“Ταξιδιωτικός οδηγός για το τραύμα” του Έντουαρντ Χιρς (μτφρ.: Δ. Δημητριάδου, Β. Αλεξόπουλος)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Το να γράψει κάποιος για ένα βιβλίο μετάφρασης ίσως φανεί κάπως υπερβολικό σαν γεγονός – εδώ ο κόσμος δεν διαβάζει εγχώρια ποίηση, θα διαβάσει μεταφρασμένη; Κι όμως. Η μετάφραση, σαν πράξη, είναι ούτως ή άλλως μια γέφυρα που μας ενώνει με άλλες χρονικότητες και άλλα μέρη. Η μετάφραση σύγχρονων με μας ποιητών επιπλέον μάς προσφέρει το ανεκτίμητο πλεονέκτημα μιας διαφορετικής ματιάς στον κόσμο όπου κι εμείς ζούμε, μιας άλλης ερμηνείας της εμπειρίας μας. Επομένως το ερώτημα μετατίθεται τελικά στο αν κάποιος ποιητής αξίζει να μεταφραστεί και γιατί. Γιατί να διαβάσουμε την ποίηση του  Αμερικανού Έντουαρντ Χιρς στην Ελλάδα σήμερα;

Επειδή, θα απαντήσω, η υφή της ματιάς που ρίχνει στον ίδιο με μας κόσμο είναι απολύτως απαραίτητη. Η ποίηση του Χιρς είναι ποίηση της απαλότητας, της τρυφερής ματιάς, των πολύχρωμων και ευαίσθητων κόσμων που είναι κρυμμένοι στις απλές στιγμές. Ακόμη και όταν γράφει για το τραύμα του να είσαι κομμάτι ενός λαού εσαεί αποκηρυγμένου – το συλλογικό τραύμα που επηρεάζει την ύπαρξή του -, ακόμη και όταν γράφει για το απύθμενο προσωπικό τραύμα που προκάλεσε ο θάνατος του γιου του, ο Χιρς το κάνει χαμηλόφωνα, σταματώντας στις στιγμές, αναδεικνύοντας τις σιωπές. Κι αυτό στην εποχή μας της τρέλας, του ασταμάτητου τρεχαλητού, του χωρίς έλεοσ στρες είναι ανεκτίμητο γιατί αντιπροσωπεύει έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο θέασης του κόσμου.

Στο ανθολόγιο ποιημάτων του Χιρς που ετοίμασαν η Διώνη Δημητριάδου και ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος, έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί ποιήματα από δέκα συλλογές του. Στο ανθολόγιο, που έχει τον εξαιρετικό τίτλο «Ταξιδιωτικός οδηγός για το τραύμα», οι συλλογές αυτές παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, η οποία μας επιτρέπει να δούμε και την εξέλιξη του ποιητή μέσα στον χρόνο. Δεν θα σταθώ σε όλες, έχω όμως επιλέξει μερικές που με άγγιξαν περισσότερο και θα ήθελα να δείτε προσεκτικότερα κι εσείς.

Η πρώτη λοιπόν συλλογή του Χιρς που ανθολογείται στο βιβλίο γράφτηκε το 1981, 42 χρόνια πριν. Είναι η συλλογή «Για τους υπνοβάτες». Σε αυτήν, ο Χιρς κάνει μια πρώτη τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Είναι ένας κόσμος που κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει λίγος, γιατί συστηματικά τον υπερβαίνει.

«Οι καρδιές μας είναι διψασμένα μαύρα μαντίλια
Που πετούν μέσα από τα δέντρα τη νύχτα, ρουφώντας
Τις σκοτεινότερες αχτίνες του φεγγαρόφωτος, τη μουσική

Από τις κουκουβάγιες, την κίνηση των ανεμοδαρμένων κλαδιών»

(«Για τους υπνοβάτες»)

 

«…μέσα στα βουνά 

Υπάρχει μια ηλιόλουστη σπηλιά, μια μικρή σπηλιά, ίσως,

Σαν ένα κελί ενός μοναχού, ή σαν μια μικρή λίμνη 

Με χήνες και καθαρό βουνίσιο νερό μέσα.

