Σύγχρονη αλβανική ποίηση (2): Λουλιέτα Λεσανάκου (Luljeta Lleshanaku)
Η Λουλιέτα Λεσανάκου γεννήθηκε στην πόλη Ελμπασάν και μεγάλωσε με την οικογένειά της στην εξορία. Το 1997 αποφοίτησε από τη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Τιράνων. Το 1999 ακολούθησε το πρόγραμμα International Writing του πανεπιστημίου Iovas των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2012 έκανε μεταπτυχιακό στο Worren Nilson College, επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξέδωσε 7 ποιητικές συλλογές, μεταξύ αυτών: Τα παιδιά της φύσης, Αρνητικός χώρος, Σχεδόν χθες, Homo antarcticusκ.λπ. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Στο ενεργητικό της έχει αρκετές μεταφράσεις από τα αγγλικά και έχει τιμηθεί με αρκετά βραβεία.
ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΜΕ ΑΦΡΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ένα ξύρισμα μετά τη δουλειά, μα γιατί να ξυριστώ;!

Ακριβώς όπως ο πατέρας μου

πριν πολλά χρόνια,

μπροστά σε έναν καθρέφτη ραγισμένο, θαμπό

σαν χυλός μαγειρεμένος χωρίς άρτυμα.

Κι εκείνος, ακριβώς την ίδια ώρα ξυριζότανε

με ένα ξυράφι, που γλιστρούσε από πάνω προς τα κάτω,

ανοίγοντας ένα μονοπάτι από τα μηνίγγια ως στο σαγόνι,

καθαρό σαν λόγος αποστόλου. Κι ενώ η γλώσσα,

σαν διπλωμένο σαλιγκάρι, άδειαζε το ένα μάγουλο

και γέμιζε το άλλο, τα λόγια του

φτάνανε σε μένα σαν από εξοστρακισμό στο τζάμι:

«Η δύναμη του άντρα, γιε μου, μετριέται με εκείνα που δεν έκανε.

Το πάθος κρατιέται κρυφό, σαν ο καρπός του ρεπανιού».

Ήταν σαν να παραβιάζονταν ένας κανόνας, όταν εγώ,

χρόνια αργότερα, νωρίς το πρωί,

πριν ακόμα πιάσω δουλειά,

ξεχέρσωνα τον βάτο από το δέρμα μου,

χρησιμοποιώντας κρυφά τα σύνεργα του πατέρα.

Όταν το χέρι μου άρχισε το τρέμουλο, αναζήτησα έναν θεό.

Δεν ήταν δύσκολο. Ήταν όπως αναζητάς έναν κουρέα

στη συνοικία, που τη γνωρίζεις σαν την παλάμη σου. Αυτός,

δεν συνηθίζει να ρωτάει «Τι μπορώ να κάνω για σένα, νεαρέ;»

Ο σταυρός είναι πιο αρχαίος από τον άνθρωπο.

Και να που είμαι, χωρίς κανένα σημάδι από κόψιμο,

φωτισμένος από το γλόμπο της υπόφυσης στον αυχένα.

Ένα ωραίο ξύρισμα, όπως το έλεγε ο πατέρας, ο οποίος

όταν ο θάνατος ήρθε να τον πάρει,

να πάρει το από μέρες αξύριστο πρόσωπό του – σαν σμήνος

μερμηγκιών που μάχονται να ρίξουν στην τρύπα

έναν σπόρο σιταριού –

τσαλάκωσε τους αμφιβληστροειδείς χιτώνες

όπως τσαλακώνει την πετσέτα ένα παιδί, που το υποχρεώνουν

να σηκωθεί από το τραπέζι, πριν χορτάσει.

 

 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ

Στην οικογένειά μου

οι προσευχές γινότανε κρυφά, χαμηλόφωνα,

με κοκκινισμένη μύτη, κάτω από το πάπλωμα,

σχεδόν ψιθυριστά,

με έναν στεναγμό στην αρχή και στο τέλος,

λεπτό και καθαρό όπως ένας επίδεσμος.

Γύρω από το σπίτι,

υπήρχε μόνον μια σκάλα να ανεβαίνεις,

ξύλινη, ακουμπημένη όλοχρονίς στον τοίχο,

για την επισκευή της σκεπής τον Αύγουστο,

μετά τα πρωτοβρόχια.

Αντί των Αγγέλων,

ανεβοκατέβαιναν άντρες

που πάσχανε από οσφυαλγία.

Οι άντρες προσεύχονταν, κοιτάζοντας κατάματα Εκείνον,

όπως σε μια σύναξη Αρχόντων για την υπογραφή μιας σύμβασης,

επιζητώντας του παράταση προθεσμίας.

«Κύριε, δώσε μου δύναμη», τίποτα άλλο,

γιατί ήταν απόγονοι του Ασά,

ευλογημένοι από το μοναδικό, που έμεινε από τον Ιακώβ –

το σπαθί.

Στο σπίτι μου,

η προσευχή ήταν σαν ένας εξαναγκασμός,

που δεν αναφέρονταν ποτέ,

όπως η συνουσία.

Κι όπως

μετά τη συνουσία,

ακολουθούσε η τρομαχτική νύχτα του κορμιού.

 

 

ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΡΜΠΟΝ

Πλησιάζει ο καιρός,

όπου οι ποιητές αναζητούν ξανά την εποχή των πουλιών,

σβήνοντας με το μανίκι τα χνάρια του καρμπόν στο χαρτί.

Εμείς γνωρίζουμε μόνο τα σημεία τους που κάνουν στάση.

Το τόξο είναι φευγαλέο. Το ίδιο τόξο

χαράζει και η ράβδος του ξεναγού στο μουσείο,

σταματώντας πάντα στα ίδια σημεία:

Βατερλό, Ιθάκη, Κάιρο, Βερολίνο…

Εκεί που η ιστορία, η δική μου και του καθενός,

σταματάει μια στιγμή, παίρνοντας βαθιά ανάσα,

ο καιρός πατάει φρένο.

Ο άλλος καιρός, δεν είναι παρά καπνοί,

αποσκευές, που φορτώνονται και εκφορτώνονται,

μικρές σημαίες ελεγκτών των τρένων.

Ο άλλος καιρός δεν είναι παρά απλά επινόηση…

Εγώ δεν θυμούμαι πότε ήταν η τελευταία φορά,

που κράτησα την ανάσα.

Ήταν καλοκαίρι. Αύγουστος. Ο ουρανός γρατζουνισμένος

με νωπές, κόκκινες γραμμές σαν παλάμη κηπουρού.

Οι νιόπαντροι τριγύριζαν χαρούμενοι γύρω από το σπίτι μου.

Ξανάρθε η ανάσα.

Το μοναδικό δέντρο, που θρόιζε στον κάμπο

τους μετέτρεψε σε δυο μεγάλα κομμάτια χαρτιού,

τους καταδίκασε σε αιώνιους πελεκάνους,

 

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ…

Δεν είναι καιρός για αλλαγές

κι απ’ ότι θυμάμαι

ποτέ δεν υπήρχε τέτοιος καιρός.

Το σπίτι πατάει φρένο. Ίσως το κάθε τι να είναι ψεύτικο –

οι αγριαχλαδιές, τα δαχτυλίδια, το αυτοκίνητο που διανέμει το γάλα,

τα παιδιά, καρφιτσωμένα σαν βελόνες με κεφαλές

σ’ ένα σακάκι χωρίς γιακά, στο ραφείο, που περιμένει

την επόμενη πρόβα.

Συνήθως, η αιμοφιλία και η ανάγκη για αλλαγή

κληρονομούνται στη γραμμή του πατέρα.

Τους άντρες μπορείς να τους γνωρίσεις μόνον στο προφίλ

(όπως ένα ρωμαϊκό νόμισμα με την κεφαλή του Καίσαρα)

με βλέμμα σφηνωμένο στο αχανές.

Ενώ οι γυναίκες, είναι αυτές που τα βράδια

δεν ξεχνούν να ανάψουν τη λάμπα στο μπαλκόνι,

με τον ίλιγγο των εντόμων γύρω της,

πεπεισμένες ότι, ανεξάρτητα πως και γιατί,

αλλά, εκείνο που είναι γραμμένο να γίνει, θα γίνει.

 

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Ο Β μιλάει για την άλλη ζωή

με την ίδια σιγουριά

που ο γεωργός κρεμάει τα ρούχα της δουλειάς

αργά το βράδυ, πίσω από την πόρτα.

Δεν είναι αστείο…

Χρόνια ακολούθησε τις παράλληλες γραμμές

από το αναπηρικό καροτσάκι του παράλυτου πατέρα,

που δένονταν κόμπο, ακριβώς εκεί που ο χώρος ήταν ευρύτερος –

ήταν κόμποι δυνατοί, όπως εκείνοι στα κορδόνια των παπουτσιών,

που δένονται βιαστικά, την ώρα που έξω τα περιμένει κάτι.

Κι αργότερα, όταν η γυναίκα του έφυγε –

απ’ ότι θυμάται, ήταν καλοκαίρι,

όπως συνήθως, αυτός πήγε στον κήπο,

συμμάζεψε τους σαπισμένους καρπούς, που είχαν πέσει τη νύχτα,

για να αποφύγει τις σφήκες, να τις κρατήσει μακριά.

Όταν εκείνη ξεπόρτισε, αυτός,

έκλεισε την πόρτα ελαφρά, χωρίς κακία, λες και κούμπωνε

το βραδυνό της φόρεμα. Κι έφαγε πρωινό όπως πάντα,

γευόμενος κάθε μπουκιά, με ευγνωμοσύνη,

χωρίς να επιστρατεύσει διόλου τους φρονιμίτες,

όπως οι πιστοί, τις Κυριακές στην εκκλησία

που, καθούμενοι στα στασίδια της πρώτης γραμμής

μασάνε τις ψαλμωδίες.

Τα παιδιά, που ποτέ δεν τα είχε,

πάλι αργά γυρίζουν στο σπίτι,

ιδρωμένα από το παιχνίδι, λερωμένα, με το ψέμα στα χείλη,

κι αυτός, κόβοντας τα νύχια και τις αμφιβολίες

τ’ ακούει με ικανοποίηση, όπως ακριβώς ένα έμβρυο,

που ετοιμάζεται να μπει στον πλακούντα.

Η ιστορία περνάει πάντα έξω απ’ αυτόν

κι όπως ο συντηρητής του σιδηροδρόμου,

καθαρίζει το δρόμο από τα ζιζάνια, τις πέτρες,

…σφίγγει καμιά λασκαρισμένη βίδα.

Δεν την βλέπει, αλλά την ορμή της τη γνωρίζει

και ξέρει καλύτερα από τον καθένα

πότε πρέπει να απομακρυνθεί από το δρόμο

αφουγκράζοντας, με το αυτί ακουμπημένο στον ώμο.

 

Από τη συλλογή Τα παιδιά της φύσης, Εκδοτικός οίκος Ombra GVG, Τίρανα 2016

 

Λουλιέτα Λεσανάκου

Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

Περισσοτερα αρθρα