Οι Έλληνες γιόρταζαν με λαμπρότητα το Πάσχα την περίοδο της Τουρκοκρατίας παρά τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς των Οθωμανών κατακτητών. Οι ξένοι ταξιδιώτες που βρίσκονταν στην ελληνική χερσόνησο και στα νησιά πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης, κατέγραψαν στα ημερολόγια τους το κλίμα που επικρατούσε στις πόλεις και στα χωριά τις μέρες γύρω από τη μεγάλη γιορτή των ορθοδόξων χριστιανών. Τις εντυπώσεις αυτές συγκέντρωσε ο Κυριάκος Σιμόπουλος στην επιβλητική τετράτομη έκδοση Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (Αθήνα 1975). Στους περιηγητές έκανε εντύπωση ο τρόπος εορτασμού των Ελλήνων.
Ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake φτάνει στην Ελλάδα το 1804 και θα μείνει εδώ για πέντε ολόκληρα χρόνια, μελετώντας τη χώρα στα πλαίσια μυστικής αποστολής της Αγγλίας που τη θεωρούσε πολύ σημαντική για τα συμφέροντά της. Τον Απρίλιο του 1805 βρίσκεται στην Καλαμάτα, όπου φιλοξενείται στο σπίτι του κυρ Ηλία Τζάνε, αδελφού του Κοτζαμπάση της περιοχής, όπου ζει το Πάσχα των Ελλήνων :
«Τη Μεγάλη Τρίτη, δύο ώρες νύχτα, ένα νεαρός διάκος χτυπούσε όλες τις πόρτες φωνάζοντας: Χριστιανοί ελάτε στην εκκλησία!».
Παρακολούθησε και την τελετή του Επιταφίου, που έγινε δύο ώρες πριν το ξημέρωμα:
«Οι κάτοικοι βγήκαν από τα σπίτια τους κι έτρεξαν να ανάψουν το κερί από τη λαμπάδα του παππά. Άρχισε ύστερα η λιτανεία στους δρόμους, που την ακολουθούσαν κυρίως γυναίκες. Η Καλαμάτα ήταν η μοναδική πόλη με τουρκικό πληθυσμό όπου μπορούσαν οι Έλληνες να παρακολουθήσουν αυτήν την τελετή. Συνήθως η πομπή γινόταν στον περίβολο του ναού. Μόνο στα μακρινά βουνίσια χωριά λιτάνευαν οι Έλληνες ελεύθερα τον επιτάφιο τους».
Το επόμενο Πάσχα, ο Leake θα βρεθεί στην Πάτρα, όπου θα δει τις διαφορές των εορτασμών ανάμεσα στις δύο πόλεις:
«Όλα τα καράβια ήταν αραγμένα από τη Μεγάλη Τρίτη και οι ναυτικοί, σκορπισμένοι παρέες-παρέες στο μουράγιο, κάθονταν κατάχαμα κάτω από το ζεστό ήλιο, γύρω από μια μεγάλη φωτιά και περίμεναν με ανυπομονησία το συμπόσιο, γιατί ύστερα από σαράντα μέρες νηστεία μόλις στέκονταν στα πόδια τους. Στις 9 ή το πολύ στις 10 το πρωί, τελείωσε σ’ όλα τα σπίτια της Πάτρας το πασχαλινό γεύμα κι άρχισαν οι χοροί.
»Οι Πατρινοί ήταν πανελεύθεροι να γιορτάσουν. Φορούσαν όλοι τα καλά τους, πετούσαν χαλκούνια ή βροντούσαν τις πιστόλες τους, έβαφαν αυγά, έψηναν αρνιά, έπιναν, χόρευαν και τραγουδούσαν. Η αναστάσιμη όμως νυκτερινή τελετή δεν γινόταν μεσάνυχτα και στους δρόμους όπως στην Καλαμάτα». Ο Leake σημειώνει ότι οι Καλαματιανοί του μίλησαν με περηφάνια γι’ αυτό το προνόμιο, που ήταν μοναδικό σ’ ολόκληρο το Μοριά.
Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi, ακολουθώντας τον Άγγλο περιηγητή Edward Dodwell κατά την δεύτερη περιοδεία του στην Ελλάδα (1804-1806), βρέθηκε στην Αθήνα τη Λαμπρή του 1805. Εκεί άκουσε να ανταλλάσουν τις εξής ευχές:
«-Ζει και βασιλεύει!
– Εις πάντας του αιώνας !».
«Την Τρίτη του Πάσχα», όπως αναφέρει ο Σιμόπουλος, «κατέβηκε στο Θησείο που είχε μετατραπεί σε ναό του Αγίου Γεωργίου και είδε τους Αρβανίτες να χορεύουν. Ήταν πλουσιοντυμένεοι και χόρευαν το χορό με το μαντήλι».
Και στα νησιά, το Πάσχα γιορτάζονταν πανηγυρικά, όπως κατέγραψε ο Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος John Galt, ο οποίος ταξίδεψε στην οθωμανική ανατολή δυο φορές μεταξύ 1809 και 1811. Ο Galt περιηγήθηκε σχεδόν σε ολόκληρη τη νησιωτική και την ηπειρωτική Ελλάδα. Στις 29 Απριλίου 1811, μέρα της Λαμπρής, βρίσκεται στο λιμάνι της Σάμου όπου βλέπει τους ντόπιους να γιορτάζουν:
«Μόλις βγήκε ο ήλιος άρχισαν από παντού οι πυροβολισμοί. Οι ναύτες αγκαλιάζονταν, έσφιγγαν τα χέρι και κραύγαζαν Χριστός Ανέστη!»
Ο John Sawrey Morrit of Rokeby Park, ένας νεαρός 22 χρόνων που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Κέιμπριτζ, επισκέπτεται την Ελλάδα για μια διετία (1794-1796). Το 1794 επισκέπτεται την απρόσιτη Μάνη και την παραμονή της Λαμπρής (11 Απριλίου 1795) βρίσκεται στο χωριό Κιτριές. Ο Κυριακός Σιμόπουλος σταχυολογεί τις εντυπώσεις του :
«Πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα επικρατούσε σε όλα τα χωριά. Το πασχαλινό γεύμα έγινε στο σπίτι του Τζανετάκη Κουτήφαρη, την καθορισμένη ώρα έντεκα και μισή. Ύστερα από το γεύμα τους δέχτηκε επίσημα η ανιψιά του, η Ελένη η καπετάνισσα, στα διαμερίσματά της. Ήταν η κυρά του πύργου και το αφεντικό όλης της περιοχής, κληρονομιά από τον πατέρα της. Χήρα 28 χρονών η πυργοδέσποινα “διατηρούσε ακόμα την ομορφιά της”. Οι τρόποι της ήταν “ευγενικοί και αξιοπρεπείς”. Πλάι στην καπετάνισσα, η αδερφή της και γύρω τους αρκετές υπηρέτριες ντυμένες με τις όμορφες φορεσιές του τόπου». «Μου φάνηκε», γράφει ο Morrit, «πως μπήκα στον πύργο μιας νεράιδας κι όλο κοιτούσα γύρω μου αποσβολωμένος σαν περιπλανώμενος ιππότης». Όλα φαίνονταν σαν γοητευτικό παραμύθι.
Την Πέμπτη του Πάσχα, ο Morritt βρίσκεται στον πύργο του Καπεταν Χρηστέα, στο χωριό Πλάτσα:
«Εκεί συγκεντρώθηκαν κάπου 100 Mανιάτες άντρες και γυναίκες από τα γειτονικά χωριά, όλοι καλεσμένοι του Καπεταν Χρηστέα. Άρχισαν όλοι με κέφι το χορό κι έριχναν μια πιστολιά, σημάδι άγριας ευθυμίας. Οι κραυγές και τα γέλια δημιουργούσαν σωστό πανδαιμόνιο. Χόρεψαν και την Αριάδνη, το χορό που αναφέρει ο Guys στα ταξίδια του, καθώς και μερικούς άγνωστους στην υπόλοιπη Ελλάδα. Άντρες και γυναίκες χόρευαν μαζί, κάτι ασυνήθιστο στις άλλες ελληνικές περιοχές».
