Η δυσλεξία, η συνηθέστερη μορφή μαθησιακών δυσκολιών, είναι το κεντρικό θέμα στο έργο του Γιάννη Πάσχου, Το χρονικό ενός δυσλεκτικού (εκδόσεις Περισπωμένη, 2022).
Παρά τη φυσιολογική ανάπτυξη της νοημοσύνης, η δυσλεξία επηρεάζει θεμελιώδεις λειτουργίες της μάθησης του ατόμου, αποτελώντας ανασχετικό παράγοντα στην εξέλιξή του. Οι διαστάσεις της οδήγησαν ακόμη και στην τροποποίηση των συνθηκών εξέτασης των υποψηφίων κατά την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα άτομα που διέπονται από δυσλεξία, παρουσιάζουν δυσκολία στη μάθηση της γραπτής γλώσσας, στην ανάγνωση και την ορθογραφία. Διαβάζουν με κόπο και συλλαβιστά, αντιμεταθέτουν γράμματα και συλλαβές, γράφουν δυσανάγνωστα, με κακογραφίες και έλλειψη διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις, δεν τονίζουν ή παρατονίζουν, αγνοούν τη στίξη. Η νευρολογικής φύσεως αυτή δυσλειτουργία δεν σχετίζεται με τη νοημοσύνη των ανθρώπων. Τα δυσλεκτικά άτομα είναι κανονικής ή και ανώτερης νοημοσύνης. Δυσλεκτικοί υπήρξαν ο Αϊνστάιν, ο Έντισον, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και άλλοι διάσημοι.
Ο Γιάννης Πάσχος στο βιβλίο του Το χρονικό ενός δυσλεκτικού καταγράφει με χιούμορ τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην πορεία της ζωής από την αδιάγνωστη στην εποχή του «πάθηση». Αφηγείται την αποθάρρυνση, τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, τα ψυχολογικά προβλήματα με τα οποία πάλεψε και βγήκε νικητής. Παρά τις δυσκολίες, διέπρεψε στις σπουδές και στη λογοτεχνία. Εξελίχθηκε στα αντικείμενα που αγάπησε.
Η συνεχής και ατελέσφορη προσπάθεια του δυσλεκτικού Γιάννη ο οποίος αγωνιζόταν από την πρώτη Δημοτικού στην εκπαίδευση, χωρίς ειδική παιδαγωγική μεταχείριση, χωρίς εξειδικευμένη διδασκαλία που να ανταποκρίνεται στη φύση των αναγκών του (εκπαίδευση με ακουστικά μέσα), χωρίς ψυχολογική υποστήριξη από το στενό και ευρύτερο περιβάλλον, με έλλειψη κατανόησης, με (ορισμένους) εκπαιδευτικούς-καταπέλτες των διηνεκών του προσπαθειών, αποτελεί παράδειγμα αγώνα για τον άνθρωπο που αντιμετωπίζει αντιξοότητες.
Ο Γιάννης Πάσχος γράφει ένα bildungsroman έργο με αυτοβιογραφικό περιεχόμενο· ένα βιβλίο διαμόρφωσης σε πρώτο ενικό πρόσωπο με τα αληθινά ονόματα των ανθρώπων που διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στη ζωή και τη διάπλαση του χαρακτήρα του. Η αφήγηση είναι ποτισμένη με τρυφερότητα για τους γονείς, παρά την αποθαρρυντική λόγω άγνοιας συχνά στάση τους, με αγάπη για τους δασκάλους που ενίσχυσαν και επικρότησαν τον αγώνα του. Η γλαφυρότητα της περιγραφής, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, το χιούμορ, με τα οποία είναι γραμμένο το έργο, το καθιστούν ιδιαίτερα ευανάγνωστο.
Το χρονικό ενός δυσλεκτικού αποτελεί αίνο στην ανθρώπινη προσπάθεια και πάλη. Ο Γιάννης Πάσχος διέγνωσε τη δυσλεξία του στα σαράντα πέντε του χρόνια. Μέχρι τότε δεν γνώριζε. Αποτελούσε αίνιγμα για τους χωμένους στα γράμματα και δημοκρατικούς γονείς του που εκτιμούσαν απεριόριστα τη γνώση, για τους παππούδες που αγαπούσαν το αγγελούδι τους, για τους εκπαιδευτικούς του. Οι μαθησιακές δυσκολίες τον οδήγησαν μερικές φορές σε στάση επιθετική και εκδικητική, αντίδραση ενός παιδιού χαρισματικού, που ωστόσο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα στοιχειώδη της μάθησης, όπως η πλειονότητα των παιδιών, στοιχείο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του.
