Χωνόμαστε στην ατμόσφαιρα ενός πυκνού απέραντου δάσους με πολυποίκιλα δέντρα και βλάστηση, με τα διαφορετικά ζώα, ερπετά, έντομα και πουλιά να κατοικούν στην επικράτειά του. Η νουβέλα Συλλέκτης μανιταριών του Κώστα Αρκουδέα (εκδόσεις Καστανιώτη, 2023), σαν παραμύθι, μας μεταφέρει βαθιά εκεί μέσα, κάνοντάς μας παρατηρητές του κόσμου του. Κι ενώ ο μύθος εκτυλίσσεται σε δυο αλληλένδετες αφηγήσεις, γευόμαστε, μυρίζουμε, ακουμπάμε και βλέπουμε την ομορφιά, τους τρόπους επιβίωσης των φυσικών του κατοίκων, τους «σκληρούς» νόμους που τους διέπουν και καταδυόμαστε σε φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις για τη φύση και τον άνθρωπο δια στόματος του κόρακα, της σεκόγιας, του λύκου, του συλλέκτη μανιταριών. Ναι, εκεί όλα μιλάνε την ανθρώπινη λαλιά, εκφράζουν τον κόσμο που αιμοδοτεί την ύπαρξή μας. Λιγότερο φλύαρα παραμένουν μόνο τα μανιτάρια, αν και κατέχουν κομβικό ρόλο στην ιστορία. Εξαιτίας τους οι άνθρωποι εισχωρούν στο σύστημά του, τα αναζητούν, τα συλλέγουν. Η παρέμβασή τους δίνει κλότσο στο κουβάρι της πλοκής να ξετυλιχτεί.
«Η αναζήτηση μανιταριών έγινε γι’ αυτούς ένα είδος φυγής, ένας τρόπος απόδρασης, ακόμη και μια πράξη διαμαρτυρίας για όσα βίωναν καθημερινά στις πόλεις. Η ζωή στα δάση τους φαινόταν προσιτή, ειρηνική, πλήρης. Μια όαση στην ερημιά του σύγχρονου κόσμου…»
Όμως, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα, η εισβολή του ανθρώπου στην παρθένα φύση θα προξενήσει τη «δυσφορία» της, αναταραχές και ανατροπές. Ο λύκος είναι ο πρώτος που «λυσσάει στην κυριολεξία», βλέποντας να απειλείται ο ζωτικός του χώρος. Θα προβεί σε αντιδράσεις και αντίστοιχα θα αντεπιτεθούν και τα ανθρώπινα όντα: «Η διάνοια των λύκων φόβιζε πάντα τους ανθρώπους.[…]Ήταν έγκλημα να πειράξει κανείς λύκο-ήταν σαν να προκαλούσε την άβυσσο».
Στη νουβέλα οι διάνοιες του λύκου και του συλλέκτη μανιταριών θα φτάσουν να αναμετρηθούν. Θα ξεπεράσουν τον ριζωμένο φόβο του ενός για τον άλλο και θα εμπλακούν σε μια μακρά συνομιλία προσέγγισης που καταδύεται στα μύχια της σκέψης, των προβληματισμών και της ανησυχίας για τη ζωή και την ύπαρξη.
«Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους και λύκους», είπε ο συλλέκτης. «Αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος είναι ένα σώμα, ο άνθρωπος είναι το κεφάλι και ο λύκος το σώμα».
«Ο μανιταροσυλλέκτης τι είναι;»
«Η καρδιά. Προσφέρει σταθερότητα. Και ισορροπία. Συγχρονίζει τις διαφορετικές λειτουργίες του σώματος»
Κρύο, υγρό, βυθισμένο στην ομίχλη, με το χιόνι να πέφτει, το δάσος έμοιαζε να τηρεί στάση αναμονής.
Η νουβέλα ξετυλίγεται με εναλλαγές των αφηγήσεων από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, από την μια εκείνης του σοφού κόρακα προς τα μέλη του βασιλείου του δάσους για την ιστορία της μανίας που επικράτησε ανάμεσα στους ανθρώπους για τη συλλογή μανιταριών, προκαλώντας καταστροφικές αλλαγές και αναταραχές και από την άλλη της συνομιλίας ενός μεμονωμένου συλλέκτη μανιταριών και του αρχηγού μιας αγέλης λύκων.
Η όλη αφήγηση διαβάζεται σαν μια ονειρική διαδικασία διείσδυσης στους νόμους της φύσης και της ανθρώπινης σκέψης. Ο μύθος, με τον έξοχο χειρισμό του από την έμπειρη πένα του Κώστα Αρκουδέα, λειτουργεί ως εύληπτη διαμεσολάβηση για κατανόηση των όσων έχει να πει και να προβληματίσει ο συγγραφέας, πάνω σε πολλά μείζονα θέματα της εποχής μας, με βάση το φυσικό περιβάλλον που συνιστά την μήτρα ύπαρξης όλων μας.
Οι εικόνες από το δάσος αναδύονται με τρυφερότητα και το δάσος παρουσιάζεται ως ζων οργανισμός που αναπνέει και αισθάνεται. Οι διαθέσεις του συγγραφέα εκφράζονται με λόγο ποιητικής ευαισθησίας. Από την άλλη, τα τεκταινόμενα μεταξύ συλλέκτη και λύκου, ως επί το πλείστον, λαμβάνουν χώρα στο πεδίο της ανταλλαγής στοχασμών, προβληματισμών και διαπιστώσεων και λιγότερο ως πράξεις, στοιχείο που καθιστά αυτή τη νουβέλα των 120 σελίδων πολύ μακρύτερη, με όλα όσα προκαλεί τον αναγνώστη ν’ αναλογιστεί.
Μια ιστορία με οικολογική συνείδηση και ευαισθησία, που θέτει “επί των τύπων των ήλων” πολλά φλέγοντα προβλήματα που προξενεί στον πλανήτη το ανθρώπινο είδος.
Εντέλει, ποιος είναι ο λύκος και ποιος ο συλλέκτης μανιταριών ;
«Ο ίδιος γνώριζε πως τα δέντρα και τα φυτά διαθέτουν μνήμη και ευαισθησία. Κουράζονται, θλίβονται, πληγώνονται. Οι παλμοί τους μοιάζουν με τους παλμούς στην καρδιά των ζώων. Έχουν την ικανότητα να επικοινωνούν τηλεπαθητικά με όλα τα έμβια. Δεν αντιλαμβάνονται απλώς τον άνθρωπο, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις του, αλλά μπορούν να ταυτιστούν, να γίνουν ένα μαζί του. Από όλα τα συναισθήματα, η μορφή ενέργειας που προτιμούν είναι αναμφίβολα η αγάπη».
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου