Σύγχρονη λυρική ποίηση – Για το βιβλίο “Στην άκρη μια ουρά” της Αυγής Λίλλη

Στην άκρη μια ουρά (2021). Το τρίτο βιβλίο ποίησης της Αυγής Λίλλη μετά τη Σφαγή του αιώνα (Θράκα, 2018) και τις Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο (Αρμίδα, 2011). Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω λίγες λέξεις για να αποτυπώσω το πνεύμα του πρόσφατου βιβλίου της Λίλλη φυσικά θα επέλεγα λέξεις όπως «ερωτισμός» και «λυρισμός», που αποδίδουν το περιεχόμενο και τη μορφή στη γραφή. Μα δυστυχώς για τις έννοιες, και για εμάς που τις φοράμε σε ετερόκλητα είδη αδιάκριτα, αν είχαμε σημείο εκκίνησης αυτές, δεν θα μας οδηγούσαν από μόνες τους στο βιβλίο της Λίλλη, αλλά σε βιβλία που έχουμε αφηρημένα εντάξει, καθένας με τον δικό του τρόπο, στο φάσμα της «ερωτικής ποίησης», ενδεχομένως και της λεγόμενης «γυναικείας ποίησης», κυρίως του παρελθόντος. Η ίδια όμως η ποιήτρια έχει δείξει γράφοντας δύο βιβλία (αναφέρομαι στην Ουρά και τη Σφαγή) με ερωτική θεματολογία, αλλά και με λυρισμό (με την έννοια της έκφρασης προσωπικών βιωμάτων αλλά και τη στροφή προς λυρικά είδη όπως το σονέτο ή η μπαλάντα) ότι κοινές έννοιες δεν παραπέμπουν σε κοινή γραφή. Χρειάζεται λοιπόν να είμαστε λίγο πιο συγκεκριμένοι.

Μπορούμε να σκεφτούμε τη Σφαγή του αιώνα ως το βιβλίο που προετοιμάζει και προλέγει το βιβλίο Στην άκρη μια ουρά, εφόσον εκεί το ποιητικό υποκείμενο ζητά «να βγ[ει] στον ήλιο, στο άσμα» και στη συνέχεια πράγματι βγαίνει, δίνοντας σάρκα και οστά σε ένα «τραγούδι ποθημένο» (σ. 19) με έντονα λυρικά στοιχεία.

Με αυτές τις εναρκτήριες σκέψεις, θέλω να θέσω το ερώτημα τι προσφέρει η ερωτική ποίηση στην Άκρη μια ουρά στη γενική αναλυτική κατηγορία «ερωτική ποίηση». Την εμπλουτίζει, την εξειδικεύει, την εκφράζει; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τα βιβλία ποίησης που μας συγκινούν χωρίς να κάνουμε κύκλους γύρω από τη θεωρητική ή φιλολογική μας ουρά; Η πρώτη εντύπωση της γραφής της Λίλλη δεν με παρέπεμψε σε ερωτικές μονολογικές εξομολογήσεις ή σε δηλωτικές απόπειρες ερωτικής αυτονομίας και χειραφέτησης, τάσεις πολιτισμικές και αισθητικές του ελληνικού μοντερνισμού. Διαβάζοντας σκεφτόμουν τον έρωτα: το ερπετό της Σαπφώς, τη Μικρή γοργόνα του Άντερσεν, την ποίηση ως μέλος αλλά και ως μη ανθρωπόμορφο μύθο.

Στο βιβλίο, το ποιητικό υποκείμενο είναι μια γοργόνα. Σύμφωνα με το παραμύθι του Άντερσεν, για να μεταμορφωθεί η γοργόνα σε άνθρωπο και να συναντήσει τον πρίγκιπα, πρέπει να απωλέσει τη σαγηνευτική φωνή της. Η γοργόνα της Λίλλη ζει στη μετα-αφήγηση του παραμυθιού: έχει τη φωνή της, ή έστω τη δυνατότητα της έκφρασης, αλλά ο πρίγκιπας είναι νεκρός. Η Λίλλη τοποθετεί τη δική της γοργόνα σε έναν κόσμο χωρίς ψευδαισθήσεις, με επίγνωση της θνητότητας, σε έναν κόσμο που αρχίζει με τη συντελεσμένη απώλεια και δομείται πάνω στη συντριβή.

