Ένα βιβλίο-έργο τέχνης από εικαστικής άποψης και μια βαθύτατα ποιητική δουλειά από πλευράς περιεχομένου.
Το μικρό νησί της Έφης Λαδά (εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2024) είναι μια συναρμογή από απίστευτες εικόνες, προσεκτικά μελετημένους καμβάδες που καθένας τους εισάγει τον μικρό (και όχι μόνο) αναγνώστη σε ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό περιβάλλον, ποτισμένο στη μελαγχολία, μα απίστευτα ολοκληρωμένο στη λιτότητα και την καθαρότητά του που αποτελεί ποίηση από μόνο του. Πόσο μάλλον όταν τα επίσης λιτά λόγια που ακολουθούν την κάθε εικόνα είναι πλήρως εναρμονισμένα μαζί της, έτσι που να αποτελούν τελικά δείγμα της ιαπωνικής τέχνης ουάμπι σάμπι, έτσι όπως χάνονται τα μεν μέσα στις δε, αποτελώντας ένα αξεδιάλυτο, εξαιρετικό από κάθε άποψη σύνολο.
Από τις βασικές αρχές του ουάμπι σάμπι είναι η φυσικότητα του έργου τέχνης, η αρμονία που πηγάζει από την πλήρη εναρμόνισή του με το περιβάλλον του (το έργο τέχνης να μην είναι αυθάδες ή προπετές) και η μελαγχολία που συνδέεται με τη συνείδηση της ματαιότητας η οποία διαπερνά τα πάντα. Και τις τρεις αυτές αρχές υπηρετεί Το μικρό νησί, «ένα νησί μικρό σαν κουβαρίστρα».
Τρία τα πρόσωπα που απαντάμε στο παραμύθι: ένα κορίτσι χωρίς όνομα, η γιαγιά της και ο Χειμώνας. Η γιαγιά διαρκώς «φτιάχνει τραγούδια για να διώξει μακριά τον Χειμώνα. Κι όλη μέρα κι όλη νύχτα μελωδίες έζωναν το νησί ολόγυρα…». Οι δύο γυναίκες ζουν σε πλήρη αρμονία με τη φύση, καλωσορίζουν ή αποχαιρετούν τα αποδημητικά πουλιά, ζουν μέσα στα δέντρα και το κορίτσι έχει για συντροφιά του «ένα μπλε σαλιγκάρι που έπεσε απ’ τον ουρανό μια μέρα βροχερή».
Να όμως που, «προς το τέλος του φθινοπώρου, ο Χειμώνας έφτανε, έπαιρνε τα τραγούδια και τα έκρυβε στο χοντροκομμένο πανωφόρι του, βαθιά μες στις ραφές του». Έναν χειμώνα, μαζί με τα αποδημητικά πουλιά έφυγε και η γιαγιά… Κι όταν γύρισαν τα πουλιά, με την άνοιξη, εκείνη δεν γύρισε μαζί τους. Έτσι, το νησί έμεινε χωρίς μελωδίες.
Το κορίτσι τότε έφυγε για να ξαναβρεί τις χαμένες μελωδίες. Μπήκε σε μια βάρκα και την άφησε να γλιστρήσει στο νερό. Καθώς έπλεε η βάρκα, η νύχτα έφερε κοντά στο κορίτσι μια μελωδία. Ακολουθώντας την, βρέθηκε στη χώρα του βορρά όπου, απλωμένο σε ένα σκοινί, ήταν και το πανωφόρι του Χειμώνα.
Το κορίτσι πήγε κοντά και άρχισε να το ξηλώνει: έτσι ξέφυγαν οι μελωδίες από τις ραφές του. Εκείνη τις τύλιξε στο μακρύ κασκόλ της γιαγιάς της και γύρισε πίσω στο μικρό της νησί, όπου τις σκόρπισε. Οι μελωδίες έμειναν από τότε στο νησί και ο Χειμώνας δεν το ξαναπλησίασε. Γιατί αυτό το μικρό νησί το έλεγαν «ανάμνηση».
Με αυτή την όμορφη αλληγορία, η Έφη Λαδά – που υπογράφει το παραμύθι αλλά και την εικονογράφηση – μιλάει για το πένθος που ακολουθεί την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, για τη θλίψη (Χειμώνας) που φέρνει, κυρίως όμως για την ανάμνηση (μελωδίες) που κρατάει την καρδιά ζεστή και απομακρύνει τον Χειμώνα.
Υπογραμμίζω την πραγματικά συμβιοτική σχέση εικονογράφησης και κειμένου στο παραμύθι: κάθε σαλόνι του βιβλίου γίνεται η θήκη που μας τυλίγει σε μια μαγική σκηνή, μια σκηνή που τη βαθαίνουν οι λέξεις της ιστορίας. Σπάνιο είναι ένα τέτοιο άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα για ένα παιδικό βιβλίο που, εκτός από το σημαντικό μήνυμα που κομίζει, καταφέρνει να εκπαιδεύσει τα παιδιά στο κάλλος σαν υπαρξιακή (όχι απλά αισθητική) κατηγορία, αλλά και να μιλήσει για το ειδικό εκείνο βάρος της μελαγχολίας που μας επιτρέπει να αντικρίζουμε τις εσωτερικές μας αβύσσους, καθώς και για την ανάμνηση που μας βοηθά να τις αντιμετωπίζουμε.
Νεφέλη Π.