
Παρά τα όποια τραύματα, το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί εκστατικό τον κόσμο γύρω: «Τις κινήσεις […] των άστρων που έστεκαν ακίνητα», τον «εκκωφαντικό χερσότοπο» που είναι καθρέφτης της μέσα ερημίας, «το θρόισμα του θυμαριού» (ποίημα «Προτροπή στην αβεβαιότητα»). Ωστόσο, ο κόσμος φαίνεται συνήθως μέσα από θαμπωμένα παράθυρα («κάποιος θεός θάμπωσε τα παράθυρα στην πόλη», ποίημα «Ακηδία») και προκαλεί υπαρξιακή πλήξη που αφήνει το ποιητικό υποκείμενο με δύο επιλογές: «Να αναζητήσουμε άλλους θεούς ή να ανακαλύψουμε μια αισθητική που να μας υπερβαίνει» («Ακηδία»). Οι εν λόγω επιλογές είναι ουσιαστικά ένα σχόλιο για την κοινωνική και πολιτισμική-θρησκευτική συνθήκη που μας περιβάλλει και έχει καταστεί τρύπια, σχεδόν διάφανη, έτσι που να μην επιτρέπει κανενός είδους υπέρβαση.
Η υπέρβαση είναι ένα στοίχημα εν πολλοίς χαμένο, αφού ούτε το ερωτικό στοιχείο δεν την εμπεριέχει και δεν την προκαλεί. Το ερωτικό στοιχείο είναι απλώς ανάγκη και σαν τέτοια προβάλλει στα ποιήματα, προσδίνοντάς τους διαφορετική ένταση:
«Ανεμοδείκτης τούτη η νύχτα, μου αποκαλύπτεται μέσα από τα σημάδια της, γεμάτη λεπτότητα σαν άλλος -θηλυκός- Θεός.
Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν βαθιά μέσα της».
(απόσπασμα από το ποίημα «Ανεμοδείκτης»).
Ωστόσο, αναγνωρίζεται η παντοδυναμία της αγάπης «Η αγάπη στέκει ακίνητη, αλλάζει πρόσωπα/ μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται./ Η αγάπη πάντα εκεί» (ποίημα «Απολογία»), η οποία είναι ανεξάρτητη από πρόσωπα, είναι μια συνθήκη καθολική, που μας περιέχει.
Το φως και ο ήλιος επίσης επανέρχονται συχνά. Στην αρχή, εμφανίζονται σαν ανελέητες συνθήκες στις οποίες το σώμα αντιστέκεται «με σθένος ήρωα», κατόπιν όμως το ποιητικό υποκείμενο τούς επιτρέπει να το μαλακώσουν: «Σπάταλο το φως του Ιούνη. Η βίαιη ψυχή μου μαλάκωσε» (ποίημα «Ιούνιος»). Αυτό δεν εμποδίζει το φως να γίνεται ενίοτε ασθενικό και άρα άχρηστο: «το φως του Οκτώβρη ανίσχυρο και δειλό να φωτίσει» (ποίημα «Τέλος εποχής»). Ούτως ή άλλως το ποιητικό υποκείμενο ποτέ «δεν έμαθ[ε] να δίνει φως στις μέρες» του, γι’ αυτό και όπως λέει το ίδιο «…για λίγο φως παρακαλούσα. Λίγο φως φώναζα» (ποίημα «Τέλος εποχής»), γιατί «πάντα θα επιστρέφουμε στο Φως» (ποίημα «Συν-αίσθηση»).
Οι νεκροί είναι ένα επίσης συχνό μοτίβο. Κατ’ αρχάς, το ποιητικό υποκείμενο βιώνει «αλλεπάλληλους θανάτους» (ποίημα «Απολογία») ή «μυριάδες μικρούς θανάτους (που πάντα εμπεριέχονται σε άλλους μεγαλύτερους)» (ποίημα «Γέννηση», στο οποίο το βλέπουμε να έχει ανάψει όλα τα κεριά του σπιτιού του, περιμένοντας έναν ακόμη θάνατο), αλλά ούτως ή άλλως ζουν μέσα του πολλοί νεκροί και επωμίζεται κι άλλους:
«Κάνε χώρο να στοιβαχτώ κι εγώ με τους νεκρούς σου
[…]
Κάνε χώρο να στοιβαχτώ κι ίσως ανάμεσα σε τόσους νεκρούς,
να με αναγνωρίσεις»
(απόσπασμα από το ποίημα «Εσύ είμαι εγώ»).
Αυτό που το θανατώνει κάθε φορά, είναι οι ελπίδες για ευτυχία που διαψεύδονται και οι ταπεινώσεις που αναγκάζεται να υποστεί:
«Το πρόσωπό σου κρυμμένο πίσω από μια ταπείνωση
και μια υπόσχεση ευτυχίας
που συνεχώς ματαιώνεται»
(απόσπασμα από το ποίημα «Εσύ είμαι εγώ»).
Την κατάσταση δυσχεραίνει η μνήμη, που κουβαλά από αστοχίες μέχρι αγαπημένους ανθρώπους, τουλάχιστον έως τη στιγμή που το ποιητικό υποκείμενο την απεμπολεί:
«Η μνήμη μου μια πέτρα.
Το σπίτι μισογκρεμισμένο.
Τα σπλάχνα του φανερώνονται
Strip show
[…]
Στο πλατάνι που φύτρωσε στο κέντρο του σπιτιού
Κρέμασα την πέτρα απολίθωμα και δεν
Επέστρεψα»
(αποσπάσματα από το ποίημα «Άχρονοι τόποι»).
Στο καταληκτικό ποίημα «Γέννηση», το ποιητικό υποκείμενο περιμένει έναν ακόμη θάνατό του και υπερβατικά βλέπει το νέο του σώμα (μια άλλη ενσάρκωση ή απλώς μια νέα μέρα;) να δημιουργείται. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω/ παρά μια παρακαταθήκη ευτυχίας», του λέει. Το μόνο που αποζητά κάθε άνθρωπος είναι η ευτυχία. Και, αν δεν την καταφέρνει, η «αδυναμία της φύσης για αιωνιότητα» (ποίημα «Ιούνιος») του εγγυάται τουλάχιστον πως θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες.
Η απαλή, χαμηλόφωνη αυτή συλλογή 19 μόλις ποιημάτων, που άλλοτε έχουν την κλασική μορφή και άλλοτε τη μορφή πεζού, ενώ χωρίζονται ανά λίγα με μικρά επιγράμματα, στοιχειοθετώντας άτυπες ενότητες, μιλά για ένα ποιητικό υποκείμενο που, παρά τα τραύματα και τις συνεχείς διαψεύσεις, συνεχίζει να πορεύεται στο φως.
Χριστίνα Λιναρδάκη