Τον τελευταίο καιρό πολλά υπήρξαν τα γραφόμενα και οι αντιπαραθέσεις εξαιτίας της απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022 στην Αννί Ερνώ. Στο παρόν κείμενο δεν υπάρχει καμμιά πρόθεση να προστεθούν επιχειρήματα σε αυτήν τη διαμάχη. Ο λόγος δημιουργίας του κινείται προς άλλη κατεύθυνση. Η γράφουσα έχει στόχο να εκθέσει τις σκέψεις της πάνω στα αυτοβιογραφικά λογοτεχνικά έργα δύο ιδιαίτερα αγαπητών Γάλλων συγγραφέων, με μεγάλη ηλικιακή απόσταση της μίας από τον άλλο, της Αννί Ερνώ και του Εντουάρ Λουί, που αναφέρονται στη μητέρα τους. Πρόκειται για τα: Μια γυναίκα και Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας.
Οι δυο συγγραφείς είναι δημοφιλείς τόσο στη χώρα τους όσο και στο εξωτερικό, αγγίζοντας πιθανότατα διαφορετικές ηλικιακά ομάδες. Στο σύνολο του έργου τους χρησιμοποιούν το προσωπικό βίωμα, χωρίς φόβο και πάθος, και επιτυγχάνουν ο καθένας με το δικό του στυλ γραφής να το μετατρέψουν σε συλλογικό. Οι αναγνώστες, απ’ όπου κι αν προέρχονται, απορροφώνται από τις αφηγήσεις τους, συμπάσχουν συναισθανόμενοι ότι τους εκφράζουν και τους αφορούν.
Ας δούμε αρχικά τι κοινό έχει η Αννί Ερνώ γεννημένη το 1940 με τον Εντουάρ Λουί, γεννημένο πενήντα δύο χρόνια μετά, δηλαδή το 1992:
Ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι και οι δύο έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε γαλλική επαρχία και μάλιστα σε τόπους πληθυσμιακά περιορισμένους, όπου οι ζωές των άλλων είναι ορατές και συνεπώς το «τι θα πει ο κόσμος» καθοριστικός παράγοντας της καθημερινότητας.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η φτώχεια που μαστίζει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στους τόπους αυτούς, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι βιομηχανικοί εργάτες, ταυτόχρονα με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τα υψηλά ποσοστά αλκοολισμού και την γενικότερη δυσθυμία έως και απελπισία αυτών των ανθρώπων που βιώνουν μια ζωή χωρίς προοπτικές. Ερνώ και Λουί περιγράφουν χαρακτηριστικά την επικρατούσα νοοτροπία και ατμόσφαιρα:
«…Πάει καιρός που το αλκοόλ γέμιζε τα αφηνιασμένα κενά τους, οι άντρες στο καφενείο, οι γυναίκες στο σπίτι (μόνο η μικρότερη αδελφή που δεν έπινε, ζει ακόμα). Αν δεν ήταν πιωμένοι, έμεναν σκυθρωποί και λιγομίλητοι. Τον υπόλοιπο καιρό, ρίχνονταν στη δουλειά σιωπηλοί, «ένας καλός δουλευτής», μια παραδουλεύτρα που δεν είχες «τίποτα να τους προσάψεις». Με τα χρόνια συνήθισαν να τους κρίνουν πια μόνο με το πόσο έπιναν, ήταν «ψιλομεθυσμένοι» ή «τύφλα», Ερνώ
«Εκείνη κι εκείνος στην πραγματικότητα προέρχονταν από διαφορετικά στρώματα φτώχειας: στην οικογένειά της όλοι δούλευαν στο εργοστάσιο, ο πατριός, ο αδελφός, η αδελφή της. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν πολύ πιο φτωχή: αλκοολισμός, νοητικές αναπηρίες, φυλακή, ανεργία…», Λουί
Ένα επιπρόσθετο κοινό στοιχείο και στους δυο συγγραφείς είναι ότι η ευκαιρία πρόσβασης στη μόρφωση τους έδωσε τη δυνατότητα της διεύρυνσης των οριζόντων τους, της επαφής με σκέψεις, ιδέες και συμπεριφορές που ούτε καν υποψιάζονταν ότι υπήρχαν, όπως επίσης και την μεταπήδησή τους σε ένα καλύτερο κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς ποτέ να χάσουν την συνειδητοποίηση της «ταπεινής» τους καταγωγής. Η μόρφωση όμως καλλιέργησε και την κριτική τους ικανότητα μέσω της οποίας τολμούν να παρουσιάσουν, να κρίνουν, να αξιολογήσουν και να κατακρίνουν τόσο το οικογενειακό όσο και το κοινωνικό περιβάλλον όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Κοινός τόπος επίσης των Ερνώ και Λουί η γραφή ξεχωριστών βιβλίων για τον κάθε γονιό τους, σε μια εκ βαθέων διεργασία ν’ ανακαλύψουν και να συμφιλιωθούν με τις προσωπικότητες που τους καθόρισαν, εντέλει δε και με τον εαυτό τους. Η μεν Ερνώ γράφει γι’ αυτούς μετά τον θάνατό τους, αντίθετα με τον Λουί που οι γονιοί του βρίσκονται εν ζωή.
«Πιστεύω ότι γράφω για την μητέρα μου γιατί είναι η δική μου σειρά να τη φέρω στον κόσμο», αναφέρει η Αννί Ερνώ.
«Η προσέγγισή μας δεν άλλαξε μόνο το δικό της μέλλον, μετασχημάτισε επίσης το κοινό μας παρελθόν», συνειδητοποιεί ο Εντουάρ Λουί.
Όσα όμως είναι τα κοινά των δύο συγγραφέων, άλλες τόσες και σημαντικές είναι και οι διαφορές τους, στις οποίες πιστεύω ότι οφείλεται και η ευρεία αποδοχή που χαίρει ο καθένας τους από το αναγνωστικό κοινό, καταγράφοντας και εκφράζοντας δυναμικά το πνεύμα της εποχής τους.
Μπορεί η γραφή και των δύο να είναι λιτή, απλή και εύκολα κατανοητή, της Ερνώ όμως ρέει ήρεμα, διαπιστώνοντας και καταγράφοντας με ξεκάθαρη ματιά, χωρίς φορτισμένους λεκτικά συναισθηματισμούς, τους χαρακτήρες που επηρέασαν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της, το κοινωνικό πλαίσιο, τις επιλογές και την πορεία της μέσα σε αυτό.
Αντίθετα, η γραφή του Λουί είναι καταιγιστική, με θυμό έως και οργή για τους γεννήτορές του, για τις ασφυκτικές κοινωνικές συνθήκες του καπιταλισμού και τις εγκλωβισμένες ζωές που δημιουργεί, καθώς και για την κάθε μορφή βίας που εξασκεί στους ευάλωτους πολίτες και κατά προέκταση και στον ίδιο. Αναδεικνύει σε όλους τους τόνους και την «δυσανεξία» που ακόμα υφίσταται η διαφορετικότητα ενός ατόμου, με τον χλευασμό και την κακοποίηση να κρατούν γερά.
«… εγώ δεν γράφω παρά μόνο για να κάνω ν’ αναβλύσουν από μέσα μου τα συναισθήματα που το σώμα δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει», Ε. Λουί
«Μήπως και η γραφή δεν είναι μια μορφή προσφοράς;», αναρωτιέται η Ερνώ.
Μια άλλη διαφορά που διαφαίνεται σαφώς στα δυο βιβλία αφορά στις προσωπικότητες των μητέρων των συγγραφέων, οι οποίες ενώ προέρχονται από παρόμοιο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον αντιμετωπίζουν τη ζωή με αντιστρόφως ανάλογες συμπεριφορές από το αναμενόμενο. Η μητέρα της Ερνώ επιθυμεί διακαώς να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειάς της, επιθυμεί ν’ ανέβει κοινωνική τάξη. Το κίνητρο αυτό είναι τόσο ισχυρό που την ωθεί να πάρει το ρίσκο και λίγο πριν το ’40 να ανοίξει, σε μια πόλη 7.000 κατοίκων, ένα παντοπωλείο, μεταπηδώντας έτσι από την εργατική τάξη στην μικροαστική. Διψάει να μαθαίνει και να εξελίσσεται. Με τον σύζυγό της επιλέγουν να κάνουν μόνο ένα παιδί για να μπορέσουν να του προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Αν και γυναίκα, παρά την εποχή της, είναι η δύναμη της οικογένειας.
«Ήταν πρόθυμη να κάνει οποιαδήποτε θυσία για να έχω μια ζωή καλύτερη από τη δική της, ακόμα και την πιο μεγάλη, να την αποχωριστώ», Ερνώ.
