Στα (πολλά) χρόνια που διαβάζω παιδικά βιβλία στα παιδιά μου, σκέφτηκα πολλές φορές ότι ορισμένα από αυτά θα ήταν πολύ καλό να μπορούσαν να τα διάβαζαν και κάποιοι ενήλικες. Ένα τέτοιο βιβλίο, που σίγουρα θα έπαιρνα δώρο και σε κάποιον μεγάλο, είναι Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος. Με μινιμαλιστική, ζεν αισθητική, το βιβλίο αυτό –που είναι αφιερωμένο σε «όσους χάνουν τον δρόμο τους»– εξομολογείται μεγάλες αλήθειες στον αναγνώστη. Αλήθειες ουσίας, από εκείνες που δομούν τη σοφία. Μόνο που εδώ παραδίδονται με μεγάλη τρυφερότητα.
Πρωταγωνιστές είναι οι δύο του τίτλου, δηλαδή ένα μεγάλο πάντα και ένας μικρός το δέμας δράκος, οι οποίοι θέλουν να φτάσουν κάπου αλλά συνέχεια χάνουν τον δρόμο τους. Τους παρακαλουθούμε στα πέντε μέρη στα οποία είναι χωρισμένο το βιβλίο, ένα για καθεμία από τις τέσσερις εποχές του χρόνου συν μια δεύτερη άνοιξη για να κλείσει ο κύκλος όπως άρχισε. Τέτοιου είδους αναφορά στις εποχές γίνεται στην παραδοσιακή ιαπωνική ποίηση των χαϊκού, των τάνκα κ.λπ. όπου υπάρχουν τα κίγκο, ορισμένες χαρακτηριστικές λέξεις που προδίδουν την εποχή στην οποία αναφέρεται κάθε ποίημα. Δικαίως υπάρχει αυτή η αντιστοιχία με την ποίηση, γιατί η ποιητικότητα είναι το εξέχον στοιχείο που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο. Και λέω ολόκληρο, επειδή όντως διαπερνά το όλον: το περιεχόμενο αλλά και το αισθητικό μέρος που είναι απλά εξαιρετικό.
Ο μικρός δράκος, που συμβολίζει το παιδί ή τον ατελή ένήλικα, έχει τις εύλογες απορίες, τις οποίες του λύνει πότε με σαφήνεια και πότε πιο αινιγματικά ο μεγάλος δράκος, ο οποίος συμβολίζει τον ώριμο ενήλικα. Όμως δεν είναι ένας ενήλικας απότομος και ωμός, αλλά ένας ενήλικας σοφός που μιλά με τρυφερότητα, απαλά:
– Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι λίγος, εξομολογήθηκε ο Μικρός Δράκος.
– Η κερασιά δεν συγκρίνει τον εαυτό της με τα άλλα δέντρα, είπε το Μεγάλο Πάντα. Απλώς ανθίζει.
Ακριβώς όπως με την ιαπωνική ποίηση και σκέψη, η ιστορία δεν κυλά γραμμικά. Παρακολουθούμε τους δύο ήρωες στις περιπλανήσεις τους, ενώ ταξιδεύουν σε μια λίμνη ή πίνουν μια κούπα τσάι ή προφυλάσσονται από τη βροχή, όμως η ιστορία είναι κάτι που εναπόκειται στη φαντασία του αναγνώστη. Πέρα από δύο φίλους που προσπαθούν να φτάσουν κάπου και χάνουν διαρκώς τον δρόμο τους, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν υπάρχει νήμα αφήγησης, υπάρχουν μονάχα στιγμές – κάτι που συνάδει απόλυτα με τη βουδιστική φιλοσοφία και που είναι τόσο διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει στη Δύση ώστε πάντα να μας γοητεύει. Γι’ αυτό είναι και τόσο καταπληκτικό ότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ένας Δυτικός! (Υπάρχει ελπίδα!)
Τι κι αν δεν βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους οι δύο φίλοι; Όπως είπε και ο ημέτερος Καβάφης, σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι! Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει με τον εξής διάλογο:
– Κοντεύουμε; ρώτησε ο Μικρός Δράκος.
– Το Μεγάλο Πάντα χαμογέλασε: Ελπίζω όχι.
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, το βιβλίο είναι ένας πραγματικός ύμνος στη φιλία και στη δύναμη που αντλούν τα όντα του Θεού από τη συντροφιά των άλλων όντων Του. Εντέλει αυτό που κρατάμε από αυτή τη ζωή δεν είναι παρά ένας τρυφερός λόγος, μια αγκαλιά ή ένα χάδι. Γιατί αυτά είναι, περισσότερο από καθετί, που μας δίνουν εντέλει πληρότητα.
Χριστίνα Λιναρδάκη