Τα όμορφα βιβλία όμορφα καίγονται

Λίγο πριν από την αλλαγή του έτους, συζητήθηκε αρκετά η καύση στη Χαλκίδα του βιβλίου του Ευγένιου Τριβιζά Όχι! Δεν θα μας μπείτε στη μύτη, που έχει στόχο την προστασία των παιδιών από την πανδημία. Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο περιέχει ένα παραμύθι για τον στρατηγό Κόβιντ-19 τον Μικροπρεπή που βοηθά τους εξωγήινους μυρμηγκοφάγους να καταλάβουν τον πλανήτη Γη. Διανεμήθηκε δωρεάν στα σχολεία της χώρας κατόπιν απόφασης της υπουργού παιδείας Νίκης Κεραμέως και περιέχει πρόλογο του γνωστού σε όλους μας καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Το παραμύθι, εκτός από την δωρεάν διανομή του στα δημοτικά σχολεία, έγινε και μουσικοθεατρικό έργο έπειτα από παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το κανάλι της.

Αυτό λοιπόν το βιβλίο αποφάσισαν να κάψουν γονείς-αρνητές των εμβολίων – και ίσως και της ύπαρξης του κορονοϊού. Το επιχείρημα τους ήταν ότι έτσι θα κατέστρεφαν την προπαγάνδα προς τα παιδιά τους, αφού το παραμύθι τα συμβούλευε να μείνουν προφυλαγμένα στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του lockdown για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, τους γονείς και τους παππούδες τους. Στις πλάνες και τις θεωρίες συνωμοσίας στις οποίες μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε ανάλογες καταστάσεις έχω αναφερθεί σε παλιότερο άρθρο μου στη Δημοσιογραφία, όμως η ανάληψη τέτοιου είδους δράσης εξαιτίας αυτών των πλανών είναι κάτι που ξεπερνάει τα όρια και αυτό επειδή η πράξη αυτή καθαυτή είναι απολύτως κατακριτέα.

Η καύση βιβλίων από οποιονδήποτε είναι μια μορφή ακραίας λογοκρισίας και συνοψίζει την προσπάθεια ελέγχου της κουλτούρας που αυτά εκφράζουν: συνιστά δηλαδή ουσιαστικά άμεση βολή ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Σαν πράξη, η καύση βιβλίων έχει μακρά και σκοτεινή ιστορία. Στους νεότερους χρόνους, η πιο γνωστή είναι εκείνη που διέπραξε το ναζιστικό καθεστώς.

Η συγκεκριμένη καύση πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου 1933, στο πλαίσιο της προσπάθειας των γερμανικών αρχών να επιβάλουν την ιδεολογία και την πολιτική των Ναζί. Σε αυτή τους την προσπάθεια συνέδραμε ο Εθνικοσοσιαλιστικός Γερμανικός Σύνδεσμος Φοιτητών, καθώς οι Γερμανοί φοιτητές αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή του πρώιμου ναζιστικού κινήματος και, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, πολλοί είχαν προσχωρήσει στις τάξεις διαφόρων ναζιστικών ομάδων. Ήταν λοιπόν οι φοιτητές οι οποίοι κατέληξαν στις 10 Μαΐου 1933 να κάψουν πάνω από 25.000 «αντιεθνικά» και «αντιδραστικά» κατά τη γνώμη τους βιβλία: μεταξύ αυτών, βιβλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, του Καρλ Μαρξ, αλλά και συγγραφέων που επέκριναν την «μπουρζουαζία», όπως ο Αυστριακός Άρθουρ Σνίτσλερ. Επίσης, συγγραφέων που συνιστούσαν «αρνητικές επιρροές από το εξωτερικό», όπως του Αμερικανού Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ή και από το εσωτερικό, όπως του Γερμανού νομπελίστα Τόμας Μαν, αλλά και πολλών άλλων ακόμη.

Και στη χώρα μας όμως, τρία χρόνια αργότερα από τη σκοτεινή εκείνη χρονιά, το 1936, η δικτατορία Μεταξά απαγόρευσε περίπου 445 τίτλους βιβλίων και προχώρησε στην καύση αρκετών από αυτούς. Ανάμεσά τους, βιβλία των Ζαχαρία Παπαντωνίου και Στράτη Μυριβήλη, αλλά και αρχαίων συγγραφέων, όπως του Σοφοκλή, του Περικλή και του Πλάτωνα. Η αρχή των καύσεων έγινε στην Αθήνα, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τα Προπύλαια στις 8 Αυγούστου 1936 και τη σκυτάλη στη συνέχεια πήραν άλλες πόλεις, ενώ στη Θεσσαλονίκη οργανώθηκε ολόκληρη φιέστα καύσης δίπλα από τον Λευκό Πύργο.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η πρόσφατη πράξη καύσης αντιτύπων του βιβλίου του Ευγένιου Τριβιζά δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως συνέχεια της πιο πάνω φρικαλέας παράδοσης και να συνηχήσει με τις ολοκληρωτικές κραυγές και πεποιθήσεις που βρίσκονταν στον πυρήνα ανάλογων αποτρόπαιων πράξεων. Επιπλέον, αποτελεί ανησυχητικό σημείο αυτοδικίας από ανθρώπους που αρνούνται να δουν ολόκληρη την εικόνα της σημερινής κατάστασης. Οι σχετικές φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν σε όλα τα Μέσα ανακάλεσαν αποτροπιαστικές στιγμές που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη συλλογική μνήμη και που όλοι πιστεύαμε ότι στον 21ο αιώνα θα είχαν πια εκλείψει – σε μια χώρα του δυτικού κόσμου όπως η Ελλάδα τουλάχιστον.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα