Enemies of the stars
“The poet said the world has not changed since biblical taimes
we the feeling ones are still the tired, busy envoys to mad kings”
Robert Montgomery
Λες και δεν υπάρχουν οι εν θάνατω ζωντανοί
βαδίζουν απ’ τους ζώντες πιο γρήγορα
με μεγάλο διασκελισμό
μετοικούν στην παλιά εταζέρα με όλα τους τα υπάρχοντα
κι ας κατέχουν πια λίγα:
αρχαίες χάντρες, οψιδιανό, αρχέγονα κόκκαλα, του ονείρου ρινίσματα και
σκουριασμένα όπλα – άχρηστα σχεδόν κονιορτοποιημένα –
τα προσελάνινα πουλιά της μητέρας, άτυχα προικοσύμφωνα
είναι όλα εκεί και τίποτα στη θέση του
δεν είναι
ανάμεσα στα σερβίτσια ακουμπούν τα πήλινα πόδια τους
στο ποδόμακτρο της εξώθυρας αγγίζουν
χωρίς ήχο το ρόπτρο – χέρι ψυχρό μεταλλικό
γέρνουν ύστερα στο κεφαλάρι του κρεβατιού γερνούν
ακούγοντας το κλάμα του βυθού
μες σε αρχαία ναυάγια
Κι έτσι ξαπλωμένοι ανάσκελα καρτερούν τη μεγάλη φωτιά δίπλα τους
να περάσει οι εν θάνατω ζωντανοί
κάτω από άστρα σβησμένα πια υπομονετικά
καρτεράνε
κι ο χρόνος τους φεύγει – άδειος
σαρώνει με την ανάσα καυτός
κάνει τα χώματα συμπαγή
τα σώματα μάρμαρα μαλαματένιες χάντρες τα μάτια τους τα μαλλιά
τα ξεριζώνουν με τα δάχτυλα τα χαρίζουν στους θεούς
αστείες μπίλιες γυάλινες στρογγυλές – μοιάζουν με νομίσματα-προσευχές
να χαίρονται εκείνοι να γελούν – είμαστε σαν παιχνίδια
Λες και δεν υπάρχουν των αστεριών οι εχθροί
(οι θνητοί τους ξέχασαν
οι θεοί τους αποκήρυξαν
μόνο οι πεθαμένοι ποιητές ακόμα τους μιλάνε
μες στην παντοτινότητα του ύπνου τους)
ο χρόνος τους νήπιος άλλοτε
υπερήλικος αιωνόβιες βελανιδιές
τον καίνε καίγοντα κλωνάρια ξερά βαθιά μες στη γη
απ’ τη ρίζα
Λες και δεν υπάρχουν οι πρόσφυγες του επάνω κόσμου
ισορροπιστές παλίμψηστοι ανάμεσα
στους αιώνες
διψάνε μέλι, νερό και κρασί
χοές που τους προσφέρουν οι ζωντανοί
όχι γιατί τους αγαπήσαν
ή ίσως γιατί τους νόμισαν για ζωντανούς
θέλουν το παράξενο μίασμα κάπως να εξαγνίσουν
δε βλέπουν πως δε διαφέρουνε από αυτούς
παρά μόνο στα υπάρχοντα εκείνοι
έχουν λίγα:
τη μουσική των λυγμών, την αμνησία των κύκνων, την ακίνητη θλίψη των αγαλμάτων
τον θόρυβο των στεναγμών
στον ασάλευτο χρόνο της προσευχής
πλάσματα αλλόκοσμα
ζουν στο κενό της κάθε εποχής
στο μεταξύ κάθε Μνήμης
νομάες, υβριδικοί πληθυσμοί
δισυπόστατοι
κουβεντιάζουν τα βράδια τη σιωπή
(κάποτε δε θα χρειάζεται πια να μιλούν
ίσως βρούνε ησυχία ξαφνικά μες στη σιγή τους)
Ως τότε φθογγίζουνε λέξεις ζωντανές – αμεταχείριστες
“all kingdoms smashed and buried in the sky”
Ως τότε διαβάζουνε τους βυθούς
χωρίς αναπνοή και βυθόμετρο
περιγράφουνε τοπία ταξιδιού
με την παραμικρή λεπτομέρεια έτσι όπως ταχθήκανε
να παρατηρούνε τον κόσμο – ανυπεράσπιστοι
αλυσοδεμένα πουλιά χωρίς όραση
τυφλοί
με σπαραγμένα μάτια