Μια ιστορία ωρίμανσης που περνά από τον δρόμο της κατανόησης περιέχει αυτό το βιβλίο για παιδιά της Άλκηστης Χαλικιά. Πρωταγωνίστριά του είναι η Ματού, ένα κορίτσι γύρω στα 11-12, μια μικρή Γαλλίδα που μένει στην Πιγιόμ, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, «μια περιοχή που σίγουρα δεν την έχει ακούσει κανείς».
Η Ματού πηγαίνει στο σχολείο με τα πόδια. Μέχρι πέρυσι περπατούσε ως εκεί με τη μαμά της, αλλά από φέτος μόνη της γιατί η μαμά της πρέπει να προλαβαίνει το πρωινό τρένο για το Παρίσι, μετά την αλλαγή της δουλειάς της. Η Ματού επιστρέφει στο σπίτι επίσης μόνη της, αφού δείχνει ότι είναι υπεύθυνη: δεν αργεί πέρα από τις 2.30 και ειδοποιεί τη γειτόνισσα ότι επέστρεψε.
Μια μέρα που σχόλασε πιο νωρίς, παρατήρησε τα παπούτσια έξω από το τζαμί μπροστά από το οποίο περνούσε κάθε μέρα. Είδε μάλιστα το ζευγάρι αθλητικά που ήθελε και η ίδια να αγοράσει και το δοκίμασε! Μετά άρχισε να φαντάζεται σε ποιον θα μπορούσε να ανήκει και περίμενε να βγουν όλοι από το τζαμί για να διαπιστώσει αν έπεσε μέσα σ’ αυτό που φαντάστηκε. Από κείνη τη μέρα κοντοστεκόταν πάντα στο τζαμί, δοκίμαζε παπούτσια, φανταζόταν τους κατόχους τους και κατόπιν κοίταζε να δει ποιοι ήταν αυτοί που τα φορούσαν…
Λίγες εβδομάδες μετά, ήρθε μια Παρασκευή που την περίμενε καιρό: η μαμά της θα έφευγε νωρίτερα από τη δουλειά και οι δυο τους θα πήγαιναν στα μαγαζιά για να αγοράσουν τα αθλητικά που της άρεσαν και για παγωτό. Γύρισε λοιπόν σφαίρα στο σπίτι, χωρίς να σταματήσει στο τζαμί, και περίμενε. Όμως η μαμά της δεν ερχόταν. Ήρθε πάντως ο μπαμπάς της που της εξήγησε ότι η μαμά δεν μπόρεσε να φύγει νωρίτερα τελικά…
Η Ματού θύμωσε πολύ. Και, όταν η μαμά επέστρεψε, δεν ήθελε ούτε να της μιλήσει. «Μα μπες λίγο στα παπούτσια μου», την παρακάλεσε εκείνη. Η αγγλική φράση “be in someone’s shoes” σημαίνει «έλα στη θέση μου». Παράξενος ο αγγλισμός σε ένα γαλλικό υπόβαθρο σαν αυτό της ιστορίας (δεν υπάρχει στα γαλλικά κάτι αντίστοιχο), παρ’ όλα αυτά η συγκεκριμένη φράση έχει αρχίσει να ακούγεται στα ελληνικά – όπως πολλές παρόμοιες μεταφράσεις από ξένες γλώσσες που μεταφέρονται στην ελληνική αυτούσιες, παρ’ ότι υπάρχει ήδη κάτι αντίστοιχο στη γλώσσα μας. Η μαμά δεν μπορούσε να φύγει από τη δουλειά, γιατί φοβόταν ότι θα έχανε τη θέση της και αυτό θα ήταν πολύ κακό για όλη την οικογένεια.
Την επόμενη μέρα, η Ματού ξύπνησε πρώτη. Είδε τα παπούτσια της μαμάς της στον διάδρομο και τα φόρεσε. «Δεν δείχνουν πολύ όμορφα, αλλά είναι ακόμη ζεστά και αναπαυτικά», σκέφτηκε η Ματού. «Αν τα είχα δει στο τζαμί κι έπρεπε να μαντέψω σε ποια ανήκουν, θα έλεγα πως ανήκουν σε κάποια που…». Εκείνη την ώρα είδε τη μαμά της που είχε ξυπνήσει και την κοιτούσε. «Σε κάποια που κουράζεται πολύ», συμπλήρωσε στη σκέψη της, ενώ η μαμά της την αγκάλιαζε σφιχτά.
Η Ματού, μολονότι μοναχοπαίδι και σίγουρα συνηθισμένη να της κάνουν τα χατίρια, μπόρεσε να καταλάβει τη δύσκολη θέση στην οποία είχε βρεθεί η μητέρα της και να τη συγχωρήσει που αθέτησε την υπόσχεσή της. Άλλωστε πήρε τελικά τα αθλητικά που ήθελε!
Την όμορφη ιστορία της τρυφερής Ματού αποδίδει εικονογραφικά με το επίσης τρυφερό της χέρι η Φωτεινή Τίκκου.
Νεφέλη Π.