Στη Μάνη βρίσκεται το ίδιο Πάσχα (12 Απριλίου 1795) και ο John Sibthorp, καθηγητής βοτανικής στην Οξφόρδη, ο οποίος σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι η τελετή της Λαμπρής έγινε μια ώρα πριν ξημερώσει. Εκείνη την ώρα τον ξύπνησε ο νεωκόρος λέγοντας του: «Κοπιάσετε εις την εκκλησίαν!».
Μετά από παρότρυνση του Κοραή, που τον είχε δάσκαλο στο Παρίσι, ο Ambroise Firmin Didot πήγε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), όπου είδε από κοντά τον τρόπο ζωής και την αυστηρότατη νηστεία που ακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας. Τη νύχτα του Πάσχα (1817) είδε τους πανηγυρισμούς των ντόπιων κατοίκων:
«Όλη τη νύχτα της Λαμπρής οι Κυδωνίες αντηχούσαν από βαρελότα, κουδούνια και τρακατρούκες. Οι εορταστές χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών με όλη τους τη δύναμη, φωνάζοντας: Χριστός Ανέστη!».
Όπως ήταν φυσικό, οι πιο πανηγυρικοί εορτασμοί του Πάσχα των ορθοδόξων πραγματοποιούνταν στα Ιεροσόλυμα όπου φτάνει το 1750 ο Σουηδός Frederic Hasselquist, μαθητής του περίφημου βοτανολόγου Λιναίου, για να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης παρίσταται στην τελετή του Νιπτήρος στο ναό της Αγίας Φωτεινής:
«Βγήκαν δώδεκα ιερείς με τα άμφιά τους και ανέβηκαν σε μια τετράγωνη εξέδρα. Ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Κάθισαν σ’ έναν πάγκο χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Ύστερα ανέβηκε στην εξέδρα ο επίσκοπος με τη ροδόχροη μίτρα κατακόσμητη από πολύτιμες πέτρες και κάθισε ανάμεσα στους δώδεκα ιερείς. Στην αναπαράσταση ενσάρκωνε το Χριστό και οι ιερείς τους Αποστόλους. Επειδή δεν δέχεται κανένας κληρικός να παίξει το ρόλο του Ιούδα, πληρώνουν δεκαπέντε πιάστρα σ’ έναν παπά κι εκείνος “διατηρεί το όνομα του Ιούδα σε όλη του τη ζωή”. Όταν ο παπάς που διάβαζε το Ευαγγέλιο έφθασε στο χωρίο που αναφέρει ότι ο Πέτρος δεν άφηνε τον Ιησού να πλύνει τα πόδια του, εκείνος που υποκρινόταν τον Πέτρο μιμήθηκε την άρνησή του και ο επίσκοπος έπλυνε τα πόδα των έντεκα μόνο Αποστόλων. Ύστερα ο ιεράρχης γύρισε στο δεσποτικό και το πλήθος των πιστών πέρασε μπροστά του και ασπάσθηκε την επισκοπική μίτρα. Η τελετή έγινε κάτω από λαμπρή φωταψία αμέτρητων κεριών και καντηλιών.
»Την ημέρα του Πάσχα οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ ήταν πλημυρισμένοι από Έλληνες που έκαναν χίλιες τρέλες και συναγωνίζονταν ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στο φαί και στο πιοτό…
»Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα της ασυγκράτητης ευθυμίας ούτε φόνοι ούτε άλλα έκτροπα. Ο επίσκοπος φροντίζει από την παραμονή της Λαμπρής να απειλήσει με αφορισμό εκείνους που θα τολμήσουν να κρατούν απάνω τους μαχαίρι ή πιστόλα».
