Τάσεις της κριτικής σήμερα και η στάση του στίγμαΛόγου
Χριστίνα Λιναρδάκη

“Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα” είναι ο τίτλος του βιβλίου της Δ.Ν., δικηγόρου Χριστίνας Βρεττού (Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2014), το οποίο αποτελεί δημοσίευση της διδακτορικής της διατριβής και έφτασε προ ημερών στα χέρια μου. Το ενδιαφέρον μου είναι βέβαια ευνόητο, αν και η κυρία Βρεττού στο βιβλίο της αναφέρεται κατά βάση στον πολιτικό λόγο και την αιχμηρή κριτική που ασκείται σε αυτόν στο πλαίσιο της ελευθεροτυπίας. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε ίσως κάτι απο όσα διαφωτίζει το βιβλίο να ισχύει και για την κριτική βιβλίων η οποία, σαν συνθήκη, είναι σαφώς ελαφρύτερη.

Για να μιλήσω όμως συγκεκριμένα, το στίγμαΛόγου σαν blog ξεκίνησε με αναρτήσεις στις οποίες περιλαμβάνονταν και αρνητικές κριτικές, κατόπιν τις σταμάτησε και δημοσίευε κριτικές που ανέφεραν και τα κακώς κείμενα σε πολύ καλά γενικώς βιβλία, για να καταλήξει εντέλει να κάνει απλές βιβλιοπαρουσιάσεις. Έκανε καλά; Ίσως ναι, ίσως όχι.

Λέω «ίσως ναι», επειδή μέσα στα χρόνια προσωπικά κατάλαβα πως οι δημιουργοί στο έργο τους ενσωματώνουν ένα κομμάτι της ψυχής τους, τον καρπό της έμπνευσής τους που πολύ συχνά εδράζεται σε προσωπικά βιώματα και είναι άδικο να έρχεται κάποιος και απλά να λέει για τη δουλειά τους «δεν είναι καλή», ουσιαστικά ματαιώνοντας τους ίδιους και το βιβλίο τους. Καλύτερα να σιωπήσει, να μη μιλήσει καθόλου για βιβλία που δεν του αρέσουν. Ας γράφει μόνο για όσα νιώθει ότι, με έναν τρόπο, τον αφορούν.

Βέβαια, η απλή βιβλιοπαρουσίαση έχει ανοίξει νέους και καθόλου γενναίους κόσμους. Πολλά τα κείμενα που γράφονται πλέον, τα περισσότερα ίσως χάριν φιλίας αλλά ίσως και αποβλέποντας στην αποζημίωση από τον ΟΣΔΕΛ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται άλλου είδους πληθωρισμός που προστίθεται στον ήδη προβληματικό πληθωρισμό των βιβλίων. Αποτέλεσμά του: Η ομίχλη γύρω από το τι τελικά είναι καλό και αξίζει να διαβαστεί, να επιτείνεται.

Από την άλλη, λέω «ίσως όχι» γιατί αυτή η ολίσθηση στην απλή βιβλιοπαρουσίαση αλλοίωσε τον χαρακτήρα και την ιδρυτική ιδέα του στίγμαΛόγου. Η αρνητική κριτική είναι επιδραστική με πολλούς τρόπους: συνετίζει τον δημιουργό, εάν πλάνη οικτρά πλανάται για το λογοτεχνικό του αποτέλεσμα, και – το σημαντικότερο – βοηθά τον αναγνώστη να διαμορφώσει κριτήριο. Η αρνητική κριτική δρα σαν watchdog, δηλαδή σαν φύλακας της πύλης, επιτρέποντας να περάσει μόνο ό,τι αξίζει να διαβαστεί. Βέβαια, και στην περίπτωση της αρνητικής κριτικής, μπορεί κάποιος εμπαθής κριτικός να γράψει εκδικητικά, οπότε μιλάμε ενδεχομένως για δυσφήμηση, ή να γράψει προβοκατόρικα, μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί ντόρος γύρω από το όνομά του.

Πίσω στο βιβλίο της Χριστίνας Βρεττού, η νομικός αναγνωρίζει ότι η ελληνική νομολογία, σε αντίθεση με την αμερικανική ή την ευρωπαϊκή, δεν αντιμετωπίζει την ελευθερία της έκφρασης ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος και δεν της επιφυλάσσει κανονιστικό προβάδισμα. Νωρίτερα, αναφέρει ότι στη νομολογία των ΗΠΑ η παροχή στην ελευθερία της έκφρασης «του χώρου αναπνοής» που «χρειάζεται για να επιβιώσει» συνδέεται άρρηκτα με την αυτοκυβέρνηση των πολιτών και την αυτονομία του ατόμου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αναφέρει επίσης ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναγνωρίζει ρητώς την ελευθερία της έκφρασης ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος και προϋπόθεση της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας του.

Η ελευθερία της έκφρασης «περιλαμβάνει όχι μόνον πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ουδέτερες ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν. Το επιβάλλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και το ευρύ πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία». Αναγνωρίζεται επομένως στη δικονομία ότι η ελευθερία του λόγου έχει ελεγκτικό ρόλο που είναι ουσιώδης για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Στο δικό μας πεδίο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ουσιώδης για τη λειτουργία της ίδιας της λογοτεχνίας.

Αλλά εμείς της βιβλιοκριτικής μοιάζει να μην το θέλουμε αυτό το δικαίωμα, να το απεμπολούμε. Γιατί άραγε; Επειδή, τελικά, είμαστε κι εμείς μέσα στο μαγαζάκι της ποίησης και τους παράγοντές του; Ή επειδή προτιμάμε να ζούμε χωρίς ψυχικές αναστατώσεις, δικές μας ή των δημιουργών, σε καλό κλίμα και με ήσυχο το κεφάλι; Ίσως λίγο και από τα δύο.

Προσωπικά έχω να πω κάτι που πρώτος μου είχε πει ο Κώστας Βούλγαρης: καθένας κρίνεται από τα γραφόμενά του. Προσωπικά, δεν θα γράψω ποτέ για κάτι που δεν μου αρέσει ούτε θα προσπαθήσω να βρω νόημα σε κάτι που μου φαίνεται ότι γενικά το στερείται. Θα γράφω πάντα για βιβλία που θεωρώ ότι για κάποιον λόγο ξεχωρίζουν ή νιώθω ότι με αφορούν, οπότε ναι, θα κάνω απλά παρουσιάσεις όσων είχαν κάτι να μου πουν. Αλλά κι αυτό από μόνο του κάτι σημαίνει, νομίζω.

Και, στο ίδιο πνεύμα, στο στίγμαΛόγου θα φιλοξενούμε κείμενα τρίτων που και αυτοί κρίνονται, όπως όλοι μας, από τα γραφόμενά τους. Σε έναν εν πολλοίς αυτορρυθμιζόμενο χώρο καμία συνειδητή στάση δεν είναι άνευ σημασίας.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα