Το χαϊκού στη σύγχρονη ελληνική ποίηση (για το βιβλίο “Η ποιητική της Άπω Ανατολής. Ψήγματα Χρυσού σε νεοελλήνων την εμφάνεια” της Ευσταθίας Δήμου)
Χρύσα Φάντη

«Η λογοτεχνία δεν είναι μια τέχνη παγκόσμια. Ή πιο σωστά, δεν είναι με τον ίδιο τρόπο που είναι παγκόσμιες η μουσική ή η ζωγραφική». Με αυτήν τη ρητή, κάθετη και αποφθεγματική θέση, ξεκινά η Ευσταθία Δήμου τη μελέτη της, η οποία περιέχει επισημάνσεις της Διώνης Δημητριάδου, προκαλώντας στον αναγνώστη την έκπληξη ενώ, αμέσως μετά, σπεύδει να διευκρινίσει: «Η αιτία για αυτό βρίσκεται, φυσικά, στην πρώτη ύλη της, τον λόγο, που διαμοιράζεται στις διάφορες γλώσσες» και αυτές «λειτουργούν ταυτόχρονα σαν σύνορο και διαχωριστική γραμμή». Εδώ, αναπόφευκτα, προβάλλει το πρόβλημα της μετάφρασης, η οποία (μετάφραση) κατά τη Δήμου, αλλά και κατά γενική ομολογία, είθισται να «κατευθύνεται, πρωτίστως, στο περιεχόμενο και, δευτερευόντως στη μορφή[…]».

Για τη συγγραφέα, «για να καταστεί ένα έργο πρότυπο και κατευθυντήρια ιδέα, δεν χρειάζεται, ούτε φτάνει η γλωσσική μετάπλαση. Θα πρέπει το ίδιο το είδος να διαθέτει μια τέτοια δύναμη και δυναμική, τόσο στο επίπεδο του νοήματος, όσο και σε αυτό της μορφής, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σαν “σπίθα”, έτοιμη να πυροδοτήσει μία σειρά αλληλεπιδράσεων και αλληλοεπιρροών. […]. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας “σπίθας” υπήρξε αυτή του χαϊκού». (σελ. 7-8). Με αυτή τη δεύτερη θέση η οποία ως έναν βαθμό ισχυροποιεί αλλά ταυτόχρονα, αν δεν αποδυναμώνει δραματικά, σίγουρα ρηγματώνει την πρώτη, η Δήμου εκπλήσσει εν νέου τον αναγνώστη κεντρίζοντας και διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του τόσο ως προς το ίδιο το θέμα το οποίο καλείται να διαπραγματευτεί, όσο και ως προς τον απώτερο στόχο της, ο οποίος (στόχος) είναι να μας μυήσει στα μυστικά  και την ουσία της τέχνης του χαϊκού, παγκόσμια και πρωτίστως, στη χώρα μας.

Ως γνωστόν, το χαϊκού αποτελείται από ένα σύνολο δεκαεπτά συλλαβών, ομαδοποιημένων και κατανεμημένων σε τρεις στίχους των πέντε, επτά και πέντε συλλαβών αντίστοιχα. Παρόλο που η λέξη «χαϊκού» παραπέμπει στον «αστείο» στίχο, στην πραγματικότητα πρόκειται για το πιο αυστηρό και σύντομο είδος ποίησης, ένα είδος που μας ήρθε από την Ιαπωνία και, γενικότερα από την Άπω Ανατολή, και το οποίο χάρη σ’ αυτήν ακριβώς την αυστηρότητα και τη συντομία λειτουργεί κατά τη γνώμη της Δήμου απελευθερωτικά για τους ποιητές «όσο κι αν αυτό μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράδοξο». (σελ 9). Αρκούν άραγε τρεις και μόνο «αστείοι» στίχοι για να αποδώσουν σε ικανοποιητικό βαθμό και κυρίως, με τρόπο πολύπλευρο το βάθος, το αίνιγμα και την πολυπλοκότητα αυτού του κόσμου; Η Δήμου πιστεύει πως ναι. Προς επίρρωση, αναφέρεται στους «καθ’ ημάς» ποιητές Γεώργιο Σταυρόπουλο (1898-1969), Νικόλαο Χάγιερ-Μπουφίδη (1899-1950),  τον ελληνοκύπριο Παύλο Κριναίο-Μιχαηλίδη (1902-1986) και τον Δ. Ι. Αντωνίου (1906-1996) η ποιητική  συλλογή του οποίου  Χάι Κάι και Τάνγκα το 1972 βραβεύεται με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ δεν παραλείπει να μιλήσει για τον Γιώργο Σεφέρη και τα δεκαέξι χαϊκού του, στο Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), επισημαίνοντας τον τρόπο με τον οποίο  ο Νομπελίστας ποιητής διαμορφώνει, μπολιάζει και ανατροφοδοτεί επιτυχώς τη δική του ποιητική με την «εγγενή θυμοσοφία» αυτού του είδους.

