ΠΟΙΗΜΑ
Η μέρα και η νύχτα έρχονται
χέρι με χέρι σαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι
που στέκονται μόνο για να φάνε άγρια μούρα από ένα πιάτο
διακοσμημένο με σχέδια πουλιών.
Ανεβαίνουν το ψηλό χιονισμένο βουνό
και στη συνέχεια πετούν μακριά. Εσύ κι εγώ όμως
δεν κάνουμε τέτοια πράγματα –
Ανεβαίνουμε το ίδιο βουνό·
προσεύχομαι στον άνεμο να μας σηκώσει
αλλά δεν ωφελεί·
κρύβεις το πρόσωπό σου
για να μη δεις το τέλος –
Όλο και πιο κάτων και πιο κάτω και πιο κάτω
εκεί μας πάει ο άνεμος·
Προσπαθώ να σε παρηγορήσω
όμως τα λόγια δεν είναι η απάντηση·
σου τραγουδώ όπως μου τραγουδούσε η μητέρα μου –
Τα μάτια σου είναι κλειστά. Προσπερνάμε
το αγόρι και το κορίτσι που είδαμε στην αρχή·
τώρα στέκονται σε μια ξύλινη γέφυρα·
μπορώ να διακρίνω το σπίτι τους στο βάθος·
Πόσο γρήγορα πηγαίνετε μας φωνάζουν,
αλλά όχι, ο άνεμος είναι στ’ αυτιά μας,
αυτόν ακούμε –
Κι έπειτα απλώς πέφτουμε –
Κι ο κόσμος περνάει από μπροστά μας,
όλοι οι κόσμοι, καθένας πιο όμορφος από τον προηγούμενο
Αγγίζω το μάγουλό σου για να σε προστατεύσω –