Η σειρά 4×4 των εκδόσεων ΑΩ έχει δημιουργηθεί για να φιλοξενήσει στις σελίδες της μια παρέα από τέσσερις ποιητικές φωνές που συνομιλούν μεταξύ τους σε μια συνάντηση παντός καιρού, όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Είναι μια ωραία πρωτοβουλία που προσφέρει στην ποιητική δημιουργία έναν κοινό τόπο για να εκφραστεί, βγάζοντάς την από την εγγενή μοναξιά της, προσφέροντάς της τη δυνατότητα να συνυπάρξει με τα έργα άλλων ποιητών, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση συλλογικότητας που τόσο λείπει στις μέρες μας. Παράλληλα κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος ανακαλύπτει τον πλούτο της φαντασίας και τις πρωτότυπες μορφές που παίρνει η ποιητική έμπνευση μέσα από τις διαφορετικές ποιητικές τεχνικές που επιλέγει για να εκφραστεί ο κάθε ποιητής, τον τρόπο που το υλικό της ζωής μετατρέπεται σε ποίηση από την πένα διαφορετικών δημιουργών.
Στο τρίτο βιβλίο της σειράς συμμετέχουν με τις νέες ποιητικές συλλογές τους και συνομιλούν για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας και τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, οι ποιήτριες Χλόη Κουτσουμπέλη (Τα άλλα), η Ηρώ Νικοπούλου (Στεγασμένα και Υπαίθρια), η Λιάνα Σακελλίου (Σκιασμών), η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου (Σημειωματάριο της κακής υγείας), όλες καταξιωμένες κυρίες της ποίησης.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη ανανεώνει μύθους και παραμύθια προσαρμόζοντάς τα στη σημερινή πραγματικότητα και θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα για το αν υπάρχει στη ζωή τυχαιότητα ή όλα είναι προδιαγεγραμμένα να συμβούν, προκειμένου να μιλήσει για τις αόρατες δυνάμεις που κυβερνούν τις ζωές των ανθρώπων στο διχασμένο κόσμο μας. Οι τρεις μοίρες εμφανίζονται στους στίχους της και φιλοσοφούν πάνω στην τυχαιότητα, θυμίζοντας ότι είναι θέμα τύχης ο τόπος που θα γεννηθεί κανείς, το φύλο, το χρώμα επιδερμίδας, η οικογένεια και ότι το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ότι κάποτε θα υπάρξει ένα τέλος.
Η ποιήτρια μιλάει για αυτό το άγριο είδος μοναξιάς που κυριεύει τον άνθρωπο με το πέρασμα του χρόνου, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι και η ζωή αδειάζει σταδιακά από τους αγαπημένους ανθρώπους. Ωστόσο, αυτό είναι μια φυσική εξέλιξη γιατί σημαίνει ότι η ζωή έχει κάνει ως εκείνη τη στιγμή ομαλά τον κύκλο της και τα παιδιά έχουν βρει το δρόμο τους. Τότε, στην ποίησή της εμφανίζονται «τα Άλλα», εκείνα τα παιδιά που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ γιατί τα ρούφηξε «το λαίμαργο στόμα μιας ταραγμένης θάλασσας», γιατί ήταν της μοίρας τους γραφτό να γεννηθούν στη λάθος πλευρά του κόσμου «και μια καμπουριασμένη γριά με ένα ψαλίδι αναίτια έκοψε το νήμα της ζωής τους»… Η ποιήτρια τα ακούει να κατοικούν κρυμμένα στα άδεια παιδικά δωμάτια, βρίσκει σημάδια από την παρουσία τους στο σπίτι της…Οφείλουμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτά, να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε τη μοίρα τους, γιατί «και τα Άλλα δικά μας είναι».
Όταν η πόρτα κλείσει,/ μετά το ξεπροβόδισμα και τις αγκαλιές,/ το σπίτι γέρνει παράξενα κουτσό./ Και τότε από τα αυτιά των τοίχων μελωδία παιδική,/ ήταν ένα μικρό καράβι,/ ήταν ένα μικρό καράβι,/ που βουλιαξε χωρίς επιστροφή,/ στο μάρμαρο βρεγμένες πατημασιές/ τα μεσάνυχτα ψίχουλα στο τραπέζι/ πολλές φορές στους καθρέφτες/ δύο τεράστια μάτια λυπημένα/ και τις προάλλες κάτω από τον καναπέ ένα παπουτσάκι… «Τα άλλα»
Η Χ. Κ. έχει τη μαγική ικανότητα, μέσα από μικρές λεπτομέρειες, όπως ένα παιδικό τραγουδάκι «ήταν ένα μικρό καράβι» ή μια βρεγμένη παιδική πατημασιά, να ανασυνθέτει στο μυαλό μας τις μεγάλες δυστοπίες του κόσμου μας· τους πρόσφυγες που έρχονται από τη θάλασσα, την τραγικότητα του πολέμου.