Αντίθετα, η μητέρα του Εντουάρ Λουί από νεαρή ηλικία αφήνεται έρμαιο των συνθηκών του περιβάλλοντός της. Μένει έγκυος και εγκαταλείπει τα όποια όνειρά της. Παντρεύεται, ζει μες στη μιζέρια και την κακοποίηση, κάνει και δεύτερο παιδί και χωρίζει. Σύντομα ξαναπαντρεύεται, γεννάει τον Λουί και κατόπιν δίδυμα, βιώνοντας εκ νέου τη φτώχεια και τις επιπτώσεις του αλκοολισμού και από τον δεύτερο σύζυγο. Η όποια επιθυμία διαφυγής της σκοντάφτει στην αμείλικτη πραγματικότητα ότι δεν έχει κανένα προσόν για να μπορέσει να θρέψει έστω τα παιδιά της, στα οποία δεν είναι διόλου υποστηρικτική. Υπόκειται σε καθημερινή βία και την εξασκεί κι εκείνη όπου μπορεί. Βρίσκεται σε μόνιμη ρήξη με τον Λουί και την διαφορετικότητά του και μόνο, χρόνια μετά, όταν καταφέρνει πάλι μέσω της στήριξης ενός άλλου άντρα να ξεφύγει, ξεκινάει επιτέλους μια προσέγγιση μητέρας και γιού.
«Ίσως εδώ, σε αυτόν τον μη τόπο της ύπαρξής μου, μπορώ να προσπαθήσω να καταλάβω ποια είναι και τι έχω βιώσει», Ε. Λουί.
Η Αννί Ερνώ στα παιδικά της χρόνια δηλώνει ερωτευμένη με τη μητέρα της, επιθυμεί να της μοιάσει. Ο Εντουάρ Λουί ντρέπεται για τη δική του, την θέλει εκτός της ζωής του. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να της κρύψει την ομοφυλοφιλία του. Μέχρι μια ηλικία, παλεύει να δείχνει αρρενωπός σαν τους άλλους. Ζει στο σπίτι του με την αίσθηση του παρείσακτου και αποξενώνεται πλήρως από εκείνη όταν φεύγει για να προχωρήσει στις σπουδές του.
Ωστόσο και οι δυο μητέρες, η καθεμιά με τον τρόπο της, προσπαθούν να προσεγγίσουν τον νέο κόσμο των παιδιών τους, χωρίς ποτέ να αισθανθούν συμβατές με αυτόν.
«Δεν ταιριάζω εγώ σε τούτο το σκηνικό», δήλωσε κάποτε θυμωμένα η μητέρα της Ερνώ.
«Το παραδέχεται: Υπάρχουν μέρες που βαριέμαι, δεν έχω φίλους εδώ. Εδώ οι άνθρωποι δεν είναι σαν κι εμάς», λέει στον Λουί η μαμά του που πλέον μένει στο Παρίσι με τον νέο σύντροφό της.
Διαβάζοντας ο αναγνώστης το Μια Γυναίκα και το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, που είναι γραμμένα με 34 χρόνια διαφορά, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει ότι οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των πολιτών που μεσολάβησαν όλες αυτές τις δεκαετίες για καλύτερες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες, φαίνεται να μην έχουν επηρεάσει ουσιαστικά τους λιγότερο προνομιούχους. Η εικόνα όχι μόνο αναδύεται στάσιμη από το ένα βιβλίο στο άλλο, αλλά έχει προστεθεί η οργή και η ολοένα αυξανόμενη έξαρση της βίας. Το ίδιο ισχύει για τη θέση της γυναίκας και για την αποδοχή της διαφορετικότητας, για τα οποία γίνεται τόσος λόγος και καταβάλλονται τόσες προσπάθειες στις μέρες μας.
Οι αυτοβιογραφικές αυτές καταγραφές, η μια του παρελθόντος και η άλλη του παρόντος, μέσα από την λογοτεχνία εμφανίζουν την αθέατη πλευρά ενός υφιστάμενου κόσμου και προβληματίζουν για το κατά πόσο η επικρατούσα διανόηση τηρεί, με αφέλεια ή ίσως και όχι, τη στάση της Μαρίας Αντουανέττας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τα δύο αυτά βιβλία, με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, πέρα από την αναγνωστική λογοτεχνική απόλαυση που προσφέρουν, συμβάλλουν στην ανάδειξη του περιβάλλοντος και των προβλημάτων μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, πολύ πέρα από τα όρια της Γαλλίας, η οποία από μόνη της δεν θα είχε φωνή. Ταυτόχρονα, δίνουν τη δυνατότητα παρακολούθησης των εξελίξεων ή μάλλον της στασιμότητας, στο πέρασμα του χρόνου, σε ό,τι τους αφορά και εντέλει μας αφορά όλους.
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου