“Τα πλοία στην ομίχλη δεν τα βλέπει κανείς” του Τάκη Γκόντη
Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Μετά τη τελευταία του ποιητική του συλλογή με τίτλο «Διαλείπον εκκρεμές» (2019) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ο Τάκης Γκόντης επανέρχεται με μια νέα ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο «Τα πλοία στην ομίχλη δεν τα βλέπει κανείς». Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες. Η πρώτη είναι ομότιτλη της συλλογής και η δεύτερη έχει τον τίτλο «Εκμαγείο». Πρόκειται για μια εσωτερική ποίηση, ρεαλιστικά νεοτερική στη βάση της, η οποία φλερτάρει έντονα με τον υπερρεαλισμό, εμμένοντας σε μια πεσιμιστική διάθεση, καθώς η υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου καταδικάζει την ανυπαρξία και καταγγέλει την κοινωνική αδικία. Το ποιητικό σύμπαν του Γκόντη ξεδιπλώνεται σε έναν λόγο με αρκετά ρήματα κίνησης και ουσιαστικά, επιτρέποντας τα συναισθήματα και τις ονειρικές περιγραφές να αφηγηθούν έναν συμβολικά εσωτερικό λόγο, ο οποίος συχνά καταλήγει θλιμμένα καταγγελτικός.  «Τις λυπάμαι τις λέξεις τις αλυσοδεμένες σε φράσεις,/που μυρίζουν αναχρονιστική μούχλα, /προσηλυτιστική διδασκαλία και θρησκευτικό ρατσισμό./Θέλω να ανοίξω τα κλουβιά να πετάξουν./Να γίνουν πουλιά με μια ιδιαίτερη προτίμηση στους κοκκινολαίμηδες και στους τρυποφράκτες./Αλλά και τους σπίνους τους αγαπάω.» (Αδυναμίες)

Στα δώδεκα ποιήματα της πρώτης ενότητας, κυρίως μακροσκελή, η πρωτοπρόσωπη γραφή ενδύεται συχνά ουμανιστικό χαρακτήρα, καθώς περιγράφει ένα εσωτερικό ταξίδι, με εστίαση στον χρόνο την απώλεια, τη μοναξιά και την παραίτηση. Η επαναληπτική αφήγηση, οι ζωντανές περιγραφές, χρωματίζουν την παλέτα της ποιητικής γραφής του Γκόντη με χρώματα μουντά, καθώς το όνειρο εμπλέκεται σε μια ασπρόμαυρη πραγματικότητα. «Δεν υπάρχει άλλο χρώμα που να είναι παντού/όπως και το δικό μου το μαύρο,/που καταργεί τις αποστάσεις και τους φραγμούς, επιβάλλοντας κανόνες υποταγής.» (Ο μαύρος ιππόκαμπος). Η σιωπή και η απομόνωση, υπονοούν σαφώς τη φθορά που μπορεί να επιφέρει ο χρόνος και το ποιητικό υποκείμενο ξεκινά το εσωτερικό του ταξίδι με μια αφηγηματική, σχεδόν βιογραφική δομή, «…με την πλάτη στον ήλιο/και την αφή να ανιχνεύει διαρκώς το κενό» (Ο μαύρος ιππόκαμπος).

Ο θάνατος, ο έρωτας, η αγάπη, η απώλεια και η σιωπή αποτελούν το κίνητρο για την εσωτερική αναμόρφωση, «Η σιωπή στο σκοτάδι έχει ένα βάρος./Περιέχει, κατά κάποιον τρόπο, τον εαυτό της,/όπως ένα φέρετρο τον νεκρό.» κι αλλού, στην ίδια ποιητική σύνθεση, τα σύμβολα περιγράφουν το τετελεσμένο, την οριστική απουσία που υπογράφει η απώλεια και ο χρόνος, «…και πάλι κάποιους ήχους ακούω όταν θέλω./μακρινούς κι αυθύπαρκτους./Όπως το τρένο, που θα σφυρίξει για ημέρες σαράντα,/πριν χαθεί στην ομίχλη.»

Ο Γκόντης, σαν άλλος Καρυωτάκης, επανέρχεται με ένα συμβολικά περιγραφικό θάμπος και την μελαγχολία να κυριαρχεί υψώνοντας συχνά έναν κοινωνικά καταγγελτικό λόγο. «Η λύπη μου τώρα ολομόναχη,/ περνοδιάβαινε σοκάκια σκοτεινά…». (Άγριος καιρός) Το ποιητικό υποκείμενο, παρόλη την απόσυρση, δεν αποστρέφει το βλέμμα του από τα βάσανα των ανθρώπων. «Στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης με την αχλή/περνοδιαβαίνουν ανθρώπινες φιγούρες ισχνές,/ με τρόπο ωσάν να αιωρούνται/…Εκείνο που συγκλονίζει/σε αυτούς τους σιωπηλούς επισκέπτες/είναι τα μάτια τους, με το πελώριο ασπράδι,/όπου ολοκάθαρα μπορείς, άμα θέλεις, να διακρίνεις/οβίδες να εκρήγνυνται.» (Φυγάδες). Κι άλλες φορές δραπετεύει οι λέξεις του ποιητή στα πελάγη. Δανείζεται λίγη από την γαλάζια πατρίδα του Σεφέρη για να την υμνήσει θρηνώντας «…πατρίδα πολύχρωμη, προδομένη, με τις λαγόνες οροσειρές και πελάγη.» (Οι καιροί που δεν φταίνε).

Στα είκοσι τρία ολιγόστιχα -άτιτλα- ποιήματα της δεύτερης ενότητας η υπαρξιακή θλίψη αφορά τις λέξεις, καθώς αυτά στοιχίζονται το ένα μετά το άλλο ως συνέχειες, με λατινική αρίθμηση. Το ποιητικό υποκείμενο τιμά τον ποιητή, τον νοιάζεται «Οι ποιητές του μέλλοντος θα έρθουν/Κουβαλώντας ανάπηρες λέξεις/Παράπλευρα θύματα/ενός μάταιου πολέμου» (ΙΙ), εμπνέεται από τον έρωτα, «Ο ανέσπερος έρωτας/Ο ανάπαιστος στίχος/Ο ανέστιος ήχος» (XVII) και ίσως είναι η μόνη του ελπίδα για το μέλλον, μαζί με την αγάπη «Μα με τόση ελαφρότητα/Ευτυχώς κάπου κάπου/η αγάπη στον έρωτα/Βαραίνει σαν έρμα». (XVIII) Ο πεσιμισμός, η υπαρξιακή αγωνία, δεν εγκαταλείπουν το ποιητικό υποκείμενο, καθώς κινείται μελαγχολικά με συντροφιά τη ματαίωση και την τραγική ειρωνεία με έναν υπόκωφο διδακτισμό, ο οποίος δραπετεύει και εγγράφεται στις λέξεις του. Ωστόσο, η ελπίδα μιας ενδεχόμενης αναγέννησης, φωλιάζει συμβολικά, μα όχι συχνά, στις επωδούς του, «Το σπίτι πίσω βομβαρδισμένο/ ένα βουνό χαλάσματα/ Ελάχιστα πήρε μαζί/ Και λίγες φωτογραφίες/Και τα κλειδιά της εξώπορτας». Μπορεί ο ποιητής να θεωρεί την ομορφιά πλάνη, μα την υμνεί και ελπίζει κρυφά πως ίσως η ομορφιά που κρύβεται στην ποίηση να είναι η απάντηση. Ίσως αυτή αλλάξει την οπτική γωνία των πραγμάτων (ΧΧΙΙΙ), αφού, «Υπάρχει η πραγματικότητα/Και ο τρόπος που τη βλέπουμε…» (XXII) ._

 

Περισσοτερα αρθρα