Η ποίησή της φιλοξενεί μια άλλη εκδοχή της γέννησης του κόσμου και μας αποκαλύπτει την απαρχή της μάχης των φύλων. Ίσως το σκοτάδι που κάλυπτε τότε τα πάντα να ήταν ένα θηλυκό σκοτάδι και η φωνή μιας θεάς και όχι ενός θεού να άρθρωσε το πρώτο «Θέλω» που έκανε το θαύμα αληθινό και «ο κόσμος έσκασε σαν αυγό»… Ίσως θέλησε να δει την εικόνα της για να μάθει ποια είναι και αίφνης γεννήθηκε η «Πρώτη» γυναίκα που «μες στην ερημιά του τότε προσκάλεσε τον Πρώτο άνδρα». Ωστόσο, η αγάπη τους δεν κράτησε πολύ γιατί το μήλο που τους πρόσφερε το φίδι είχε τη γλυκιά γεύση της εξουσίας και αίφνης ο έρωτας έγινε «αντέρωτας» και διαμάχη για το ποιος θα κυριαρχήσει πάνω στον άλλον («Στον κήπο» και «IV. Η πρώτη δίκη»).
Η ποιήτρια αποκαλύπτει την τραγικότητα και το έλλειμμα αγάπης που υπάρχει στον κόσμο μας και αναλογίζεται τις δυνατότητες για μια νέα αρχή, μέσα από μια αλλαγή νοοτροπίας που θα αποκαθιστούσε την ισότιμη θέση της γυναίκας στον κόσμο, αναγνωρίζοντας ότι αποτελεί μια από τις όψεις του ίδιου νομίσματος που ακούει στο όνομα άνθρωπος. Όταν η γυναικεία φωνή ακουστεί ισότιμα δίπλα στην ανδρική, τότε θα έχει γίνει το πρώτο βήμα για να συμβεί το θαύμα που θα ενώσει το διχασμένο κόσμο μας με συγκολλητικό υλικό τη συντροφικότητα και την αγάπη.
Η ποιήτρια Ηρώ Νικοπούλου στη συλλογή της «Στεγασμένα και Υπαίθρια» γράφει ποιήματα που φανερώνουν τη μεγάλη αγάπη της για τα ζώα και τη φύση, αλλά και την ανησυχία της για τα σπάνια είδη που εξαφανίζονται, τη γη που γερνάει. Η ποιήτρια δείχνει πόσο ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με τα ζώα σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του. Η ποίησή της μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και γράφει συγκινητικές ιστορίες γι’ αυτά τα αρχαία πλάσματα που κατοικούν από καταβολής κόσμου τον πλανήτη για να αναλογιστούμε πόση μοναξιά θα νιώθαμε και πόσο άδεια θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτά. Στην ποίησή της η μικρή αράχνη υφαίνει τον ιστό του χρόνου «στην όαση της Ντάκχλα/ στη μέση της ερήμου/ στο κοιμητήρι το παλιό/ με τις ελληνικές επιγραφές/ τη σαβανώτρα αράχνη…». Στο ποίημα «Υποκατάστατα» αφηγείται την ιστορία του ορφανού μπαμπουίνου που για λίγο το ποιητικό υποκείμενο υπήρξε υποκατάστατο της μητέρας του, μέχρι το τέλος των διακοπών, σε ένα νησί του Νότου. Ο τζίτζικας που εδώ εμφανίζεται με την αρχαία ονομασία του «Τέτιξ», στο ομώνυμο ποίημα, θυμίζει πόσους αιώνες τώρα αυτά τα πλάσματα τραγουδούν και ομορφαίνουν τα καλοκαίρια μας και η παρουσία τους συντροφεύει τους ανθρώπους. «Τα σκυλιά είναι τα κομμάτια της ψυχής μας τα αδέσποτα, ενώ οι γάτες ρουφάνε τη θλίψη μας»…
Η ποιήτρια Λιάνα Σακελλίου στη συλλογή της περί «Σκιασμών» μιλάει για τη ζωή που κρύβεται στις σκιές και φιλοτεχνεί ατμόσφαιρες και καταστάσεις με το δικό της περίτεχνο τρόπο. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως πίσω από τα αμίλητα πρόσωπα των θαμώνων ενός οίκου ευγηρίας πάλλεται μια έντονη εσωτερική ζωή. Το πολύ όμορφο και συγκινητικό ποίημα «Εσύ, εγώ και το σπίτι σου» περιγράφει την ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων που βρίσκονται στο ίδιο γηροκομείο μέσα από το παραλήρημα ενός ανοϊκού μυαλού. Οι σκόρπιες μνήμες εκείνης που πάσχει από άνοια τη μεταφέρουν στο χώρο και στο χρόνο και βιώνει σαν να ήταν χθες τα γεγονότα που κάποτε συνέβησαν. Η αφήγηση συνδέει σταδιακά όλα τα κομμάτια της ιστορίας και μας θυμίζει ότι μόνο αν ενδιαφερθούμε για τον άλλον θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τους θησαυρούς που κρύβει στην ψυχή του. Συγχρόνως, θυμίζει και την άδικη περιθωριοποίηση των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας. Ωστόσο, η ποίησή της δεν σταματάει εκεί, αλλά κάνει υπερρεαλιστικές πτήσεις πάνω από το Δέλτα του Δούναβη, μιλώντας, μέσα από το στόμα των υδρόβιων πλασμάτων που ζουν εκεί, για την καταστροφή των βιοτόπων από τα λήμματα που φέρνει ο πόλεμος και τα πυρηνικά εργοστάσια στα νερά του: …«εδώ οι εμπόλεμες ζώνες, τα στρατόπεδα/ οι πυρηνικοί αντιδραστήρες υγροποιούνται,/ μας βρέχουν με όλα αυτά τα πράγματα/ τα αγγελικά», στο ποίημα «Danube écorché». Στη συνέχεια, μας ταξιδεύει σε μια άλλη ήπειρο, «μεγάλη και πλούσια», στο μουσείο Μπρίσκο στο Σαν Αντόνιο, στην πολιτεία του Τέξας και μας ξεναγεί στα εκθέματά του που αφηγούνται τη ζωή των ινδιάνικων φυλών που έζησαν κάποτε στα εδάφη του και εξοντώθηκαν σιγά σιγά, από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες, αποκαλύπτοντάς μας την αρχαιότερη πληγή του κόσμου: τη δίψα του ανθρώπου για χρήμα και εξουσία, την ανάγκη του να κυριαρχήσει πάνω στον άλλο άνθρωπο. Στην ποίησή της αναδύεται η αρχέγονη μνήμη του νερού και μας μιλάει για την πρώτη «ανθρώπινη μέρα του», τη γέννα που μοιάζει «με τρόμο πρωτόγνωρο/ πρωτόγνωρη μνήμη νερού», αναλογίζεται τον λόγο για τον οποίο γεννηθήκαμε. Ο κόσμος δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει αν ο άνθρωπος δεν μάθει να αφουγκράζεται το αόρατο πίσω από το ορατό, τις κρυφές διεργασίες που συντελούνται στον κόσμο και να διακρίνει τα σημάδια της φθοράς ώστε να προσπαθήσει να τα αναστρέψει.
Η ποιήτρια Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γράφει ένα απολαυστικό «Σημειωματάριο της κακής υγείας», με αφορμή μια παροδική διαμονή της στο νοσοκομείο και έρχεται αντιμέτωπη με το νεανικό εαυτό της, αυτό το επαναστατημένο κορίτσι, …μισό κορίτσι- μισό έγκαυμα που το’χει ικανό να ρίξει μια κοτρώνα απ’ το δρόμο στα τζάμια του νοσοκομείου και να τραβήξει, να βγάλει τον ορό… Ακούει «τα γέλια του ανίκητου εχθρού της κάτω από το μαξιλάρι» και μας ταξιδεύει στον ανήσυχο ύπνο της, όπου κυνηγημένα ελάφια ψάχνουν εξόδους διαφυγής… Σε κάποιον άλλον υπέρυθρο κόσμο/ όπου διαθλώνται εικόνες ελαφιών/ να πίνουνε βακίλους στο ποτάμι/ κι επάνω από τα αστραφτερά κέρατά τους/ θροΐζουν προφητικά, μεγαλόπρεπα/ τα δέντρα των αδιάβατων δασών./ Μα ποιος ν’ ακούσει τον χρησμό; Παχύς κι αβέβαιος/ Εγκαταλείπεται ο καθείς στο χειρουργείο»…
Η ποιήτρια καταγράφει αρχικά τις επαναστατημένες σκέψεις του ανθρώπου που αρρωσταίνει σοβαρά, ίσως για πρώτη φορά, και αρνείται να συμβιβαστεί με την κατάσταση αδυναμίας που του προξενεί η ασθένειά του, μέσα από ένα διασκεδαστικό διάλογο με τον εαυτό της. Ωστόσο, μόνο όταν αποδεχθεί την κατάστασή της ο λόγος της θα ωριμάσει και θα γίνει μια σπουδή πάνω στη θνητή μας φύση, διεισδύοντας κάτω από το δέρμα του ανθρώπου που νοσεί. Τότε θα μας μιλήσει για τον τρόπο που κυλούν οι ώρες στα νοσοκομεία, τις κρυφές ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, την ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να μηχανεύεται τρόπους για να ελευθερωθεί από την ακινησία και τη μοναξιά του, τον άσπρο τοίχο που όταν μένει προσηλωμένο εκεί το βλέμμα για πολύ γίνεται θάλασσα.
Τέσσερις ιδιαίτερες ποιητικές φωνές συνομιλούν μεταξύ τους για όσα αγαπούν, την τέχνη, τη φύση, την ομορφιά της ζωής και νιώθουν βαθιά θλίψη για τα ωραία πράγματα που χάνονται και μαζί τους η ψυχή του κόσμου συρρικνώνεται. Στην ποίησή τους κυοφορούνται όνειρα που ακόμα κανείς δεν τα τόλμησε και περιμένουν να γίνουν αληθινά, φιλοτεχνώντας σε μια γόνιμη συνάντηση το όραμά τους για τον κόσμο.
Κατερίνα Τσιτσεκλή