Πρόκειται για βιβλίο πένθους; Ο νεκρός έρωτας πώς θα τραγουδηθεί; Με το αθάνατο τραγούδι του έρωτα δεν ταυτίζονται. Ούτε το εγώ του υποκειμένου ταυτίζεται με το εσύ του Άλλου (η Λίλλη γράφει: «πλάσμα δικό μου στο αίμα / δεν είσαι» (σ. 29). Το παραμύθι του Άντερσεν προσφέρει τη δυνατότητα να μη σκεφτούμε παρά μόνο συμβολικά το σύγχρονό μας ρεαλιστικό περιβάλλον και να κοιτάξουμε γυμνή την ερωτική επιθυμία. Το ποιητικό υποκείμενο δεν πενθεί τον έρωτα ακριβώς. Ο έρωτάς της είναι ανεκπλήρωτος. Δεν έχει συμβεί. Φαίνεται πως η λεπτομέρεια αυτή αποτελεί το ψυχαναλυτικό όχημα ώστε να πρωταγωνιστήσει στο βιβλίο, εκείνο το ανοίκειο ή και όχι πλάσμα με ουρά, η ατόφια ερωτική επιθυμία. Αυτό επιτυγχάνεται στο βαθμό που η ερωτευμένη γοργόνα της Λίλλη ενσωματώνει στη φωνή της κάποια από τα κλασικά χαρακτηριστικά του έρωτα, όπως τα εντόπισε η Αν Κάρσον στη Σαπφώ στο βιβλίο της Έρως ο γλυκόπικρος (δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση, μτφ. Ανδρονίκη Μελετλίδου, Δώμα 2019).

Τοποθετώ λοιπόν το βιβλίο της Λίλλη στην ερωτική ποίηση γιατί ενσαρκώνει κλασικά και αρχετυπικά ερωτικά στοιχεία, όπως τα ακόλουθα: 1. Δεν καταγράφεται ένα ερωτικό ειδύλλιο αλλά η στιγμή της ερωτικής επιθυμίας. Η πίεση του έρωτα προκαλεί μια αστάθεια· η ψυχή διχάζεται. Πόνος και ηδονή συνυπάρχουν («ώς τον πόνο τον ήδιστο να αγαπηθούμε», σ. 20). Αγάπη και μίσος επίσης συνυπάρχουν («είσαι η καρδιά ενός τέρατος που αγαπά να μισεί», σ. 25). 2. Ο έρωτας δεν είναι αφηρημένη έννοια. Στην ποίηση της Λίλλη εμφανίζεται με όρους ζωολογίας και φυτολογίας, ενώ η ίδια η ερωτευμένη δεν είναι ούτε άνθρωπος ούτε ψάρι (βλ. π.χ. τα ποιήματα «Απόσπασμα», «Ο κήπος σου», «Ζούγκλα»).  3.  Η ερωτική επιθυμία δεν είναι αναστοχαστική, είναι ρήμα, κινείται· προς τον ποθούμενο Άλλο. Μάλιστα στα ποιήματα της Λίλλη οι χρόνοι των ρημάτων είναι κυρίως στον ενεστώτα και το μέλλοντα και συχνά σε υποτακτική. Η κίνηση είναι ζωντανή και ενεργής, ο έρωτας συμβαίνει ακόμη κι αν ο πρίγκιπας έχει πεθάνει. 4. Η δόνηση της ερωτικής επιθυμίας γίνεται αισθητή όμως μέσα από τη διατήρηση του κενού χώρου μεταξύ των σωμάτων (π.χ. «Αρκούδα στον ουρανό»). Πρόκειται για πάγια τακτική του παθιασμένου έρωτα να μην ολοκληρώνεται και έτσι να μη φθείρεται, τα σώματα ενώνονται και φεύγουν και πάντα χρειάζεται μια νέα κατάκτηση. «Ποιο είναι το πραγματικό θέμα των περισσότερων ερωτικών ποιημάτων», αναρωτιέται η Κάρσον. «Όχι ο ερωμένος. Είναι αυτό το κενό» (σ. 49). 5. Ο ερωμένος είναι ο μεγάλος απών. Στην Άκρη μια ουρά έχουμε όμως την πλήρη ματαίωση της δυνατότητας για ερωτική ένωση. Ο πρίγκιπας είναι από την αρχή νεκρός ως φυσικό πρόσωπο. Ο έρωτας ήταν ανεκπλήρωτος: στο δεύτερο ποίημα που βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο σκυμμένο πάνω στον νεκρό πρίγκιπα αναρωτιέται επαναληπτικά ποια να είναι η γεύση από το φιλί του. Τούτων δοθέντων, ο έρωτας μεταξύ της γοργόνας και του πρίγκιπα είναι αδύνατος. Ας σκεφτούμε τη συνθήκη: ανολοκλήρωτος, νεκρός, αδύνατος. Στο πριν και το μετά του ποιήματος, το ποίημα που είναι αυτό το υπέροχο εδώ, όπως υπογραμμίζει η Λίλλη (σ. 31-33 ), ο έρωτας ως εμπειρία ένωσης είναι απών. Ωστόσο η γλώσσα παίζει: Η διερώτηση «ποια να ’ναι η γεύση από το φιλί σου» είναι σε ενεστώτα χρόνο, δυναμιτίζοντας ανεπαισθήτως το πένθος για το αμετάκλητο.

Πώς διαφεύγει η Λίλλη από το φροϋδικό «έρως/θάνατος»; Λέω διαφεύγει εννοώντας τον εγκλωβισμό της ποίησής της στην αντινομία, στο δυϊσμό, το είτε είτε: είτε έρωτας είτε θάνατος. Ο δυισμός αποτελεί το μοντερνιστικό υπόβαθρο του βιβλίου, δηλωτικό της στιγμής που γράφει η ποιήτρια, αλλά πουθενά δεν βιώνουμε το δίπολο αυτό ως αδιέξοδο («όλη η ύλη μου / βάλτος / γαληνεμένος / γαλήνιος», σ. 28). Ας κρατήσουμε αυτή τη σκέψη, του μη αδιεξόδου, κι ας θυμηθούμε πάλι την ιστορία της Μικρής γοργόνας. Είπαμε ότι για να ενωθεί με τον πρίγκιπα η γοργόνα πρέπει να πληρώσει θυσιάζοντας τη σαγηνευτική φωνή της.

Ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σειρήνα» το κλάμα, οξύς ήχος, η άναρθρη κραυγή, γίνεται οργανικό μέρος του λόγου που θέλει να γίνει τραγούδι, γίνεται η πένθιμη ρωγμή του. Ο οδυρμός δεν αποκλείει τη δυνατότητα του άσματος. Εκείνο που χάνει η γοργόνα δεν είναι ακριβώς η φωνή της, όπως στο παραμύθι, αλλά το τέλειο ποίημα, το άρτιο τεχνικά ποίημα, το υψηλό, το αμόλυντο, που σύμφωνα με την ποιήτρια (ή το ποιητικό υποκείμενο) ενσαρκώνει το αθάνατο ποίημα.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ

(σήμερα, τώρα λοιπόν, για σε ποίημα αθάνατο

γράφω ύστατο χαίρε θολό γράμμα από αδέξια πένα)

 

γράφω ξανά, ξανά

για τον θάνατο

γιατί είναι πιο κοντά

από σένα

έρωτας άλλος δεν είναι

για μένα

και πιο κάτω από εδώ δεν έχει

και πιο κάτω από εδώ

δεν έχει πιο κάτω

από εδώ

 

εδώ

 

Γίνεται εδώ διάκριση μεταξύ τραγουδιού και ποιήματος, φωνής και γραπτού, παραδοσιακής και σύγχρονης λυρικής ποίησης; Εμμέσως ναι. Το ζήτημα επομένως του ερωτικού αυτού βιβλίου είναι η εύρεση του τρόπου να τραγουδηθεί ένας ανεκπλήρωτος και αδύνατος έρωτας μετά την αποδοχή της συνθήκης του θανάτου.

Το ποιητικό υποκείμενο έχει εμπλακεί σε ένα ενδιαφέρον ερωτικό τρίγωνο. Δεν πρόκειται για τρίτο πρόσωπο ακριβώς. Στις γωνίες του τριγώνου βρίσκονται το Εγώ (το ποιητικό υποκείμενο-γοργόνα), το Εσύ (ο Άλλος, ο πρίγκιπας) και το ποίημα. Η γοργόνα δεν επιλέγει τον πρίγκιπα, το θάνατο και την αυτοκαταστροφή της, αλλά το ποίημα. Τη μελέτη θανάτου. Αλλά ως μοχλό μετουσίωσης της ερωτικής επιθυμίας, καθώς αντέχει να σηκώσει το εδώ και τώρα της ερωτευμένης ψυχής. Γίνεται μετάβαση από το θρηνικό πένθος στον έρωτα σαν να πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία και όχι ως αλληλοαποκλειόμενες εμπειρίες. Το διακύβευμα εδώ είναι η κατάκτηση της φωνής, της γλώσσας του έρωτα, η κατάκτηση ενός ποθητού τραγουδιού που να ενσαρκώνει τον έρωτα ως συνύπαρξη. Ακόμη κι αν ο έρωτας καταποντιστεί. Ένα ιδανικό λυρικό ποίημα που να έχει νόημα για τη ζωή, κι ας παραμένει απείθαρχο στη φόρμα της στιχουργικής τέχνης