[…] Όλα έμοιαζαν με μικρά ή μεγάλα εμπόδια που η ζωή μού έφερνε μπροστά κι εγώ όφειλα να τα πηδώ ή να περνώ από κάτω όταν οι άλλοι δεν με έβλεπαν. Ίσως όλα να ήταν γέννημα των επιθυμιών μου ή των επιθυμιών των δικών μου ανθρώπων που βαθιά αγαπούσα, ίσως όλα να έγιναν από μια μόνιμη ανάγκη αναζήτησης. Πάντα ένιωθα σαν παίκτης, ο απέναντί μου στην παρτίδα που εξελισσόταν, κι εξελίσσεται, είναι ο άγνωστος, ο αόρατος, όλα μου φαίνονταν, και μου φαίνονται, σαν παιχνίδι. Παιχνίδι αγωνίας, φόβων, επιτυχιών, αποτυχιών, χαράς και λύπης, έχω μεγάλη γκάμα να συναντώ τον εαυτό μου από νάνο, γίγαντα και τανάπαλιν, και οι δύο μού φαίνονται πολύ φιλικοί. […] (σελ. 93-94)
Ιδιαίτερα παραστατικά παρουσιάζεται στο βιβλίο το παραδοσιακό αυταρχικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης, το οποίο χρησιμοποιούσε τον ανταγωνισμό και τη βία ως μέθοδο νουθέτησης. Τη λεκτική, τη σωματική και ψυχολογική βία. Το τράβηγμα του αυτιού μέχρις αποκολλήσεως, όπως γράφει με πικρό χιούμορ ο συγγραφέας, την υποτιμητική σύγκριση, την περιφρονητική φράση, τον χλευασμό, την ειρωνεία, την εξευτελιστική τιμωρία. Μέθοδοι που καταρρακώνουν τον ευαίσθητο ψυχισμό του παιδιού. Που ταπεινώνουν τον άνθρωπο σε μια φάση της ζωής κατά την οποία έχει ανάγκη από την τόνωση της αυτοπεποίθησης, την ενίσχυση της ψυχολογίας και τη συμπαράσταση. Μόνον ανθρωπιστικό δεν ήταν το σχολείο αυτό, το οποίο με τη διαρκή σύσταση «μην κάνεις αυτό» ή «κάνε όπως σου λέω» μυούσε τους νέους και τις νέες στους κανόνες του κοινωνικού κομφορμισμού, όπως και με το κύρος της διδασκαλικής αυθεντίας ή τη σχέση εξουσίας που αναπαρήγαγε. Που υιοθετούσε αβασάνιστα την παραδοσιακή φράση «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο».
Ο Γιάννης Πάσχος θίγει επίσης την επιφανειακή δημοκρατικότητα ορισμένων εκπαιδευτικών, οι οποίοι στην πράξη είναι εγωκεντρικοί ή συμπλεγματικοί. Αντιπαραβάλλει έμμεσα τα χειρονακτικά επαγγέλματα, τα οποία αντιμετωπίζονται ως κατώτερα, με τα πνευματικά. Με ολοζώντανες οικογενειακές σκηνές σχολιάζει τη στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος, προβάλλοντας πλαγίως διδάγματα για πολλούς γονείς. Κυρίως όμως καταγράφει με επιδεξιότητα την κατακρεούργηση της προσωπικότητας ενός παιδιού ευφυούς και ευφάνταστου, με λογοτεχνική όραση, το οποίο αντιμετωπίζεται ως άχρηστο και τελειωμένο.
Μεταγράφοντας την ατομική ιστορία του, που ωστόσο έχουν ζήσει και πολλοί άλλοι, ο Γιάννης Πάσχος περνά στην πλευρά της καθολικότητας. Εκθέτοντας την προσωπική του περιπέτεια σαν ένα κακό που βίωσε, δίνει ένα αισιόδοξο μήνυμα για τη ζωή. Όσο οδυνηρές και αν είναι οι δυσκολίες, μπορούμε να τα καταφέρουμε με προσπάθεια και αγώνα.
Ο συγγραφέας ωστόσο δεν γράφει ένα μελό αφήγημα. Αποδραματοποιώντας λεκτικά και τα πιο δραματικά επεισόδια τα οποία εξιστορεί με επιβλητική απλότητα και χιούμορ, λειτουργεί καθησυχαστικά, αποδοτικά. Το ίδιο επιτυγχάνει και με τη λιτότητα της περιγραφής, μια, θα λέγαμε, έμφαση από την ανάποδη: όσο πιο δραματικά τα γεγονότα, τόσο πιο λιτά τα λόγια.
Η γραμμική παράθεση των συμβάντων στο έργο του Γιάννη Πάσχου δομείται με γλώσσα φυσική, ξεκούραστη και φρέσκια. Αφηγούμενος το οδοιπορικό της ζωής του ο συγγραφέας, συνταιριάζει λυρισμό και αφήγηση, εικόνες από τη φύση και αντιθέσεις που καταγράφουν το ψυχικό κλίμα των προσώπων. Δάση, βουνά, χωριά, ποτάμια, πόλεις, ζωντανεύουν, ζωγραφισμένα άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με γλυκιά μελαγχολία, πάντοτε όμως με λαχτάρα για τη ζωή.
Το χρονικό ενός δυσλεκτικού, στο μέγεθος μιας μεγάλης νουβέλας, είναι ένα κλασικό νεοελληνικό κείμενο, ένα αφήγημα-ντοκουμέντο που αξίζει να διαβαστεί.
Λίλια Τσούβα