Συνεχίζοντας τις συνεντεύξεις με εκδότες μικρότερων εκδοτικών οίκων που στοχεύουν πρωτίστως στην ποιότητα, μιλήσαμε με τον επικεφαλής των εκδόσεων Loggia, Νίκο Κουφάκη.
Χριστίνα Λιναρδάκη: Πρόσφατα μου χάρισαν το βιβλίο «Χαίρομαι που είμαι εδώ» του Άλντεν Νόουλαν σε επιλογή και μετάφραση Γιάννη Παλαβού. Εντυπωσιάστηκα από την ποιότητα της έκδοσης και θέλησα να σας συστήσω στο αναγνωστικό κοινό. Πώς ξεκινήσατε τη Loggia, κ. Κουφάκη; Δεν είναι εύκολος χώρος, ο χώρος του βιβλίου. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, υπάρχουν οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι. Ποια είναι η δική σας μοναδική πρόταση για τους αναγνώστες;
Νίκος Κουφάκης: Καταρχήν, κυρία Λιναρδάκη, χαίρομαι ειλικρινά για την πολύ θετική σας εντύπωση και τη διάθεσή σας να συστήσετε τις εκδόσεις μας στο κοινό! Η Loggia έχει πίσω της μια ιστορία παράλληλη με την προσωπική μου πορεία στο χώρο των γραμμάτων. Το γεγονός αυτό μας έδωσε το έναυσμα για μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση στα βιβλία μας: «Πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα». Με δυο λόγια μας ενδιαφέρει να συστήσουμε στους έλληνες αναγνώστες συγγραφείς νέους, όχι απαραίτητα σε ηλικία. Συγγραφείς (από το διεθνές λογοτεχνικό τοπίο) που αν δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, δεν έχουν ακόμα βρει το δρόμο τους στα ελληνικά. Είχα (και διατηρώ ακόμα) την πεποίθηση ότι αυτή η στοχευμένη επιλογή δίνει νόημα στο εγχείρημα της Loggia, μέσα στο πλούσιο εκδοτικό «οικοσύστημα» της χώρας μας.
Χ.Λ.: Και η επιλογή του ονόματος; Τι σημαίνει Loggia και γιατί ξενόγλωσσος ο τίτλος;
Ν.Κ.: Η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη, συγκεκριμένα από το Ηράκλειο. Ένα σπουδαίο τοπόσημο της πόλης, και ίσως το ωραιότερο κτίσμα της, είναι η Loggia/Λότζια, το δημαρχείου του Ηρακλείου. Ιστορικά το κτήριο φιλοξένησε, μεταξύ άλλων, την Λέσχη των Ευγενών, στα χρόνια των Ενετών. Βρήκα την ονομασία κατάλληλη, πρώτον γιατί μου «μιλάει» συναισθηματικά. Έπειτα η Loggia, ως εικόνα και στοιχείο αρχιτεκτονικό, δηλαδή ο στεγασμένος, αλλά συγχρόνως ανοιχτός χώρος συνάντησης, που «υποδέχεται» ανθρώπους να συνομιλήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις, έχει μια «ποιητική» διάσταση, με τη διπλή έννοια της λέξης: ποιητική και δημιουργική. Όλοι αυτοί οι συνειρμοί λειτούργησαν αποφασιστικά μέσα μου. Οπότε «και το όνομα αυτού: Loggia», στα λατινικά, ασφαλώς, καθώς όπως εύκολα παρατηρεί κάποιος στα λατινικά η λέξη διατηρεί στη γραφή της συμμετρίες εικαστικές, που στα ελληνικά μάλλον χάνονται.
Χ.Λ.: H Loggia δεν έχει προς το παρόν πολλά βιβλία στο ενεργητικό της, αλλά είναι όλα αξιόλογα. Και έχουν και όλα παρόμοια εμφάνιση που λειτουργεί κάπως και σαν σήμα κατατεθέν σας: μονοχρωματικά εξώφυλλα με ωραία ζυγισμένους τίτλους σε σύγχρονη γραμματοσειρά. Όμως διαφορετικά χρώματα, κάποιες φορές επαναλαμβανόμενα. Σημαίνει κάτι κάθε χρώμα;
Ν.Κ.: Το δεύτερο στοιχείο ταυτότητας του εκδοτικού μας οίκου είναι ο διαχωρισμός των βιβλίων μας σε σειρές. Η πράσινη σειρά είναι χονδρικά για το μυθιστόρημα. Η κίτρινη σειρά για το διήγημα και τη νουβέλα. Στο μοβ βγαίνει η ποίηση. Τέλος εγκαινιάσαμε και την κόκκινη σειρά που αφορά Ego-documents ή Μαρτυρίες, όπως θα λέγαμε παλαιότερα. Η μονοχρωμία οφείλετε σε μια εμμονή δική μου: η εικόνα των βιβλίων μας ήθελα να προκύπτει από το χρώμα του εξωφύλλου και τη σύνθεση των τυπογραφικών στοιχείων, χτυπημένα με θερμοτυπία και γκοφρέ, στο πνεύμα της παραδοσιακής τυπογραφίας. Η καλλιτεχνική επιμέλεια και ο σχεδιασμός των βιβλίων μας έγινε από τον Γιάννη Κουρούδης του K2 design.