Μερικές φορές νομίζω ότι επιστρέφω στο σώμα μου 

Με τον τρόπο που ένας μετανοημένος ή ένας προσκυνητής ή ένας ποιητής

Ή μια πόρνη ή ένας δολοφόνος ή ένα πολύ νεαρό κορίτσι 

Έρχεται για πρώτη φορά σε ένα ιερό μέρος

Να γονατίσει, να ξεχάσει το ανυπόφορο βάρος 

Του να είσαι άνθρωπος, να πιει καθαρό νερό».

(«Ένα κινέζικο βάζο»)

 

Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, πρόκειται για μια πολύ καλή μετάφραση. Είναι απολύτως στρωτή και έχει ένα εξαιρετικά φυσικό αποτέλεσμα, αλλά και πολύ καλή ροή στα ελληνικά.

Σε μια άλλη συλλογή, του 1989, που έχει τίτλο «Νυχτερινή παρέλαση», ο Χιρς ασχολείται με το ζήτημα της οικειότητας, όπως πηγάζει από την ανάμνηση, με το ζήτημα της επιστροφής, αλλά και με εκείνο της οικογένειας. Στα ποιήματα αυτής της συλλογής συναντάμε τη γιαγιά και τον παππού του ποιητή (όπως σε άλλες συλλογές συναντάμε άλλα συγγενικά του πρόσωπα), όλους φτιαγμένους από μνήμη, μέσα σε στιγμές οικειότητας. Όμως τον ποιητή διαπερνά και καθορίζει η απέραντη μοναχικότητα, καθώς τα αγαπημένα πρόσωπα έχουν εκλείψει:

«…αργότερα τον άκουγα στο διπλανό δωμάτιο

Να μιλάει στον εαυτό του με έναν σιγανό λυγμό –
Το μόνο που μπορούσα να καταλάβω ήταν ένας στοιχειωμένος ήχος
Σαν ορμητικά κύματα στο βάθος,
Ή σαν το σφύριγμα στις κορυφές των δέντρων στην πίσω αυλή.
Για χρόνια αποκοιμιόμουν στον ρυθμό
Της φωνής του παππού μου να ανεβοκατεβαίνει,
Γεμίζοντας το κεφάλι μου με τα χαμένα, θλιμμένα ποιήματά του:

Αυτά τα αδύναμα φτεροκοπήματα, εκείνο το χαμηλόφωνο τραγούδισμα»

(«Τα ποιήματα του παππού μου»)

 

Χαμηλόφωνος και ο ποιητής, περιγράφει στιγμές που θρυμματίζονται σε απαλές χιονοπτώσεις. Νομίζω ότι έχω μεταχειριστεί αρκετές φορές ήδη τη λέξη «απαλός». Το βασικότερο χαρακτηριστικό της ποίησης του Χιρς είναι αυτή η απαλότητα που διαπερνά τους στίχους και τους μετατρέπει σε κάτι εύθραυστο και πολύτιμο.

Θα ήθελα να σταθώ και σε άλλο ένα ποίημα από αυτή τη συλλογή, ένα ποίημα που λέγεται «Πυράκτωση το σούρουπο»:

«Κάποιος αποκάλεσε τα πορτοκαλί φύλλα

                        που σαρώνουν τα κλαδιά
Τα χρωματιστά αποτυπώματα της παλάμης του Θεού
                        που χαϊδεύουν τα πρόσωπά μας.
Κάποιος αποκάλεσε το ανάχωμα από τους σωρούς
                        των κλαδιών και των μπλεγμένων νεύρων
Τα αποτυπώματα της παλάμης του κάτω κόσμου
Έτσι που μαζεύονται γύρω από τους αστραγάλους μας και καίνε
                        μέσα από τα πέλματα των ποδιών μας.
Πρέπει να υπομείνουμε το ηλιοβασίλεμα βαθιά μέσα μας.
Δεν πιστεύω σε ιδανικά πράγματα.
Δεν πιστεύω στο άσβεστο φως
                                                            του άλλου κόσμου.
Δεν πιστεύω ότι θα υψωθούμε
                                                            και θα μας διαπεράσει το φως.

Ένας πυρακτωμένος σκοτεινός κόσμος είναι το μόνο που υπάρχει»

 

Ο Έντουαρντ Χιρς δεν πιστεύει σε κάποιον θεό που δίνει την ελπίδα μιας μετά θάνατον ζωής. Μολονότι έχει μελετήσει ιουδαϊσμό και φιλοσοφία, όπως σημειώνουν στον πρόλογό τους η Διώνη Δημητριάδου και ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος, κανένας θεός από τα γνωστά συστήματα θρησκείας δεν μπορεί να τον καλύψει. Αναγνωρίζει ωστόσο μια υπερβατική δύναμη που κατά κανόνα μένει αδιάφορη μπροστά στα ανθρώπινα παθήματα και πάθη. Παραθέτω πιο κάτω στίχους από ένα ποίημα που γράφτηκε στο πλαίσιο μιας άλλης συλλογής, κατοπινής, του 2008. Η συλλογή λέγεται «Ειδικές παραγγελίες» και οι στίχοι που θα σας διαβάσω προέρχονται από το ποίημα «Μια μεροληπτική ιστορία της βλακείας μου». Είναι εύγλωττοι:

«Συγχωρέστε με, φιλόσοφοι,

Διάβασα τους Στωικούς αλλά δεν τους κατάλαβα ποτέ.

Ένιωσα ότι ζούσα τη λάθος ζωή,
Πνευματικά μιλώντας,
Ενώ στο μισό κόσμο
Χιλιάδες άνθρωποι έχουν σφαγιαστεί,

Μερικοί από αυτούς από συμπατριώτες μου.

 Έτσι συνέχισα να περπατώ – αφηρημένος, χαμένος στις σκέψεις μου

Και ξέχασα να παρασταθώ σε αυτούς που υπέφεραν

Μακριά, κοντά.

 Συγχώρεσέ με, πίστη, γιατί ποτέ δεν σε είχα.

Δεν πίστευα στον Θεό,

Που μου διέλαθε».

 

Και μετά από αυτό το άλμα προς τα εμπρός, θα γυρίσουμε πάλι πίσω, δέκα χρόνια πίσω, το 1998, και σε μια άλλη συλλογή του Χιρς που τιτλοφορείται «Στην αγάπη». Το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής συνδιαλέγεται τόσο καλά με την τρέχουσα συγκυρία του πολέμου στη Γάζα που μας αποδεικνύει ότι η ποίηση είναι πράξη επαναστατική:

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΑ ΕΠΤΑ

Θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε επτάχρονος στο γήπεδο
Με την μπάλα του μπέιζμπολ στο χέρι, έτοιμος να ρίξει.

Έχει τη μεσοαστική αθωότητα ενός Αμερικανόυ,

 

Αν εξαιρέσουμε τα μονοκόμματα χαρακτηριστικά και το σκούρο δέρμα
Που τον κάνουν να φαίνεται σαν Παλαιστίνιος ή Εβραίος

Το μέτωπό του με μια αυλακιά σαν ερώτηση,

 

Τα μάτια του σαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, νευρικά, βλοσυρά,
Και τόσο έντονα. Έχει το χαρακτηριστικό

Αίμα του εξόριστου, του πρόσφυγα, του θύματος.

 

Δείτε τον πώς κοιτάζει τον λήπτη για ένα σημάδι –
Τόσο βίαιος και ανταγωνιστικός, τόσο συνηθισμένος,

Αν εξαιρέσουμε έναν προγονικό θρήνο,

 

Μια μυστηριώδη ανάγκη που πενθεί για ελευθερία

Που μοχθεί να εκφραστεί από μέσα του.

 

Η ποίηση ανέκαθεν ήταν πράξη επαναστατική, αλλά και πράξη που φέρνει τον άνθρωπο στο μέτρο που του αρμόζει, βάζοντάς τον σε πλαίσια που καθορίζουν το μέγεθος της ύπαρξής του – ένα μέγεθος που δυστυχώς φαίνεται ψευδώς να ποικίλλει, τις περισσότερες φορές για λόγους φυλετικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς, σε κάθε περίπτωση δηλαδή λανθασμένους και προβληματικούς – όπως δυστυχώς είναι ενίοτε η ανθρώπινη φύση.

Όμως η συλλογή για την οποία μιλάμε, θυμίζω, τιτλοφορείται «Στην αγάπη». Θέλω λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας κάποιους στίχους από το ποίημα «Κολέτ», που είναι γραμμένο – ας  πω και τα πραγματολογικά στοιχεία – για τη Σιντονί-Γκαμπριέλ Κολέτ, Γαλλίδα λογοτέχνιδα που έζησε μεταξύ 1873 και 1954. Σημειώνω ότι συνηθίζει ο Χιρς την αναφορά σε προσωπικότητες, κυρίως παλαιότερων εποχών, για να σχολιάσει μέσα από τα στοιχεία του χαρακτήρα ή της δουλειάς τους την τρέχουσά του πραγματικότητα:

«Με κάθε τρόπο βούτηξε άγρια στη ζωή
(αν και μερικές φορές θα σε πετάξει έξω η ζωή)
Αλλά μην αφήσεις την εμπειρία να σε κάνει να ξεχάσεις
Και να εκπλαγείς για ό,τι σου συμβαίνει.

Είμαστε δημιουργικά πλάσματα που πυροδοτούνται από το πάθος»

 

Και λίγο παρακάτω:

«Ποτέ μην υποτιμάτε τα μυστήρια της αγάπης,
Την αξιοσημείωτη αξιοπρέπεια του να μη μιλάμε για αγάπη

Η παθιασμένη προσοχή είναι προσευχή, η προσευχή είναι αγάπη».

 

Το 2011 πεθαίνει ο γιος του Έντουαρντ Χιρς, ο Γκάμπριελ. Το 2013 ο ποιητής γράφει τη συλλογή «Γκάμπριελ ένα ποίημα» από την οποία η Δημητριάδου και ο Αλεξόπουλος επέλεξαν να μεταφράσουν ένα σύντομο συγκριτικά απόσπασμα. Αλλά δεν θα σταθώ σε αυτό.

Το 2020 ο Χιρς γράφει την τελευταία συλλογή, ποιήματα της οποίας φιλοξενούνται στο βιβλίο, μια συλλογή που τιτλοφορείται «Ξένος τη νύχτα». Στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την προηγούμενη και τα εννέα από τον θάνατο του γιου του, ο Χιρς κατάφερε να συμφιλιωθεί έως έναν βαθμό με το βάθος και την τραγικότητα της απώλειας που μόνο ο θάνατος ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει στον γονιό του. Ή, αν όχι να συμφιλιωθεί, τουλάχιστον να την αποδεχτεί. Τα ποιήματα λοιπόν αυτής της συλλογής διακατέχονται από την αγωνία της απουσίας, αλλά και από την άρνηση να συνειδητοποιηθεί η παντελής αδυναμίας επικοινωνίας με τους ανθρώπους που πέθαναν.

Στο ποίημα «Οι φίλοι μου δεν θάβονται», ο Χιρς μιλάει για τη φρίκη της κηδείας, «τα ψέματα και τα εγκώμια,/ την αποπνικτική μυρωδιά των λουλουδιών/ να γεμίζει τα πάντα» και λέει: «Είμαι ένας αμελής τεθλιμμένος συγγενής/ που πατάω πάνω σε κουκουνάρια, και ξεχνώ να προσευχηθώ/ Όμως ο θρήνος συνεχίζεται παρ’ όλα αυτά/ γιατί οι φίλοι μου συνεχίζουν να πεθαίνουν». Το ποίημα κλείνει ως εξής:

«Απλώς πρέπει να ξαπλώσω στη χλόη
Και να πιέσω το στόμα μου στη γη
Να τους καλέσω

Έτσι που να απαντήσουν».