Το πεζό ποίημα «Στο κύμα» δίνει το στίγμα των παραπάνω προβληματισμών:

ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Ξύπνησα απότομα ετούτο το πρωινό. Νερά εστάζαν

από τα ταβάνια, ανέβηκαν μέχρι τα μαξιλάρια, μέσα μου

ούρλιαζε ένα αναφιλητό· όλα γύρω εχτίζαν τη συντέλεια

του κόσμου, όπως την είχες περιγράψει εκείνη την ημέρα

που με αφέλεια είπα «γιατί να μην μπορεί κανείς να

γράψει σονέτα, χωρίς να τηρήσει τη ρίμα, το μέτρο του

Σαίξπηρ ή του Πετράρχη;» Έτσι κι αλλιώς, της ζωής τα

ανυπόφερτα άγχη μάς συνθλίβουν σε ολέθριο κύμα από

λασπόνερα σαν τούτα δω, που πνίγουν και τον έρωτα

ακόμα· και είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε όλοι.

Άρα τι σημασία έχει αν με ίαμβο ανοίγουν ή επιφέρουν

τροχαίο, αφού είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε

όλοι. Και αν αφήνω πίσω μου ένα ποίημα, δηλαδή

τι;

Συγκλονιστικό θα ήταν να βυθιζόμασταν

μαζί.

 

Η Λίλλη στα δικά μου μάτια στρέφεται σε ένα λυρικό ποίημα-σύνθεση με μετρικές ακροβασίες και μορφικούς κινδύνους άκρως σαγηνευτικά. Οι παρηχήσεις, οι εσωτερικοί ρυθμοί, η ελλειπτική γλώσσα, η εικονοποιία της ζωολογίας και του φυσικού τοπίου, το νερό, τα μέλη του σώματος σε γκρο πλαν, η πρωτότυπη απόδοση της συνουσίας, το αδιάλειπτο παρόν της ερωτικής πράξης, οι διασκελισμοί του στίχου που επιφέρουν διάφορα τραυλίσματα και ψελλίσματα στην αφήγηση, χαρακτηριστικά της γλώσσας της ερωτευμένης, η συνύπαρξη αντιφατικών συναισθημάτων, το δράμα για παράδειγμα («και κλάμα και αίματα και όλο τέτοια», σ. 27) μαζί με τη γαλήνη της αποδοχής, ο συνδυασμός ποιήματος και πεζού ποιήματος, όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία χωρίς λείανση διαμορφώνουν ένα λυρικό και ερωτικό σύμπαν πολύ σύγχρονο, που αφήνει τη ζωή να ανασάνει μακριά από ρομαντικά αφηγήματα. Το εντυπωσιακό για μένα σε αυτό το βιβλίο είναι η τοποθέτηση του έρωτα στις θνητές και χοϊκές του διαστάσεις και η σαρκική γλωσσική προσωποποίησή του ώστε η ερωτική επιθυμία και σαρκική ένωση (στη φαντασία ή μη) να βιώνονται αναγνωστικά σαν υψηλή ρομαντική εμπειρία.

ΖΟΥΓΚΛΑ

Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι

θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή

ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι

σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.

Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω

σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω

σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,

θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο

τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει

στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και

ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση

της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε.

Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα

δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.

 

Και ποια η ιστορία λοιπόν αυτού του ποιητικού βιβλίου; Είναι ένα «λαβ στόρι», ένα «παραμύθι ενηλίκων», όπως αποκαλύπτει η Λίλλη σε συνέντευξή της;  Στο ερώτημα τι προσφέρει το βιβλίο της Λίλλη στην ερωτική ποίηση είναι τη δυνατότητα με αρχετυπικά εργαλεία να άρει τη μονολογικότητα, την ατομική θλίψη και τη μοναξιά του έρωτα, την εγωτική ακόμα διεκδίκησή του Άλλου και να υμνήσει το σμίξιμο, το δόσιμο, τη μεταμόρφωση, τον αθεράπευτο ερωτικό συγκλονισμό, παρά την πτώση, παρά το προδιαγεγραμμένο τέλος. Φαντασιακά, με όλα του κόσμου τα «θα», που είναι το πρώτο γράμμα του θριάμβου. Στην άκρη θα μένει πάντα μια ουρά, μια ωραία εκκρεμότητα, κάτι το ανολοκλήρωτο, που ας διαβαστεί ως ένα αινιγματικό «ίσως» για την εξέλιξη της σύγχρονης λυρικής ποίησης.

Ευτυχία Παναγιώτου

Περισσοτερα αρθρα