Μνημονεύει επίσης  Ζήσιμο Λορεντζάτο και την ποιητική του συλλογή Αλφαβητάρι, Haikou∙ την πρώτη, αυτοτελή ποιητική συλλογή χαϊκού που εκδίδεται στην Ελλάδα (άλλωστε η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις πρώτες χώρες που υποδέχτηκαν αυτό το είδος) ─ καθώς και τους Ανέστη Ευαγγέλου (Τα Χάι Κάι, Κέδρος, 1978), Τάσο Κόρφη (Σονέτα και Χαϊκού, Πρόσπερος 1987), Γιώργη Παυλόπουλο (Τριαντατρία Χαϊκού,  Στιγμή, 1990), Αργύρη Χιόνη (Ιδεογράμματα, Χαϊκού και τάνγκα, Τραμ, 1997), Σπύρο Θεριανό (Το εισόδημα στο Μόλυβο, Πλανόδιο, 1999), όπως και άλλους. Επιπλέον, παραθέτει δείγματα από τα έργα αυτών των δημιουργών ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει ποικιλότροπα τα  χαϊκού που αυτοί οι δημιουργοί έγραψαν και εξέδωσαν, υποστηρίζοντας έτσι, ότι το χαϊκού, κυρίως από τα μέσα τις δεκαετίας του ’70, αποκτά και στη χώρα μας το εύρος που του αξίζει και του αναλογεί. (σελ. 14-16).

Κατόπιν,  μέσ’ από  μια σημαντική και ευσύνοπτη απαρίθμηση ποιητών οι οποίοι  εξέδωσαν ποιητικές συλλογές με χαϊκού στην Ελλάδα από το 2000 (έτος το οποίο και θεωρεί «οριακό») και ανά έτος μέχρι και το 2022, η Δήμου συνεχίζει με παραθέματα ποιημάτων τους καθώς και απόψεις και κρίσεις δικές της ως προς τη μορφή, το ύφος και τη θεματική τους, είτε μεμονωμένα για κάθε έναν από αυτούς (σε ότι αφορά, πάντα, τα χαϊκού) ή και για  το σύνολο της εγχώριας παραγωγής  κατ’ έτος και γενικότερα μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Γιώργος Γεωργούσης, Ηλίας Κεφάλας, Χρήστος Τουμανίδης, Έλλη Συναδινού, Χάρης Μελιτάς, Ηλίας Τσέχος, Ευσταθία Δήμου, Χάρης Βλαβιανός, Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου, Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη, Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Γιώργος Γάββαρης, Θεοχάρης Παπαδόπουλος, Πόπη Αρωνιάδα, Ελένη Σιγαλού, Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου, Φωτεινή Βασιλοπούλου, Φροσούλα Κολοσιάτου, Γιώργος Ρούσκας, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Κώστας Λιννός, Μυρσίνη Γκανά, είναι μερικές και μερικοί από αυτές και αυτούς τους ποιητές που περιλαμβάνει στην ταξινόμησή της.

Τέλος, στα πλαίσια μιας γόνιμης και εποικοδομητικής συνομιλίας, την πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει η Δήμου, αλλά και τις προτάσεις, τα σχόλια και τα συμπεράσματα της, έρχεται να συμπληρώσει ή και να αντιπαραβάλει με τις δικές της πληροφορίες και απόψεις η  Διώνη Δημητριάδου, στο επίμετρο που υπογράφει με τον τίτλο: «Από την παρατήρηση στη φιλοσοφία της καθημερινότητας. Επισημάνσεις στην ποιητική των χαϊκού». Με αφετηρία την παρατήρηση ως μία από τις «αφετηριακές συνθήκες της γραφής και ειδικότερα του ποιητικού λόγου», η Δημητριάδου περνά στο είδος του χαϊκού, μνημονεύοντας Σεφέρη, Γιώργη Παυλόπουλο, Βιβή Κοψίδα-Βρεττού, Γιώργο Ρούσκα, Ηλία Κεφάλα, καθώς και Jack Kerouak*, Τakano Hiroko**, Fernando Pessoa***, με την επισήμανση ότι πλέον στον Δυτικό κόσμο  το είδος αυτό ξεφεύγει  από τα αρχικά ιαπωνικά πρότυπα που κατεξοχήν επικεντρώνονταν ή και περιορίζονταν στην περιγραφή της φύσης, και συνδέεται περισσότερο με την «ανθρώπινη συνθήκη», με αποτέλεσμα «να μεταποιηθούν τα παιγνιώδη («αστεία») τρίστιχα σε μικρά στοχαστικά δοκίμια». Στο σημείο αυτό η Δημητριάδου προβαίνει και σε μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση για την ετυμολόγηση της λέξης αστείος από το άστυ, υπενθυμίζοντάς μας ότι η ποίηση ήταν ανέκαθεν αστική ενασχόληση, ιδίως «στη παιγνιώδη μορφή των χαϊκού […] και τη μεταφορά από την έμπνευση περισσότερο στην τεχνική». (σελ. 47- 55).

Χρύσα Φάντη

 

*Jack Kerouac, The taste of rain, American Haiku

**Τakano Hiroko, Τσουνάμι, 29 χαϊκού από επιζήσαντες της φυσικής καταστροφής στην Ιαπωνία το 2011, μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη, Μανδραγόρας, Αθήνα, 2016

*** Fernando Pessoa, ΙΧ, Είκοσι ένα χaϊκού, μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης, Printa, 2020

 

Περισσοτερα αρθρα