Η τρίτη ποιητική συλλογή του Νίκου Σουβατζή, με τίτλο Στον αιώνα των ξένων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη τον Φεβρουάριο του 2024, επιβεβαιώνει τη συνεπή πορεία του δημιουργού της. Μια πορεία που επιμένει σε σταθερά σημεία αναφοράς, τα οποία συνιστούν στοιχεία της ποιητικής του ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα η πυξίδα του εξερευνά και νέες θεματικές περιοχές, που φανερώνονται καθώς εξελίσσεται η ποιητική αναζήτηση.
Παρουσιάζοντας τις προηγούμενες συλλογές του ποιητή, τη Χειμερινή ισημερία του 2016 και την Ανατολική περίπολο του 2021, είχα μιλήσει για τον κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό της ποίησής του, για την ηθική επαγρύπνηση και την έννοια της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης, σταθερές που καθορίζουν το ποιητικό υλικό και τα εκφραστικά μέσα, συνθέτοντας μια ποίηση-αίτημα δικαίωσης των κατατρεγμένων και ηττημένων της καθημερινότητας.
Στον αιώνα των ξένων ο προσανατολισμός αυτός παραμένει ενεργός καταδεικνύοντας την αδιαφορία, το βόλεμα και, κυρίως, την αδικία απέναντι σε αυτούς που «περισσεύουν», που δεν τους δίνεται η ευκαιρία να αντιμετωπιστούν ως συνάνθρωποι και εξορίζονται στο περιθώριο της τρέχουσας πραγματικότητας, που γίνονται ξένοι και πολλές φορές «επικίνδυνοι» για τους άλλους, τους κανονικούς, υπενθυμίζοντας πως «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο». Ο Μιχάλης Καλτεζάς, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ο Παύλος Φύσσας, ο Ζακ Κωστόπουλος, ο Βασίλης Μάγγος, η Τουρκάλα τραγουδίστρια Χελίν Μπολέκ και ο σύντροφός της Ιμπραήμ Κοτσάκ, που πέθαναν μετά από απεργία πείνας υπερασπιζόμενοι την ελευθερία της τέχνης, η Δήμητρα της Λέσβου φωνάζουν μέσα από τους στίχους του Νίκου Σουβατζή: «Όχι, ο πόνος μας / δεν πρέπει να γραφτεί στο χιόνι».[1]
Στους «περιττούς» της κοινωνίας συγκαταλέγει ίσως το ποιητικό εγώ και τον εαυτό του στο ποίημα «Με τα ρούχα μιας ανέμελης νιότης», έναν ουτοπικό εαυτό που αρνείται να ωριμάσει, να φορέσει το ενήλικο κοστούμι που του ετοίμασαν και να συμμορφωθεί με τις περιστάσεις:
Με τα ρούχα μιας ανέμελης νιότης
Απέτυχα να μεγαλώσω,
να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων,
να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις
της πραγματικότητας,
να προσαρμοστώ στην κανονικότητα
Πάντα κάτι μου έλειπε,
πάντα περίσσευα,
πάντα με το ένα πόδι εκτός
Ένα βράδυ άνοιξα τη ντουλάπα,
φόρεσα τα παλιά μου ρούχα
που είχα καταχωνιάσει
στο τελευταίο ράφι
και αποκοιμήθηκα
με τα αφελή νεανικά μου ποιήματα
στο προσκεφάλι
Τώρα πια τίποτα
δεν μπορεί να με πληγώσει
Ο μόνος μου φόβος
είναι μην πνίξουν τη φωνή μου
Ασφαλώς, ο απόηχος του καρυωτακικού «Μιχαλιού», που κι αυτός δεν χωρούσε στο προκατασκευασμένο πλαίσιο των άλλων και περίσσευε ακόμα κι όταν πέθανε, ακούγεται στους παραπάνω στίχους του Νίκου Σουβατζή: «[…] Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, / μα του άφησαν απέξω το ποδάρι: / Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος». Ωστόσο, στη νέα αυτή ποιητική κατάθεση γίνονται περισσότερο ορατές, σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές του, κάποιες «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες», για να παραπέμψουμε στον Μανόλη Αναγνωστάκη, κάποιες στιγμές που το ποιητικό εγώ προσδοκά την ανατροπή της πραγματικότητας. Είναι, κυρίως, περισσότερο ευδιάκριτη η σύνταξή του με μια ποιητική συλλογικότητα –του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος–, η συνειδητή ένταξή του σε μια ιδεατή κοινότητα αδελφών-ομοτέχνων, που συγκροτεί ένα εμείς το οποίο μοιράζεται την ίδια πίστη στη δύναμη που έχει η ποίηση «να γυρίζει τον κόσμο ανάποδα» και να τον «χτίζει στίχο στίχο»[2] με τα υλικά της συμπερίληψης, της αποδοχής και της δικαιοσύνης.
Νυχτερινό προσκλητήριο
Ο κόσμος είναι, τελικά,
πολύ μικρός
είναι πολλοί αυτοί
που περισσεύουν
Τις νύχτες που δεν βρίσκω ησυχία
καλώ τα αδέλφια μου
που έζησαν και έφυγαν
ανώνυμα και αθέατα
και γυρίζουμε
τον κόσμο ανάποδα
Σε αυτή την παραδοχή του συνανήκειν σε μια ποιητική κοινότητα και σε αυτή την ανανεωμένη πίστη στην κοινωνική λειτουργία της ποίησης, όπως μας την φανέρωσαν παλιότερα οι νεανικοί στίχοι των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, σε αυτή την έστω λαθρόβια ελπίδα της ανατροπής μέσω της ποίησης έγκειται, πιστεύω, ένα νέο διακριτό οδόσημο της γραφής του Νίκου Σουβατζή. Πάντα με γνώμονα την κοινωνική ισότητα, την πολιτική ελευθερία και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, η ποίηση έχει καθήκον να υπηρετεί την ουτοπία, ξαναχτίζοντας τον κόσμο με την ανθρωπιά μιας παιδικής ψυχής.
Κάθε μας λέξη
Κάθε μας λέξη
είναι πανάκριβα πληρωμένη
Οι λέξεις μας
έχουν την άχαρη όψη
ενός γκρίζου πρωινού
πνιγμένου από τις αναθυμιάσεις
και τα καυσαέρια
Οι λέξεις μας έχουν τη μυρωδιά
παλιού βιβλίου
ξεχασμένου σε κάποιο ράφι
Μα είναι ζωντανές,
αναπνέουν
και ενίοτε
χαμογελούν ανατρεπτικά
Οι παλιές, ξεχασμένες λέξεις, ακόμα «ζωντανές», «ενίοτε χαμογελούν ανατρεπτικά», ακόμα κι αν δεν έχουν τη δύναμη «να ανατρέπουν καθεστώτα», για να θυμηθούμε τον Τίτο Πατρίκιο. Πότε την είχαν άλλωστε; Kαι ο ποιητής έχει ως αποστολή να παραμένει σταθερός, να μην ξεχνά, να μην αποσιωπά. Στην προηγούμενη συλλογή του, την Ανατολική περίπολο, ο Νίκος Σουβατζής είχε υποσχεθεί μια μοναχική στάση αναμονής ως αντίσταση στη δυστοπία της πραγματικότητας. Έγραφε τότε: «Πώς να μιλήσω για τη βροχή / σε περίοδο ξηρασίας; / Πώς να μιλήσω για τη θάλασσα / σε μια απέραντη έρημο; // Μαζεύω λοιπόν τις λέξεις μου / μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό».[3]
Τώρα, Στον Αιώνα των ξένων, μοιάζει να είναι λιγότερο μόνος, καθώς ενώνει τη φωνή του με τις φωνές και άλλων ποιητών. Συνομιλώντας με τους στίχους του Αναγνωστάκη, «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ / Δεν παραδέχτηκα την ήττα», και παρόλο που υποπτεύεται το ανέφικτο και το αέναο του εγχειρήματος, αφήνει μια χαραμάδα για να περάσει το φως σε έναν μελλοντικό χρόνο, πολύ μακρινό.
Στον αιώνα των ξένων
Έχουμε ακόμα
πολλή σιωπή να διανύσουμε
Χρειαζόμαστε ακόμα
πολλή ποίηση
για να βγει η νύχτα
Στον αιώνα των ξένων
αργεί να ξημερώσει
«Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!», έγραψε κάποτε ο Νίκος Καρούζος. Φαίνεται πως ο Νίκος Σουβατζής, στη νέα συλλογή του, προσπαθεί να επεξεργαστεί ακόμα πιο επίμονα το θέμα της ποιητικής ταυτότητας και του κοινωνικού ρόλου της ποίησης, ψάχνοντας μια θέση για τον ποιητή «στις πλατείες του κόσμου»,[4] στις «πόλεις που θα χτιστούν πάνω στα συντρίμμια».[5] Περισσότερο θαρραλέος σήμερα, δείχνει να πιστεύει με έναν οξύμωρο τρόπο πως, με τη συνδρομή της ποίησης, η επιδίωξη της ουτοπίας ίσως δεν είναι τελικά και τόσο ουτοπική.
[1] Από το ποίημα «Σαν κίτρινα φύλλα στην άκρη του δρόμου».
[2] Από το ποίημα «Εκτός των τειχών».
[3] Από το ποίημα «Κιβωτός» της συλλογής Ανατολική περίπολος.
[4] Από το ποίημα «Κάτω απ’ το βάρος των ονείρων».
[5] Από το ποίημα «Ιχνηλασία ενός αγέννητου κόσμου».