Ο William Turner, γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Παλαιστίνη το 1815. Στις 29 Απριλίου, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, παρακολούθησε στο ναό του Αγίου Τάφου, στα Ιεροσόλυμα, το περίφημο έθιμο του Αγίου Φωτός. Αυτή είναι η περιγραφή που μας άφησε: «Μπήκαμε με δυσκολία στο ναό… Ο ναός ήταν κατάμεστος από προσκυνητές και θεατές, το λιγότερο 7. 000».
Ο Turner έδωσε μάχη να βρει μια καλή θέση απωθώντας του Τούρκους στρατιώτες και προκαλώντας επεισόδιο.
«Τι θέαμα ήταν αυτό! Οι εξέδρες των Ελλήνων και των Αρμενίων ήταν γεμάτες γυναίκες που είχαν στυλωμένα τα μάτια στον Άγιο Τάφο και σταυροκοπιόνταν αδιάκοπα… Ο χώρος πλάι στα παράθυρα κατεχόταν από τους πλουσιότερους προσκυνητές που πλήρωναν τους Έλληνες και τους Τούρκους 200 και 300 τσεκίνια. Μια γριά είχε εγκατασταθεί στην είσοδο του ναού από το πρωί της Παρασκευής -όπως μου είπε ένας καλόγερος- πληρώνοντας δύο τάλιρα… Ώρα 2 μπήκε ο διοικητής με τους γραμματικούς και τους υπηρέτες. Οι στρατιώτες κατέφυγαν στην πιο σκληρή βία για να ανοίξουν πέρασμα. Πήρα θέση στη φράγκικη εξέδρα όπου είχε στηθεί ένας κομψός σοφράς. Δύο και πέντε άρχισε η ελληνική πομπή γύρω από το κουβούκλιο. Μέτρησα 37 παπάδες εκτός από τον επίσκοπο, τους μοναχούς και τις καλόγριες. Έκαναν τρεις φορές το γύρο του Κουβουκλίου ψάλλοντας μεγαλόφωνα.
»Καθώς ζύγωνε η στιγμή, το πλήθος αναταρασσόταν όλο και πιο πολύ και χιμούσε κατά κύματα προς τα παράθυρα του κουβουκλίου… Τέλος, στις 2 και 20, η φλόγα πρόβαλε από το παράθυρο του κουβουκλίου. Μια τρομερή μυριόστομη κραυγή ενθουσιασμού αντήχησε στο ναό. Μόλις φάνηκε το φως, ένα παιδί που βρισκόταν πλάι άρπαξε τη λαμπάδα κι άρχισε να τρίβει τη φλόγα στο πρόσωπο του, στο λαιμό, στο κεφάλι με τόση ορμή που την έσβησε… Οχτώ φορές έδωσαν τη φλόγα από το παράθυρο. Και καθώς όλοι οι πιστοί κρατούσαν δέσμες από τέσσερις, έξι οχτώ , ή δώδεκα λαμπάδες, ανάλογα με το πουγκί τους, σε δέκα λεπτά ολόκληρος ο ναός φωτοβολούσε, φλεγόταν. Πέντε λεπτά αργότερα όλα σχεδόν τα κεριά είχαν σβήσει.
» Αλλά τι ενθουσιασμός! Οι άντρες έσερναν τη φλόγα πάνω τους, στις σκούφιες, στα χειρομάντηλα, σταύρωναν το πρόσωπο τους με βαθιά ευλάβεια κι απίστευτη ταχύτητα. Οι γυναίκες άνοιγαν τον κόρφο τους κι έκαναν το ίδιο. Μόλις καίγονταν λίγο οι λαμπάδες, τις έσβηναν και τις έπαιρναν στο σπίτι σαν ιερά κειμήλια. Ειδικοί αγγελιοφόροι, εφοδιασμένοι με φανάρια, περίμεναν στην είσοδο για να μεταφέρουν το φως στα μοναστήρια της Βηθλεέμ , της Νεκρής Θάλασσας και αλλού.
»Όταν έσβησαν τα κεριά ένα σύννεφο καπνού απλώθηκε μέσα στο ναό έτσι που δεν έβλεπες τίποτα μπροστά σου…»
Επιλογή και σχόλια:
Απόστολος Σπυράκης