Χ.Λ.: Πώς γίνεται η επιλογή των βιβλίων σας και ιδίως των ξένων;
Ν.Κ.: Σε γενικές γραμμές, αγαπάμε την λογοτεχνία όπως την ξέρουμε (παράδοση), αλλά δεν παύουμε να είμαστε έτοιμοι να αγαπήσουμε και τη λογοτεχνία όπως γράφεται στις μέρες μας (νέες τάσεις). Ειδικότερα, συνήθως αφήνω τους συνεργάτες μου (μεταφραστές) να μου προτείνουν πράγματα και στη συνέχεια γίνεται η επιλογή για το σχηματισμό του εκδοτικού προγράμματος (με διάθεση να ισορροπήσουμε μεταξύ «παράδοσης» και «νέων τάσεων»).
Χ.Λ.: Το αποτέλεσμα των εκδόσεών σας, από την πλευρά του κειμένου αρχικά, είναι άριστο. Θέλω να πω, η μετάφραση του Γιάννη Παλαβού στο βιβλίο που μου χάρισαν είναι απλά υποδειγματική. Γίνεται όμως επιμέλεια και από τον εκδοτικό οίκο, σωστά;
Ν.Κ.: Σας ευχαριστώ και πάλι για τα θερμά σας σχόλια! Όντως η δουλειά του Γιάννη Παλαβού στο βιβλίο του Νόουλαν μας κάνει να αισθανόμαστε υπερηφάνεια. Ως προς το ερώτημά σας, δεν υπάρχει βιβλίο το οποίο δεν περνάει από επιμέλεια, όχι μόνο για εμάς, αυτό ισχύει γενικότερα (ή, τουλάχιστον, αυτό επιβάλλεται να συμβαίνει, ώστε να βγαίνει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα). Η φροντίδα στην επιμέλεια του κειμένου και στο τυπογραφικό του στήσιμο είναι ένα στοίχημα που μπαίνει για όλα μας τα βιβλία.
Χ.Λ.: Έχετε και μερικά ελληνικά ονόματα, είδα. Πώς μπορεί ένας Έλληνας συγγραφέας ή ποιητής να εκδώσει σε εσάς; Πρέπει να είναι πρωτοεμφανιζόμενος;
Ν.Κ.: Το πρόγραμμά μας, ασφαλώς και περιλαμβάνει Έλληνες. Μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, ωστόσο ξεκινήσαμε με ξένους για να δώσουμε το στίγμα μας πριν εμφανιστούν οι πρώτες προτάσεις από έλληνες πεζογράφους ή ποιητές. Όντως, όπως είπαμε και προηγουμένως, οι προτάσεις που αξιολογούνται από τη Loggia αφορούν έλληνες συγγραφείς που εμφανίζονται για πρώτη φορά. Η Εύα Μπέη με το βιβλίο της Με τον Νίκο Καρούζο-Ημερολόγιο ήταν η πρώτη Ελληνίδα που βγάλαμε. Ακολουθούν και άλλα, όπως οι Νεανικές επιστολές, του Νίκου Σκαλκώτα (σε επιμέλεια-επίμετρο Κωστή Δεμερτζή).
Χ.Λ.: Σας επηρέασε η συγκυρία της πανδημίας;
Ν.Κ.: Μα, ξέρετε, βγάλαμε τα πρώτα μας βιβλία τον Ιούνιο του 2021, σε συνθήκες ζοφερές και υπερβολικά αβέβαιες. Θα μου πείτε «έχετε τάσεις ηρωισμού;». Όχι, από όσο ξέρω. Πάντως, αυτό που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαντάζει ηρωικό, στην πραγματικότητα ήταν ένα εγχείρημα που μετρούσε τότε δύο με τρία χρόνια προετοιμασίας, οι υποχρεώσεις έτρεχαν ήδη και τα βιβλία έπρεπε να κυκλοφορήσουν… Κατά τα άλλα η πανδημία, σε γενικές γραμμές, όχι μόνο στην Ελλάδα, ευνόησε μάλλον το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού (ποσοτικά).
Χ.Λ.: Πώς θα θέλατε να δείτε τη Loggia στο μέλλον;
Ν.Κ.: Ας ξεκινήσουμε από τα άμεσα. Θα θέλαμε να εδραιώσουμε (και να διευρύνουμε) τη σχέση εμπιστοσύνης που αναφαίνεται σιγά-σιγά με μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Χωρίς αυτήν, δεν πας πουθενά. Συγχρόνως χρειάζεται να διευρύνουμε (και να εδραιώσουμε) ένα δίκτυο συνεργατών (οι οποίοι θα μας βγάζουν ασπροπρόσωπους, σε όσα εκδίδουμε). Χωρίς αυτούς, πάλι δεν πας πουθενά. Θέλουμε, τέλος, να σταθεροποιήσουμε αριθμητικά το εκδοτικό μας πρόγραμμα σε έναν αριθμό που δεν θα υπερβαίνει κατά πολύ την δεκάδα ανά έτος.
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Λιναρδάκη, για την ευκαιρία που μου δώσατε για να μιλήσω για τις εκδόσεις Loggia!
Χ.Λ.: Εμείς σας ευχαριστούμε!