 

Βλέπουμε λοιπόν την καθολική αδυναμία του να αποδεχθεί την οριστική απώλεια, αλλά και την αφελή, παιδιάστικη πεποίθησή του ότι αν τους μιλήσει με το στόμα κολλημένο στο χώμα, αυτοί θα τον ακούσουν και θα απαντήσουν. Σε άλλα ποιήματά του, βέβαια, αυτοί όντως απαντούν. Στο ποίημα «Τα αποκαλυπτήρια» έχουμε ένα «θορυβώδες πνεύμα» που ξεπροβάλλει με εκκωφαντική τυμπανοκρουσία «μέσα από το χορτάρι» και «μέσα από το χώμα». Αλλά και στο ποίημα «Μετά το εγκεφαλικό» υπάρχει «μια φωνή μέσα από το έδαφος» που όμως δεν μπορούν να την ακούσουν όλοι.

Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το ποίημα «Όταν γράφεις την ιστορία» που μιλάει για την ιστορία που γράφεις όταν είσαι πατέρας, μια ιστορία που συντίθεται από τις χιλιάδες μικρές στιγμές που περνάς παραστέκοντας στο παιδί σου: παίζοντας μαζί του μπάλα, νανουρίζοντάς το με ένα τραγούδι δικής σου έμπνευσης ή κουβαλώντας το κοιμισμένο στο αυτοκίνητο.

Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, ποιήματα για το άχθος και τον μόχθο της καθημερινότητας, μια ρουτίνα που προφανώς η απώλεια του αγαπημένου γιου την κάνει ακόμη πιο αβάσταχτη, την ίδια στιγμή που η ύπαρξη του πατέρα-ποιητή διαποτίζεται από την αίσθηση της απόλυτης ερημίας. Τέτοια ποιήματα είναι: «Αυτή είναι η δουλειά», «Στον καταψύκτη» και «Επίπονη δουλειά».

Το ποίημα με το οποίο κλείνει το βιβλίο είναι ουσιαστικά μια φωτογραφία, θα έλεγα, ή μια εικόνα, αν προτιμάτε, του ποιητή πάνω στον τάφο του παιδιού του, την ώρα που κλαίει με αναφιλητά.

ΜΗ ΓΡΑΦΕΙΣ ΕΛΕΓΕΙΕΣ

Μη γράφεις ελεγείες
Πια, άφησε κάποιον άλλο
Να σκοντάψει πάνω στο μαυσωλείο
Και να πενθήσει
Κάτω από τη γαλήνια σκιά
Ενός πλατάνου, σκουπίζοντας
Τα δάκρυα της πρώην συζύγου του,
Λεκιάζοντας τα γόνατα του μαύρου κουστουμιού του,
Πρώτα κλαίγοντας με αναφιλητά και μετά πνίγοντας τους λυγμούς,
Στηρίζοντας τους άλλους, παρηγορώντας τον εαυτό του
Τρίβοντας το λευκό μάρμαρο
Και ξεχορταριάζοντας τον τάφο
Συνεχώς,
Λυπάμαι, είναι πολύ λυπηρό, ήρθε η ώρα
Για κάποιον άλλον να πενθήσει
Τον νεκρό μου,
Όμως ποιος άλλος μπορεί να το κάνει;
Απλώς πρέπει να ξαπλώσω εδώ
Λίγο περισσότερο
Με το πρόσωπο στο χώμα

Και μετά να σηκωθώ και να αναπνεύσω.

 

Βλέπετε, η ποίηση – μεταφρασμένη και μη – είναι εικόνα της ζωής, όπως έρχεται και όπως συμβαίνει. Και, όπου δεν είναι, με τον τρόπο της είναι και πάλι. Ευγνωμοσύνη, μόνο ευγνωμοσύνη σε όσους μοχθούν να μας μεταφέρουν τη φωνή της από άλλες ηπείρους και άλλες χώρες, όπως η Διώνη Δημητριάδου και ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος μας μετέφεραν την ποίηση του Έντουαρντ Χιρς. Είναι επίσης ευλογία που υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι, έστω κι αν είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, μεταξύ αυτών κυρίως το Βακχικόν, που επιμένουν να επενδύουν συστηματικά στη μεταφρασμένη ποίηση.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα